ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ*

 

«Οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη

τὸ ὅλον φύραμα ζυμοί;».

(Α΄ Κορ. Ε΄, 6)

 


Ἡ  οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση ποὺ ἔ­χει ξε­σπά­σει ἐ­δῶ καὶ δύ­ο σχε­δὸν χρό­νια καὶ κο­ρυ­φώ­θη­κε τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ τὶς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τῶν ἐ­πι­κε­φα­λῆς χρη­μα­το­πι­στω­τι­κῶν ἱ­δρυ­μά­των καὶ Τρα­πε­ζῶν κύ­ρια στὶς ΗΠΑ καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες χῶ­ρες τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ ἁ­πλώ­θη­κε σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ βά­ρους ποὺ ἔ­χουν στὴν παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μί­α οἱ χῶ­ρες αὐ­τές. Δύ­ο εἶ­ναι οἱ κύ­ρι­ες αἰ­τί­ες τῆς κρί­σης αὐ­τῆς: Ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ ἡ ἀ­χα­λί­νω­τη ἀ­πλη­στί­α αὐ­τῶν ποὺ προ­κά­λε­σαν τὴν κρί­ση γιὰ ἐ­πι­δί­ω­ξη με­γά­λων κερ­δῶν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὶς με­θό­δους ποὺ χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν καὶ τοὺς κιν­δύ­νους ποὺ ἔ­κρυ­βαν καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ ἀ­νε­πάρ­κεια ἢ ἡ παν­τε­λὴς ἔλ­λει­ψη ἐ­λέγ­χων ἀ­πὸ ἁρ­μό­δι­ες κρα­τι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες.

Οἱ κοι­νω­νι­κὲς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὲς ἐ­πι­πτώ­σεις τῆς παγ­κό­σμιας αὐ­τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης εἶ­ναι ἄ­νι­σες τό­σο ἀ­νά­με­σα στὰ κρά­τη ὅ­σο καὶ ἀ­νά­με­σα στὶς κοι­νω­νι­κὲς τά­ξεις σὲ κά­θε κρά­τος. Αὐ­τοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πο­φέ­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶ­ναι οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ ἀ­δύ­να­τοι, εἴ­τε πρό­κει­ται γιὰ κρά­τη εἴ­τε γιὰ ἐ­πι­χει­ρή­σεις, οἰ­κο­γέ­νει­ες καὶ ἄ­το­μα, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ ὑ­πάρ­χου­σες με­γά­λες ἀ­νι­σό­τη­τες νὰ δι­ευ­ρύ­νον­ται καὶ ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­σή τους ἀ­πὸ τοὺς ἰ­σχυ­ροὺς νὰ αὐ­ξά­νε­ται.

Τὰ με­γά­λα προ­βλή­μα­τα ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα πρὶν ἀ­πὸ τὴν κρί­ση, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­νερ­γί­α, ἡ φτώ­χεια, ἡ πεί­να, ἡ ἀρ­ρώ­στια, ἡ προ­σφυ­γιά, ἡ κα­τα­στρο­φὴ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος κ.λ.π. ἔ­χουν ἐ­πι­δει­νω­θεῖ ἐ­ξαι­τί­ας της. Οἱ κυ­βερ­νή­σεις πολ­λῶν κρα­τῶν, πολ­λὲς ἐ­πι­χει­ρή­σεις καὶ πολ­λὰ νοι­κο­κυ­ριὰ δυ­σκο­λεύ­ον­ται νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τὰ προ­βλή­μα­τα αὐ­τὰ λό­γῳ τῆς παγ­κο­σμι­ό­τη­τας τῆς κρί­σης καὶ τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας ἐ­λέγ­χου τῶν αἰ­τί­ων ποὺ τὴν προ­κά­λε­σαν.

Καὶ οἱ Δι­ε­θνεῖς, ὅ­μως, ὀρ­γα­νι­σμοὶ δὲν ἔ­χουν τὶς δυ­να­τό­τη­τες καὶ τὰ μέ­σα ποὺ χρει­ά­ζον­ται γιὰ νὰ ἁ­πα­λύ­νουν καί, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο, νὰ ἐ­πι­λύ­σουν τὰ προ­βλή­μα­τα αὐ­τά, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ παγ­κό­σμια ἀλ­λη­λεγ­γύ­η δὲν βρί­σκε­ται στὸ ἐ­πί­πε­δο ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται γιὰ τὴν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­σή τους. Ὁ­ρι­σμέ­να κρά­τη ποὺ ἔ­χουν τὰ μέ­σα καὶ ἀ­να­πτυγ­μέ­νο τὸ αἴ­σθη­μα τῆς δι­ε­θνοῦς ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης προ­σφέ­ρουν βο­ή­θεια σὲ φτω­χὰ κρά­τη ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν με­γά­λα προ­βλή­μα­τα. Ἡ βο­ή­θεια, ὅ­μως, ποὺ προ­σφέ­ρουν κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ ἐ­παρ­κής εἶ­ναι γιὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σή τους. Τὰ με­γά­λα κρά­τη, δυ­στυ­χῶς, δὲν πα­ρέ­χουν τὴν βο­ή­θεια ποὺ τοὺς ἐ­πι­τρέ­πουν οἱ πό­ροι ποὺ δι­α­θέ­τουν.

