Τὸ χρέος τοῦ ἐλέους

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

«Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;» (Ματθ., ιη’ 33). Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁ εὔσπλαγχνος Κύριος μᾶς θυμίζει τὸ χρέος μας ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας, στοὺς «συνδούλους» μας ἐν Κυρίῳ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν μᾶς ζητάει νὰ κάνωμε κάτι ποὺ ὁ Ἴδιος δὲν ἔκανε, ἀλλὰ μᾶς προτρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸ δικό Του παράδειγμα. Αὐτὸς ὑπῆρξε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείου Του ζωῆς ὁ ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Κύριος: σκόρπιζε τὸ ἔλεός Του στοὺς ἀναγκεμένους συνανθρώπους του, θεράπευε πρόθυμα τὶς ἀσθένειές των, ἁπάλυνε στοργικὰ τὸν πόνο των. Καὶ ἐνῶ σπάνια εἰσέπραττε εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς πλουσιοπάροχες δωρεές Του, ἐν τούτοις, πάνω στὸν Σταυρό, ἐπισφράγισε τὴν ἐπίδειξη τοῦ ἀπείρου Του ἐλέους, μὲ τὴν συγχώρηση ὅλων, ἀνεξαιρέτως, τῶν σταυρωτῶν Του: «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν.» (Λουκ. κγ’ 34).

Γιὰ ἕναν τέτοιο μεγαλόκαρδο καὶ συγχωρητικὸ Βασιλέα κάνει λόγο ὁ Ματθαῖος σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς παραβολές Του γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τὴν παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων (ιη’ 23-35), ὅπως εἶναι περισσότερο γνωστή. Εἶναι τόσο συχνὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ματθαίου στὸ θέμα τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ὥστε τὸ Εὐαγγέλιό του νὰ ὀνομάζεται Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας. Ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους Ὁμιλία (κεφ. 5-7) ἕως καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως (κεφ. 25) ὁ Κύριος προτρέπει τοὺς μαθητές Του νὰ ἐπιζητοῦν πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν «βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (ὅ. π. στ’ 33), τονίζοντας, μὲ νόημα, ὅτι στὴν Βασιλεία Του εἰσέρχεται «οὐ πᾶς ὁ λέγων Κύριε Κύριε, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός (του) τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (ὅ. π. ζ’ 21) καὶ ὅτι ἡ τελικὴ κρίση θὰ γίνῃ μὲ βάση τὴν ἐφαρμογὴ ἐμπράκτως τοῦ λόγου Του «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου… καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (ὅ. π. κβ’ 37-39).

Στὴν συγκεκριμένη παραβολή «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ» (Ματθ. ιη’ 23). Κάποιος βασιλιάς, λοιπόν, θέλησε νὰ λογαριαστῆ μὲ τοὺς δούλους του. «Ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν (=νὰ λογαριάζῃ) προσηνέχθη αὐτῷ (= μεταφέρθηκε μπροστά του) εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων» (ὅ. π. 24). Ἐὰν ἀναλογιστῆ κανεὶς ὅτι ἕνα τάλαντο ἰσοδυναμεῖ μὲ 240 περίπου χρυσὲς λίρες, τότε ἀντιλαμβάνεται εὔκολα ὅτι μιλᾶμε γιὰ μιὰ ὀφειλὴ ὕψους 2,5 περίπου ἑκατομμυρίων λιρῶν.

Οἱ Πατέρες σχολιάζουν χαρακτηριστικὰ ὅτι τὸ ὑπέρογκο αὐτὸ ποσὸ συμβολίζει τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθῆ κανεὶς ὅτι οὔτε μία μέρα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος πάνω στὴν γῆ, χωρὶς νὰ ἁμαρτήσῃ, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ πολύπαθος Ἰώβ (ιδ’, 4). Τὴν ἀλήθεια τῆς ὁμολογίας του μποροῦν νὰ τὴν ἐγγυηθοῦν, καλύτερα ἀπ’ ὅλους, οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν σκληρά, μέχρι τέλους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς πολλαπλὲς δοκιμασίες καὶ νὰ ἐξαλείψουν τὰ ποικίλα πάθη καὶ τὴν «ἐμπερίστατη» ἁμαρτία.

Ἄραγε, ποιός μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ δυσβάσταχτο αὐτὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν; Ποιός ἔχει τὴν δύναμη νὰ διαγράψῃ τὴν τεράστια αὐτὴν ὀφειλή; Μόνον ἕνας «ἔσχισε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν» μας, ὁ Βασιλιάς Κύριός μας, ὁ Ὁποῖος, μὲ τὴν σταυρική Του θυσία, μᾶς χάρισε τὴν αἰωνία λύτρωση καὶ σωτηρία.

