Τὰ «παράδοξα» τῆς Κοιμήσεως

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

Τιμοῦμε καὶ μεγαλύνομε, ὅπως κάθε χρόνο, καὶ ἐφέτος, στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, τὴν Παναγία Μητέρα μας, «τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Ἐκφράζομε τὴν εὐγνωμοσύνη μας στὴν «Δέσποιναν τοῦ κόσμου, τὴν λυτρωσαμένην ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας» τοῦ αἰωνίου θανάτου καὶ «δωρησαμένην ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Συγχρόνως, δέ, εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι «ἡ δύναμις τῶν ἀβοηθήτων καὶ ἡ ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων», τώρα ποὺ «κατέλιπε τὸν κόσμον», ὄχι μόνον δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ μόνους στὶς συμφορὲς τοῦ βίου μας, ἀλλὰ θὰ δέεται, ἀπὸ τὴν οὐράνια κατοικία της, μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη παρρησία «ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν».

Ἡ βεβαιότητα, μάλιστα, αὐτὴ μᾶς δίνει μεγάλο κουράγιο καὶ δύναμη. Πράγματι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαριθμήσῃ κανεὶς «τὰ μεγαλεῖα τῶν ὑπὲρ νοῦν θαυμάτων» τῆς Παναγίας, «τῶν τετελεσμένων διηνεκῶς», ὅπως αὐτὰ παρουσιάζονται μέσα ἀπὸ τὴν ὑπέροχη ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας καὶ τὰ ὁποῖα δὲν συνδέονται, ἀσφαλῶς, ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν δική της κοίμηση ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴν δική μας σωτηρία.

«Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται καὶ κλίμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται». Ὁ γήϊνος τάφος, ποὺ φέρει τὸ ζωηφόρο σῶμα τῆς Παναγίας, μετατρέπεται σὲ οὐράνια κλίμακα, «ἡ τάφον οἰκήσασα (Παναγία) ἔδειξεν Παράδεισον», καὶ ἡ Γεσθημανῆ γίνεται τόπος χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος». Ὅλες οἱ ἐπίγειες καὶ ἐπουράνιες δυνάμεις, μὲ προεξάρχοντα τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, καλοῦνται νὰ ὑμνήσουν τὴν Κεχαριτωμένη. «Ἐπὶ σοί, χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ φύσις, ἀγγέλων τὸ σύστημα καὶ ἀνθρώπων τὸ γένος, ἠγιασμένε ναὲ καὶ Παράδεισε λογικέ.»

Ἡ ἐπανάληψη, μάλιστα, τῆς φράσεως «Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος», στὴν κατάληξη τῶν Στιχηρῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ, θυμίζει τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, «δι’ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν».

Δικαίως, λοιπόν, ἡ Κοίμηση ὀνομάστηκε «Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ», ἀφοῦ ὅλη ἡ φύση συμμετέχει στὴν χαρὰ καὶ στὴν ἀγαλλίαση γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία «πεποικιλμένῃ (=στολισμένη) τῇ θείᾳ δόξῃ πάντας συνηγάγετο πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς.» (Εἱρμὸς α’ ὠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ).

Λησμονεῖ, ἔτσι, κανείς, πρὸς στιγμήν, ὅτι πρόκειται γιὰ κοίμηση. «Σήμερον (ἡ Παναγία) τὴν παναγίαν παρατίθεται ψυχὴν καὶ σὺν αὐτῇ πληροῦται τὰ σύμπαντα χαρᾶς» (Στιχηρὸ ἰδιόμελο τῆς Λιτῆς). Ὅσο περισσότερο, μάλιστα, ἐμβαθύνει στὴν μελέτη τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἡμέρας, ἄλλο τόσο διαπιστώνει ὅτι τὸ συναίσθημα τῆς χαρᾶς εἶναι κυρίαρχο. Ἐξ ἄλλου, σὲ ὅλες τὶς κοιμήσεις τῶν Ἁγίων μας δὲν θρηνοῦμε, ἀλλὰ πανηγυρίζομε, πόσο μᾶλλον στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας μας, τῆς πικραμένης χαρᾶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ θαυμάσια ὁ Φώτης Κόντογλου.

