Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Ἀλήθεια, πόση θλίψη, ὀδύνη καὶ σπαραγμὸ νὰ ἔκρυβε μέσα της ἡ καρδιὰ τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 38 ὁλόκληρα ἔτη παρέμενε καθηλωμένος καὶ ἀνήμπορος στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου! Ἀλλὰ καὶ πόση ἐλπίδα καὶ ὑπομονὴ νὰ ἔκρυβε μέσα της αὐτὴ ἡ πονεμένη καρδιά, ὥστε νὰ ἀναμένῃ καρτερικὰ τὴν ἑπομένη φορά, ἄγνωστο πότε, ποὺ θὰ κατέβαινε καὶ πάλι ὁ Ἄγγελος νὰ ἁγιάσῃ τὸ ὕδωρ, γιὰ νὰ εἰσέλθῃ στὴν κολυμβήθρα καὶ νὰ βρῆ τὴν θεραπεία του!
Σκεφθῆτε, μάλιστα, τὴν ἀπογοήτευσή του, ὅταν διαπίστωνε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶχαν ἕναν ἄνθρωπο νὰ τοὺς βοηθήσῃ, ἐνῶ ἐκεῖνος στεκόταν μόνος καὶ παρατημένος! Ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ παραλύτου ἦταν σίγουρα πιὸ σκληρὰ καὶ ἀπὸ τὴν χρόνια καὶ ἀνίατη ἀσθένειά του!
Κι ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ ἐλπίζῃ καὶ νὰ περιμένῃ τὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ Ἐκεῖνος δὲν τὸν λησμόνησε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀφουγκραζόταν τὸν πόνο τῆς κάθε πονεμένης ψυχῆς καὶ τὴν σπλαγχνιζόταν, Ἐκεῖνος ποὺ θεράπευε «πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν», κάθε σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀσθένεια, «γνοὺς ὅτι ὁ παράλυτος πολὺν ἤδη χρόνον εἶχε», πρόφθασε καὶ ἦρθε τὴν κατάλληλη στιγμή, πρὶν νὰ σβήση ἐντελῶς ἡ ἐλπίδα του.
Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τόσων ἀσθενῶν σὲ κεῖνον ἔσπευσε ὁ Κύριος, στὸν ταλαίπωρο παράλυτο, διότι ἤξερε ὅτι ἐκεῖνος περίμενε καὶ ἀποζητοῦσε «ἄνθρωπον». Ἐξ ἄλλου, ὅταν ὁ Κύριος -λὲς καὶ δὲν γνώριζε τὴν ἀπάντηση, ὡς παντογνώστης- τὸν ῥώτησε ἐὰν ἤθελε «ὑγιὴς γενέσθαι», ὁ παράλυτος δὲν τοῦ ἀπήντησε εὐθέως ἀλλὰ τοῦ ἐξέφρασε τὸ παράπονό του: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…», γιὰ νὰ λάβῃ τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν εὔσπλαγχνο Κύριο: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» (Δοξαστικό τῶν Στίχων, εἰς τὴν Λιτήν).
Ὄχι, δὲν μαλώνει ὁ Κύριος τὸν παράλυτο. Τοῦ ὑπενθυμίζει ἁπλῶς ὅτι γιὰ χάρη δική του, ὅπως καὶ γιὰ τὸν κάθε ἀσθενῆ καὶ πονεμένο, γιὰ τὸν κάθε κουρασμένο καὶ ἀπογοητευμένο, Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνῃ καὶ πάλι ἄνω στημένος, ἀναστημένος καὶ ζωοποιημένος, ἀληθινὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος.
Ἑπομένως, ἐὰν ὁ παράλυτος, ὁ πλέον πονεμένος καὶ καταπονημένος, ψυχικὰ καὶ σωματικά, ἀσθενής, ἐκεῖνος ποὺ τὰ χαλαρωμένα, βαριὰ ἢ καὶ ἀτροφικά του μέλη δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ κινηθῆ κἄν, βρῆκε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητοῦσε, γιὰ νὰ τὸν κινητοποιήσῃ καὶ ἔτσι νὰ τὸν θεραπεύσῃ, ποιός μπορεῖ πλέον νὰ πῆ ὅτι δὲν ἔχει ἄνθρωπο; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς Λόγος, ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ», γιὰ νὰ ἀναστήσῃ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἀνορθώσῃ ὁριστικὰ καὶ νὰ τὸν ἐγκαταστήσῃ καὶ πάλι στὸν Παράδεισο τῆς Βασιλείας Του, ὅπου ἦταν ἡ ἀρχική του θέση!
«Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» Διαχρονικὸς ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἀπευθύνεται μόνον στὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδᾶ ἀλλὰ καὶ στὸν καθ’ ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς σημερινοὺς «παραλύτους», γιὰ νὰ μᾶς ἀνακινήσῃ, ὅπως ὁ Ἄγγελος τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, γιὰ νὰ μᾶς ταρακουνήσῃ, λέγε καλύτερα, ὥστε νὰ πάψωμε πλέον νὰ περιμένωμε μοιρολατρικὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο νὰ μᾶς βοηθήσῃ, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὑπάρχει δίπλα μας ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ περιμένῃ εὐγενικὰ νὰ τοῦ ζητήσωμε τὴν βοήθειά Του.
Ὁ Σωτήρας Κύριός μας ὡς πρὸς αὐτὸ διαφέρει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς αὐτόκλητους καὶ πολλὰ ὑποσχόμενους σωτῆρες, στὸ ὅτι προσφέρεται νὰ μᾶς σώσῃ ἀλλὰ ὄχι χωρὶς τὴν δική μας συγκατάθεση. Δὲν ἐκβιάζει τὸ θέλημά μας. Περιμένει ὑπομονετικὰ νὰ τὸν καλέσωμε ἐμεῖς, διότι ὡς ψυχογνώστης ποὺ εἶναι γνωρίζει ὅτι χρειαζόμαστε βοήθεια. Σὲ μᾶς, μάλιστα, ποὺ ζητᾶμε τὴν σωματική μας θεραπεία μᾶς προσφέρει, ὡς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὡς δῶρο, ὅπως καὶ στὸν παράλυτο, καὶ τὴν ψυχικὴ ἴαση, διότι χωρὶς αὐτὴν τὸ σῶμα γρήγορα καὶ πάλι θὰ ἀσθενήσῃ.
Στὴν οὐσία δὲν περιμένει ὁ παράλυτος 38 ὁλόκληρα χρόνια, γιὰ νὰ θεραπευτῆ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς περιμένει διακριτικὰ τὸν παράλυτο ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νὰ συνειδητοποιήσῃ ὅτι δὲν χρειάζεται ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ, ἀλλὰ χρειάζεται τὸν ἄνθρωπο Χριστό, τὸν Θεάνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ στὴν μεγαλύτερη κολυμβήθρα, στὴν Ἐκκλησία Του, ὥστε νὰ βρῆ ὄχι πλέον τὴν προσωρινὴ σωματικὴ θεραπεία ἀλλὰ τὴν μόνιμη ψυχικὴ θεραπεία, τὴν σωτηρία.
Ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ παραλυμένοι, παραδομένοι καὶ παρα(ι)τημένοι, θέλομε, ἀλήθεια, νὰ βροῦμε τὴν ὑγειά μας, δηλαδὴ τὴν σωτηρία μας; Ἐὰν ναί, δὲν χρειάζεται νὰ περιμένωμε καὶ μεῖς μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ὅπως ὁ παράλυτος, στὶς κολυμβῆθρες ποὺ προσφέρουν σωματικὴ μόνον ἴαση καὶ νὰ παραμένωμε ἀδρανεῖς, ἀναμένοντες ἀνθρώπους νὰ μᾶς σώσουν, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ «ὁ Ἄνθρωπος» μπορεῖ καὶ θέλει νὰ μᾶς σώσῃ.
Ἂς ἀκολουθήσωμε, μάλιστα, τὸ παράδειγμα Του καὶ ἂς γινώμαστε καὶ μεῖς ἄνθρωποι γιὰ τοὺς πιὸ ἀδύναμους συνανθρώπους μας, ὥστε νὰ μὴν χρειαστῆ νὰ ποῦν καὶ κεῖνοι, ὅπως ὁ παράλυτος στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Παραλλήλως, βεβαίως, μὲ τὴν ἀνθρωποποίησή μας νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Σωτήρας μας Χριστός, ἔστω καὶ ἐὰν ἐμεῖς, λόγῳ τῆς πολλαπλῆς μας παραλυσίας, δὲν τὸν βλέπωμε, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν ἀντικρύζωμε ἄλλον ἄνθρωπο τριγύρω μας, Ἐκεῖνος πάντως εἶναι «πανταχοῦ παρών» καὶ ἕτοιμος νὰ «πληρώσῃ» τὴν κάθε μας ἀνάγκη. Ἐὰν τὸν ἀναζητήσωμε μὲ πίστη, Ἐκεῖνος προστρέχει σὲ βοήθειά μας.
