Ὄλβιος τάφος

Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος

«Ὄλβιος τάφος! Ἐν ἑαυτῷ γὰρ δεξάμενος, ὡς ὑπνοῦντα, τὸν Δημιουργόν, ζωῆς θησαυρὸς θεῖος ἀναδέδεικται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων: Λυτρωτά, ὁ Θεός, εὐλογητὸς εἶ» (ζ΄ὠδή).

«Εὐτυχισμένος τάφος! Διότι, ἀφοῦ μέσα του δέχθηκε τόν Δημιουργό, σάν νά κοιμόταν, ἀποδείχθηκε αἰώνιας ζωῆς θησαυροφυλάκιο γιά τή σωτηρία τή δική μας, πού μελωδικά ψάλλουμε: Δοξασμένος εἶσαι, Θεέ καί Λυτρωτή μας».

Πράγματι! «Ὄλβιος τάφος», εὐτυχισμένος, πλούσιος, καλότυχος τάφος! Ἴσως πιό πετυχημένο καί ταυτόχρονα πιό συγκλονιστικό ὀξύμωρο σχῆμα δέν ὑπάρχει. Ἕνας τάφος τί μπορεῖ νά ἔχει πέρα ἀπό ἕνα νεκρό σῶμα σέ ἀποσύνθεση καί δυσοσμία ἤ ἀπό λίγα «ὀστᾶ γεγυμνωμένα»; Εἶναι δυνατόν ἕνας τάφος νά θεωρεῖται εὐτυχισμένος, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τό τέλος τῆς ζωῆς;

Τό παραπάνω τροπάριο εἶναι μία ἀπό τίς 33 στροφές τοῦ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τοῦ μελωδικότερου καί θεολογικότερου Κανόνα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε ὅτι, ὅταν φθάνουμε καί ψάλλουμε τούς ἱερούς ὕμνους τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, εἶναι σάν νά εἰσερχόμαστε ἀπό τόν Νάρθηκα καί τόν κυρίως Ναό στό ἱερό Βῆμα, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Τόσο σπουδαῖοι καί ἱεροί εἶναι!

Τόν περίφημο Κανόνα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τόν ἔχουν συνθέσει τρεῖς ταλαντοῦχοι ἱεροί ὑμνογράφοι: Ἡ μοναχή Κασσιανή καί οἱ ἐπίσκοποι Μᾶρκος καί Κοσμᾶς. Ἀρχίζει μέ τό «Κύματι θαλάσσης…» καί τελειώνει μέ τό «Ἀγαλλιάσθω ἡ κτίσις…». Ψάλλεται τό βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τά μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, λίγο πρίν τήν τελετή τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως.

Στό ἀσύγκριτο αὐτό μεγαλειῶδες ποίημα, διακηρύσσεται ὁ πλοῦτος τῶν εὐλογιῶν πού ἐκπηγάζουν ἀπό τόν «ἀνεῳγμένον» «ὄλβιον» τάφο τοῦ Χριστοῦ. Διατρανώνονται ἔτσι οἱ γνωστές γιά τό ἀνθρώπινο γένος σωτηριώδεις συνέπειες, γιά νά αἰτιολογηθεῖ τό τολμηρό καί θαυμάσιο ὀξύμωρο σχῆμα: «ὄλβιος τάφος». Ὄχι μόνο δέν τελειώνει ἡ ζωή σ᾽ αὐτόν τόν τάφο, ἀλλά ἀντίθετα ἀπό τόν «ὄλβιον» τάφο ἀρχίζει ἡ αἰώνια ζωή. Ἔγινε ἡ πηγή, ἡ ἀρχή μιᾶς ἀνακαινισμένης καί πλούσιας ζωῆς. Ἀναδείχθηκε ὄντως «πηγὴ ἐγέρσεως» «εἰς σωτηρίαν ἡμῶν».

Ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς, «ἡ τῶν ὅλων ζωή», καταδέχεται νά ἐνταφιασθεῖ· «τὴν ἐν τάφῳ δέχεται κατάθεσιν», ψάλλουμε. Ὁ ὀξυγράφος κάλαμος τοῦ Κοσμᾶ ὑπογραμμίζει στό ἡρωικό αὐτό καί διδακτικό ἔπος ὅτι ὁ «ὄλβιος» τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἀγωνιστικός χῶρος, ἡ παλαίστρα, ὅπου ὁ ἅδης, ὁ θάνατος, συγκρούεται μέ τόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς, τραυματίζεται θανάσιμα καί ἐκμηδενίζεται· «Τέτρωται ᾅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευρὰν καὶ σθένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος…». Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ὡς ξύλινη ρομφαία διατρυπᾶ τήν καρδιά τοῦ ἅδη. Τό τραῦμα εἶναι θανάσιμο· σέ λίγο, μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος νεκρώνεται, ὅπως ψάλλει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στόν Κανόνα τοῦ Πάσχα: «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…». Ὄλβιος, ὄντως, ὁ τάφος!

Ἀπό τήν ἀνεξάντλητη θεολογία τοῦ Κανόνα περιοριζόμαστε στόν σχολιασμό κάποιων σημείων:

Στή γ´ ὠδή, μέ τό τροπάριο «Ἥπλωσας τὰς παλάμας καὶ ἥνωσας τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα…», τονίζεται ἡ καταλλαγή, ἡ συμφιλίωση, ἡ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπων, πού ἐπιτεύχθηκε μέ τόν σταυρό τοῦ Κυρίου.