Πολλά, λοιπόν, τὰ παράδοξα τῆς ἑορτῆς: Ἀπὸ τὴν μία, ἡ Κοίμηση γίνεται Εὐαγγελισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ θάνατός της προξενεῖ τὴν ζωή. Πράγματι, ἡ Θεοτόκος δὲν πέθανε, ἀλλὰ «μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς –τοῦ Χριστοῦ- μετέστη πρὸς τὴν ζωήν». Ἄλλωστε, στὸ πρόσωπό της «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι», ἐφ’ ὅσον ὑπῆρξε «μετὰ τόκον Παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα» (Εἱρμὸς θ’ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς ἑορτῆς).

Εἶναι, μάλιστα, χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ «διπλοῦν θαῦμα», ὅτι παρέμεινε Παρθένος, μετὰ ἀπὸ τὸν τόκο της, -τὴν γέννηση τοῦ Κυρίου-, καὶ ὅτι «μετέστη πρὸς τὴν ζωήν» μετὰ θάνατον, παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλα τροπάρια, ὅπως στὸ Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου: «ἐν τῇ γεννήσει σου (ὅταν γέννησες τὸν Χριστό) σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος». Γνωστότερη, βεβαίως, εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ διπλοῦ αὐτοῦ θαύματος στὸ

Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε…».

Ὁ ὑμνογράφος – ὄχι μόνον ἕνας- δὲν ἐνδιαφέρεται, ὡς φαίνεται, νὰ σταθῇ στὴν πρόσκαιρη θλίψη τῆς κοιμήσεως ἀλλὰ σκοπεύει νὰ μᾶς μεταφέρῃ στὴν μόνιμη χαρὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς ποὺ «προμνηστεύεται» (=προεξαγγέλλει) ὁ «θάνατος» τῆς Παναγίας. Τελικά, ἔχουν καὶ τὰ παράδοξα τὴν ἐξήγησή των!

Ἕνας ἄλλος θαυμάσιος παραλληλισμὸς γίνεται ἀνάμεσα στὰ γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἀντίστοιχα τῆς Θεοτόκου. Ἐὰν ὁ Κύριος «ταφὴν ὑπέστη ἑκουσίως ὡς θνητός», τότε ἡ Παναγία «πῶς ταφὴν ἀρνήσεται;» ἀναρωτιέται πάλι ὁ ὑμνογράφος. Γι’ αὐτό, «οὐ θαῦμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν κόρην, τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος» (Συναξάρι).

Ὅπως, ὅμως, Ἐκείνου τὸ σῶμα δὲν παρέμεινε στὸν τάφο ἀλλὰ ἀνέστη, ἔτσι καὶ Ἐκείνην «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν». Πῶς θὰ μποροῦσε, ἄλλωστε, ὁ τάφος νὰ κρατήσῃ μέσα του τὸ σῶμα Ἐκείνης ποὺ ἔφερε μέσα της τὴν «ζωή»; Κατ’ ἀναλογία, λοιπόν, Ἐκεῖνος ἀνέστη καὶ ἡ «μήτηρ τῆς ζωῆς μετέστη πρὸς τὴν ζωήν». Ἐξ ἄλλου, ὅπως λέει καὶ ὁ ἐξαίρετος ὑμνητὴς τῆς Παναγίας, Νικόλαος Καβάσιλας, ἡ Παναγία «ἔδει (=ἔπρεπε) διὰ πασῶν ἐλθεῖν τῶν ὁδῶν δι’ ὧν ὁ Σωτήρ» ἦλθε (Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν 12, Π. Νέλλα, Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 214).