Ἐνῶ, μάλιστα, ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ προσέφερε τὴν ἴαση σὲ ἕναν μόνον ἀσθενῆ, κάθε φορὰ ποὺ κατέβαινε καὶ ἐτάραζε τὸ ὕδωρ, ὁ Χριστός μας, «ὁ τῆς Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος», ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, ἔχει τὴν δύναμη νὰ θεραπεύσῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους διὰ τοῦ ἀναγεννητικοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, λέει ὁ Χρυσόστομος, ἀρκεῖ βεβαίως νὰ τὸ ἐπιθυμοῦν καὶ οἱ ἴδιοι.
Συνεπῶς, ἔχομε Χριστὸ Σωτῆρα καὶ μόνιμο θεραπευτὴ καὶ ἐμεῖς συνεχίζωμε νὰ ψάχνωμε γιὰ προσωρινοὺς ἰατρούς; Μᾶς προσφέρεται τὸ μεγαλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο δῶρο, ἡ σωτηρία μας, καὶ τὸ παραβλέπομε, ἐπιζητοῦντες τὸ μικρότερο καὶ ἀβεβαιότερο, τὴν προσωρινή μας θεραπεία; Ἀσφαλῶς καλὴ εἶναι καὶ αὐτή, καὶ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ ὑπάρχει, ἀλλὰ γιατὶ δὲν αἰσθανόμαστε περισσότερο εὐγνώμονες γιὰ τὴν μονιμώτερη καὶ μάλιστα «χαριστική» θεραπεία, γιὰ τὴν ὁποία δὲν χρειάζεται κἂν νὰ ξοδευτοῦμε; Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ δείξωμε ἐμπιστοσύνη στὸν θεραπευτή μας Χριστό, τοὐλάχιστον ὅση δείχνομε καὶ στοὺς προσωπικούς μας θεραπευτές.
Τί ὄμορφο θὰ ἦταν, ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ πόσο σωτήριο, κυρίως, νὰ ἀναγάγωμε τὸν Χριστὸ σὲ προσωπικό μας ἰατρὸ καὶ νὰ τὸν παρακαλέσωμε, ὅπως ὁ ὑμνογράφος: «Ὁ δυνάμει θείᾳ ποτὲ Παράλυτον λόγῳ σου, Χριστέ, συσφίγξας καὶ προστάξας αὐτῷ τὴν κλίνην ἆραι χρονίως ἀσθενοῦντι τὴν ψυχήν μου νοσοῦσαν δεινῶς ἴασαι».
Ἐὰν παραδεχθοῦμε ὅτι νοσοῦμε, καὶ μάλιστα χρονίως, ἔχομε ἤδη κάνει τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν θεραπεία μας. Τὸ δεύτερο βῆμα εἶναι νὰ ζητήσωμε βοήθεια ἀπὸ τὸν σωστὸ ἰατρό. Τὸ τρίτο, ἀφοῦ εὕρωμε τὴν θεραπεία, νὰ προσέξωμε «μηκέτι ἁμαρτάνωμεν, ἵνα μή τι χεῖρον ἡμῖν γένηται». Γιὰ νὰ μὴν ὑποτροπιάζωμε, λοιπόν, χρειάζεται νὰ μὴν λησμονοῦμε ποτὲ ὅτι εἴμαστε χρονίως νοσοῦντες καὶ ὅτι χρειαζόμαστε διαρκῶς θεραπευτικὴ ἀγωγὴ καὶ στήριξη παρὰ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καὶ δυνατοῦ, καὶ μάλιστα παντοδυνάμου, Σωτῆρα μας ἰατροῦ.
«Ὑγίωσον ἡμᾶς, Κύριε, ὡς τὸν Παράλυτον πρίν, ὡς ἄν βηματίζωμεν τὰς ὀρθούς σου τρίβους (=ὁδούς)», καὶ ἀξίωσον ἡμᾶς, ὅπως τοῖς ἄλλοις γενώμεθα, ὡς σύ, ἄνθρωποι! Γένοιτο!