Ἔτσι καὶ στὴν παραπάνω περικοπή. Στὸν χρεώστη δοῦλο, ποὺ ἐκλιπαρεῖ τὸν κύριό του νὰ «μακροθυμήσῃ» γιὰ τὴν ἀποπληρωμὴ τοῦ χρέους του, ἐκεῖνος τοῦ χαρίζει, τελικά, ὁλόκληρο τὸ χρέος καὶ τὴν ἐλευθερία του! Ἀληθινὴ ἀρχοντιά, πραγματικὸ δεῖγμα βασιλικῆς συμπεριφορᾶς! Πόσοι ἐπίγειοι βασιλεῖς, ἀλήθεια, προβαίνουν σὲ μιὰ τέτοια χαριστικὴ κίνηση;

Οἱ περισσότεροι, ἀντιθέτως, ἐκμεταλλεύονται τὴν εὐκαιρία, γιὰ νὰ πιέσουν ἀκόμη περισσότερο τούς «δούλους» των καὶ νὰ αὐξήσουν τὰ κέρδη των, ὅπως ἔκανε, ἀρχικά, καὶ ὁ βασιλιάς τῆς περικοπῆς, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπὸ τὸν δοῦλο του «πραθῆναι (νὰ πωλήσῃ) καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε.» (Ματθ., ιη’ 26-27). Δὲν πρέπει, καθόλου, βεβαίως, νὰ μᾶς παραξενεύῃ μιὰ τέτοια ἀπαίτηση τοῦ κυρίου ἀπὸ τὸν δοῦλο του, διότι ἦταν ἀπολύτως νομότυπη, σύμφωνα μὲ τὸν ἑβραϊκὸ νόμο καὶ τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο τῆς ἐποχῆς.

Πίσω ἀπὸ τὸν φιλεύσπλαγχνο βασιλέα τῆς παραβολῆς οἱ Πατέρες βλέπουν τὸν φιλάνθρωπο ἐπουράνιο βασιλέα, τὸν Ὁποῖον καθημερινὰ καὶ ἐμεῖς παρακαλοῦμε στὴν προσευχή μας νὰ μᾶς χαρίσῃ τὶς ὀφειλές μας, τὶς μυριάδες καθημερινὲς ἁμαρτίες μας, ὅπως ὑποσχόμαστε ὅτι κάνομε καὶ

ἐμεῖς, μὲ τὴν σειρά μας, στοὺς ἀδελφούς μας: «…ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».

Αὐτὸ κάνομε, ὅμως, ἢ μήπως ὅ τι ἔκανε ὁ δοῦλος τῆς περικοπῆς στὸν σύνδουλό του, «ὅς ὄφειλεν αὐτῷ ἑκατόν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις» (Ματθ. ιη’ 28). Καὶ ἐνῶ ὁ σύνδουλός μας μᾶς παρακαλεῖ νὰ μακροθυμήσωμε, μήπως ἐμεῖς τὸν καταδικάζουμε, ὅπως ὁ ἄσπλαγχνος, πλὴν ὅμως εὐεργετηθεὶς ἀπὸ τὸν κύριό του δοῦλος, σὲ φυλάκιση γιὰ ἑκατὸ δηνάρια;

Ἀλήθεια, πόσο σκληρόκαρδοι γινόμαστε πρὸς τὸν χρεώστη ἀδελφό μας, ποὺ τὸν «πνίγομε» γιὰ ἕνα τόσο εὐτελὲς ποσό –λιγότερο ἀπὸ ἕνα σημερινὸ εὐρώ; Κυρίως, ὅμως, πόσο ἀγνώμονες γινόμαστε πρὸς τὸν εὐεργέτη Κύριό μας! Ἐνῶ Ἐκεῖνος διέγραψε ὁριστικὰ τὸ χρέος τῶν ἀναρίθμητων ἁμαρτιῶν μας καὶ μᾶς χάρισε διὰ παντὸς τὴν ἐλευθερία μας, ἐμεῖς ἀποδεικνυόμαστε, τελικά, ἀντάξιοι τῆς ἀπέραντης εὐεργεσίας Του!