Ὅπως, ὅταν ζοῦσε ἡ Παναγία, ἦταν ἀπολύτως ἐναρμονισμένη μὲ τὸ θέλημά Του, ζοῦσε καὶ πολιτευόταν πλήρως ἐν Χριστῷ, «οὕτω πρώτη σύμμορφος ἐγένετο τῷ ὁμοίῳ μετὰ τοῦ Σωτῆρος θανάτου καὶ διὰ τοῦτο καὶ τῆς ἀναστάσεως πρὸ πάντων μετέσχεν.» (ὅ. π. σελ. 217). Συμφώνως, ἄλλωστε, μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ἡ Παναγία μας δὲν ἀνελήφθη ἀπ’ εὐθείας στοὺς οὐρανούς, ὅπως δογματίζουν ἀτεκμηρίωτα οἱ Παπικοί, ἀλλὰ πρῶτα ἐκοιμήθη καὶ στὴν συνέχεια, ἑνωμένη καὶ πάλι ἡ ψυχή της μὲ τὸ σῶμα της, ἀνέστη καί, στὴν συνέχεια, μετέστη στοὺς οὐρανούς, ὅπου ζεῖ πλέον αἰώνια μαζὶ μὲ τὸν Υἱό Της.

Κατὰ τὴν Κοίμησή της, μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει τὸ σχετικὸ Ἐξαποστειλάριο καὶ ἐμφανίζεται στὴν εἰκονογραφία, «ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς» παραδίδει τὸ πνεῦμα της στὸν Δημιουργὸ τῆς ζωῆς. «Σήμερον τὴν ὁλόφωτον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὰς ἀχράντους παλάμας τοῦ ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντος παρατίθησιν.» καὶ «ὁ Λόγος τοῦ Πατρός», ποὺ ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ τὰ πανάγια αἵματά της, δὲν ἀφήνει τὸ ἄχραντό της σῶμα νὰ ὑποστῆ τὴν ἀλλοίωση καὶ τὴν φθορὰ τοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ τὴν μεταθέτει «ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, «ἐνδόξως καὶ ὑπὲρ λόγον». Τῆς κάνει, μάλιστα, τὴν τιμὴ νὰ τὴν καθίσῃ ἐκ δεξιῶν Του, «ὡς Βασίλισσα τοῦ παντός, περιβεβλημένη ἀθανασίας αἴγλην» (Μεγαλυνάριο).

Τελικά, τὸ μεγάλο παράδοξο δὲν εἶναι πῶς ἡ Παναγία μας κατάφερε νὰ νικήσῃ «τῆς φύσεως τοὺς ὅρους» ἀλλὰ πῶς ὁ ὑμνογράφος κατορθώνει, μὲ τὶς πεπερασμένες του δυνάμεις, νὰ ἐξυμνήσῃ τὸ μεγαλεῖο τῆς «ὑψηλοτέρας τῶν οὐρανῶν, ἐνδοξοτέρας τῶν Χερουβίμ καὶ πάσης κτίσεως τιμιωτέρας.»

«Ποῖα πνευματικὰ ἄσματα νῦν προσάξωμέν σοι, Παναγία; τῇ γὰρ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει ἅπαντα τὸν κόσμον ἠγίασας.», ἀναφωνοῦμε καὶ ἐμεῖς, μαζὶ μὲ τὸν ὑμνογράφο, καὶ παρακαλοῦμε, μὲ τὴν σειρά μας, τὴν «ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα», Ἐκείνην ποὺ ὁ θάνατός της ἔγινε τὸ «διαβατήριο ζωῆς τῆς ἀϊδίου καὶ κρείττονος» νὰ μεσιτεύῃ πάντοτε στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας νὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ ἐμᾶς τὸ διαβατήριο τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀμήν! Γένοιτο!

 

σημ.: Τὰ ὑμνογραφικὰ χωρία ἔχουν ὡς πηγὴ ἀναφορᾶς τὸ Μηναῖον Αὐγούστου, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2009.