Στή δ´ ὠδή παιανίζεται ὁ ἐκμηδενισμός τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου, πού τόσο φόβιζαν τόν ἄνθρωπο, μέ τήν ταφή καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θρόνος τοῦ φοβεροῦ δυνάστη κατεδαφίζεται: «Σὺ δυναστῶν διέκοψας κράτος, Ἀγαθέ…». Ὑμνεῖται ἡ γέννηση τοῦ νέου κόσμου, «παράγεις γὰρ τὰ σύμπαντα καὶ καινοποιεῖς». Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου καί ἡ ἀφθαρτοποίηση τοῦ φθαρτοῦ ἀποτελεῖ τή διήκουσα ἔννοια ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἀριστοτεχνήματος. Τέλος, διακηρύσσεται ἡ θεϊκή συγκατάβαση καί ταπείνωση: «Ἡ ἐν σταυρῷ θεία κένωσις» κορυφώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό καί κατήργησε τή δύναμη τῶν δαιμόνων πού δυνάστευαν τόν ἄνθρωπο. Οἱ στίχοι αὐτοί φλογίζονται ἀπό τήν ἀναμονή καί τά ὁράματα αἰώνων. Ἡ πνοή τοῦ προφήτη Ἀββακούμ σμίγει μέ τήν καταπληκτική ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν του, πού χαράσσει τό πύρινο κοντύλι τοῦ Εὐαγγγελιστῆ.

Στήν ε´ ὠδή ψάλλουμε: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις…». Πράγματι, διαλαλεῖται πανηγυρικά σέ ὅλες σχεδόν τίς στροφές τοῦ Κανόνα ἡ ἀπελευθέρωση τῶν «ἀπ᾽ αἰῶνος δεσμίων», μιά ἀλήθεια πού δίνει ἐλπίδα καί χαρά σέ ὅλες τίς γενεές τῶν πιστῶν.

Στήν ἴδια αὐτή ὠδή μελωδοῦμε: «ἡ γὰρ σάρξ σου διαφθορὰν οὐκ εἶδε, Δέσποτα, οὐδὲ ἡ ψυχή σου εἰς ᾅδου ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα του ἦταν πραγματικός, ὅπως γίνεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού πεθαίνει. Ἡ ἀποσύνθεση ὅμως δέν ξεκίνησε ποτέ στό νεκρό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἐκεῖ, στόν τάφο παροῦσα, ἑνωμένη ἀχώριστα μέ τό σῶμα, ἦταν ἡ θεότητα, ὅπως καί μέ τήν ψυχή του, πού δέν ἐγκαταλείφθηκε μόνη στόν ἅδη. Ἡ θεότητα ὡς συνεκτική δύναμη, γράφει ὁ Κοσμᾶς, ἀποτρέπει τήν ἀποσύνθεση καί εἶναι ἡ ζωηφόρος ἀρχή πού ἀνασταίνει τό νεκρό σῶμα.

Στή θ´ ὠδή ὁ μελωδός τοποθετεῖ στό στόμα τοῦ Κυρίου τά λόγια: «τὸν Ἀδὰμ σὺν τῇ Εὔᾳ λυτροῦμαι παγγενῆ καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξαναστήσομαι». Ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ Κανόνα ἀποτελεῖ τόν ἐπίλογο τοῦ μεγάλου ἔπους, ὅπου προαναγγέλλεται ἀπό τά ἴδια θεανθρώπινα χείλη ἡ ἀνάστασή του καί ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἔτσι, ὁ Κανόνας κλείνει μέ τή θριαμβευτική διαβεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ πόνος στήν πίστη μας δέν ἔχει θέση ἤ καλύτερα εἶναι δρόμος καί μέσο γιά τή σωτηρία. Στούς σημερινούς χαλεπούς καιρούς ἡ μαθητεία στόν Σταυρό καί στήν Ἀνάσταση εἶναι πρωταρχικό χρέος. Ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε εἶναι μολυσμένος ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους. Ὁ αἰώνας μας κι ὁ πολιτισμός μας δέν περπατάει πιά, παραστράτησε! Γιά ἕνα διάστημα ἦταν γλυκός ὁ δρόμος τῆς ἄρνησης καί ἐκπληκτικά κολακευτικός γιά τή χαύνη μισαλλοδοξία μας. «Ἐκστρατεύσαμε» ἐξομολογεῖται μετανιωμένος ἕνας λογοτέχνης«γιά νά ξανασταυρώσουμε τόν Χριστό στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων». Καί τό ἀποτέλεσμα τό βιώνουμε ὅλοι μας. Μετά ἀπό δύο καταστρεπτικούς πολέμους ἀφηνιασμένη ἡ ἀνθρωπότητα ἀντιμετωπίζει τό φάντασμα μιᾶς νέας καταστροφῆς. Μακάριοι ὅσοι ἀρνήθηκαν τή μάταιη ὑστερία τῆς ἐποχῆς μας καί σπεύδουν νά ἀναπέμψουν ἐκ βαθέων τόν νικητήριο παιάνα στόν Κύριο: «Οὐκ ἔστιν ἅγιος, πλήν σου, Κύριε φιλάνθρωπε» (γ´ ὠδή).

πηγή