Ὑπάρχουν, ὅμως, -εὐτυχῶς-, καὶ εὐσυνείδητοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι, βλέποντας τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἀγνώμονος δούλου, «λυποῦνται σφόδρα … καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα.» (ὅ. π. 31). Εἶναι, ἀλήθεια, πολὺ ἐλπιδοφόρο ὅτι σὲ κάθε ἐποχή, καὶ στὴν δική μας, κάποιοι, ἔστω καὶ λίγοι, θορυβοῦνται μὲ τὴν ἀδικία καὶ δὲν παύουν νὰ τὴν στιγματίζουν, μὲ ὅποιο κόστος! Μά, θὰ μοῦ πῆτε, δὲν γνωρίζει ὁ Θεὸς Κύριος τὴν ἀδικία; Περιμένει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὴν καταγγείλουν; Ἀσφαλῶς καὶ τὴν γνωρίζει, ὡς Παντογνώστης. Ἁπλῶς ὁ Ματθαῖος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές, τονίζουν κάθε φορὰ τὸν ῥόλο τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος, ποὺ συνεργεῖ στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό, ὅμως, ποὺ ἀκόμη περισσότερο τονίζει ὁ Ματθαῖος εἶναι ὅτι ὁ Κύριος εἶναι αὐστηρὸς ἀλλὰ δίκαιος κριτὴς καὶ ὅτι ἡ κρίση του, τελικά, εἶναι «ἀνέλεος παντὶ τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰάκ., β’ 13). Γι’ αὐτὸ ἀπευθύνει στὸν «πονηρὸ δοῦλο» τὸ εὔλογο ἐρώτημα: «οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἐλέησα;» (ὅ. π. 33).

Ἀληθινὰ φοβερὸ τὸ ἐρώτημα: «δὲν ἔχομε καὶ ἐμεῖς χρέος νὰ ἐλεοῦμε τὸν ἀδελφό μας, ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς ἐλέησε μὲ τὸ ἀπέραντο ἔλεός Του;» Ἐὰν δὲν τὸ κάνωμε, τότε ψευδόμεθα, ὅταν, στὴν Κυριακὴ Προσευχή, τοῦ ζητᾶμε νὰ μᾶς χαρίσῃ τὰ ὀφειλήματά μας, νὰ μᾶς δώσῃ, δηλαδή, ἄφεση ἁμαρτιῶν, ὅπως κάνωμε καὶ ἐμεῖς στὸν ἀδελφό μας. Νά, γιατὶ στὸ παραπάνω ἐρώτημα τοῦ Κυρίου μας δὲν ἔχομε, τελικά, τί νὰ ἀπαντήσωμε καὶ σιωπᾶμε ἔνοχα καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ «πονηρός» δοῦλος.

Τότε ὁ Κύριος «ὀργισθεὶς παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῶ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῶ.» (ὅ. π. 34). Οἱ Πατέρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δικαία ὀργὴ τοῦ Κυρίου, τονίζουν, στὸ σημεῖο αὐτό, τὴν παραδειγματικὴ παράδοση τοῦ δούλου στούς «βασανιστές» καὶ τὴν παραπομπή του στὴν αἰώνια καταδίκη, ὅπως ὑπονοεῖται ἀπὸ τὴν φράση «ἕως οὗ ἀποδῶ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῶ» (ὅ. π.).

Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ ἠθικὸ δίδαγμα, μὲ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώνεται ἡ παραπάνω περικοπή: «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.» (ὅ. π. 35). Τελικά, δὲν μᾶς καταδικάζει ὁ Κύριος﮲ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς «καταδικάζει» εἶναι ὅτι δὲν δείχνομε ἔλεος, μὲ τὴν καρδιά μας, γιὰ τὰ μικρά «παραπτώματα» τοῦ ἀδελφοῦ μας, ὅτι δὲν δείχνομε μακροθυμία ἀλλὰ μνησικακοῦμε καὶ τὸν πνίγομε μὲ τὴν κακία, τὴν φιλαργυρία καὶ τὰ πολλὰ ἄλλα μας πάθη.

Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κάνομε ἐμεῖς οἱ μικρόψυχοι καὶ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι, ἐνῶ ἔχομε λάβει τὸ μοναδικό, τὸ ἀνεκτίμητο καὶ πολυτιμότατο δῶρο τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὸν μεγαλόψυχο Κύριό μας, Ἐκεῖνον ποὺ σκορπίζει πλουσιοπάροχα τὸ πολύ Του ἔλεος «…ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς … ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε’ 45).

Ὕστερα ἀπ’ τὴν μεγίστη αὐτὴν δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία δὲν εἴμαστε κἄν ἄξιοι, εἶναι νὰ ἀναρωτιέται κανείς, ὅπως ὁ Πέτρος, πόσες φορὲς χρειάζεται νὰ συγχωρήσωμε τὸν ἀδελφό μας; Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἀπάντηση δικαίου ἀνθρώπου ἀλλὰ ἀπείρως ἐλεήμονος Θεοῦ: «οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ’ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.» (ὅ. π. ιη’ 22).

Ἂς μεριμνοῦμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς, ὡς ταπεινοὶ δοῦλοι Κυρίου, νὰ ἀποδίδωμε στὸν ἐν Χριστῷ «σύνδουλό» μας ἀδελφὸ τὸ χρέος τοῦ ἐλέους μας, μεγαλόψυχα καὶ «ἐκ μέσης καρδίας», ὥστε νὰ ἐπιτύχωμε τὸ μέγα καὶ σωτήριο ἔλεός Του, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα. Γένοιτο!