Οἱ Χρι­στια­νοὶ σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, μὲ βά­ση τὶς ἀρ­χὲς τῆς πί­στης τους, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ βο­η­θή­σουν στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν προ­βλη­μά­των τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης ἂν ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νοι. Δυ­στυ­χῶς αὐ­τὸ δὲν συμ­βαί­νει.

Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὁ­ρι­σμέ­νες με­μο­νω­μέ­νες πρω­το­βου­λί­ες καὶ προ­σπά­θει­ες γί­νον­ται ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­μέ­ρους Ἐκ­κλη­σί­ες. Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τές, μὲ παγ­κό­σμια ἐμ­βέ­λεια, εἶ­ναι ἡ πρω­το­βου­λί­α καὶ οἱ συ­νε­χεῖς προ­σπά­θει­ες ποὺ κα­τα­βά­λει ὁ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τριά­ρχης γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος. Ἡ πρω­το­βου­λί­α αὐ­τὴ ἐ­νι­σχύ­ει ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι μά­χον­ται γιὰ τὴν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ζω­τι­κοῦ αὐ­τοῦ προ­βλή­μα­τος γιὰ τὴν ἐ­πι­βί­ω­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Δυ­στυ­χῶς, ὅ­μως, τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα τῶν ἐ­πι­μέ­ρους –καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν με­γά­λων καὶ ἰ­σχυ­ρῶν Κρα­τῶν– πα­ρεμ­πο­δί­ζουν στὸ νὰ ὑ­πάρ­ξει οὐ­σι­α­στι­κὴ πρό­ο­δος στὸ θέ­μα αὐ­τό.

 

 

Τό παράδειγμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη θά ἦ­ταν εὐχῆς ἔρ­γο νὰ τὸ μι­μη­θοῦν καὶ ὅλες οἱ Ὀρ­θό­δο­ξες καὶ οἱ ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες καὶ νὰ προ­σπα­θή­σουν νὰ ἐν­στα­λά­ξουν στὶς πο­λι­τι­κὲς ἡ­γε­σί­ες καὶ σὲ ὅ­σους λαμ­βά­νουν ἀ­πο­φά­σεις γιὰ τὶς τύ­χες τῶν λα­ῶν κα­θὼς καὶ στοὺς ἁ­πλοὺς πο­λί­τες τὶς ἀρ­χὲς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ μὲ πρώ­τη τὴν μὲ κά­θε τρό­πο ἔμ­πρα­κτη ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον, τὴν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, τὸ σε­βα­σμὸ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ τὴν κα­τα­νό­η­ση τοῦ συ­ναν­θρώ­που μας, τὴν κοι­νω­νι­κὴ δι­και­ο­σύ­νη καὶ τὴν ἰ­σό­τη­τα, ὥ­στε οἱ ἀρ­χὲς αὐ­τὲς νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν τὶς κα­τευ­θυν­τή­ρι­ες γραμ­μὲς τῶν προ­γραμ­μά­των ποὺ κα­ταρ­τί­ζον­ται καὶ ὅ­λων τῶν προ­σπα­θει­ῶν κα­τα­βάλ­λον­ται γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν συ­νε­πει­ῶν τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης.

Ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῆς Δι­ε­θνοῦς Κοι­νό­τη­τας νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει συλ­λο­γι­κὰ τὴν παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση, τὸ βά­ρος γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν ἐ­πι­πτώ­σε­ών της πέ­φτει στοὺς ὤ­μους τῶν κυ­βερ­νή­σε­ων τῶν ἐ­πι­μέ­ρους Κρα­τῶν καὶ ἡ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα τῶν πα­ρεμ­βά­σε­ών τους ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ ἀ­πὸ τὸ μέ­γε­θος τῶν προ­βλη­μά­των τους καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τῶν μέ­σων ποὺ δι­α­θέ­τουν γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­σή τους.

Ὁ ρό­λος ποὺ μπο­ροῦν νὰ παί­ξουν οἱ Χρι­στια­νοὶ γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν προ­βλη­μά­των ποὺ ἔ­χουν ἐ­πι­δει­νω­θεῖ ἐ­ξαι­τί­ας τῆς κρί­σης γιὰ τὴ χώ­ρα στὴν ὁ­ποί­α ζοῦν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό: (α) Τὸν ἀ­ριθ­μό τους,  ἂν δη­λα­δή, ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς εἶ­ναι ἡ κύ­ρια θρη­σκεί­α τῆς χώ­ρας, (β) τὸ πό­σοι ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στια­νοὺς βι­ώ­νουν τὶς ἀρ­χὲς τῆς πί­στης τους καὶ (γ) τὸ ἂν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι κα­λὰ ὀρ­γα­νω­μέ­νη καὶ πα­ρεμ­βαί­νει ἐ­νερ­γὰ στὰ κοι­νω­νι­κά, οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ ἄλ­λα προ­βλή­μα­τα τῆς χώ­ρας.

Δὲν ἔ­χω ἐ­πο­πτεί­α γιὰ τὸ τί κά­νουν οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες σὲ ὅ­λα τὰ Κρά­τη τοῦ κό­σμου καὶ οἱ γνώ­σεις μου γιὰ τὸ τί συμ­βαί­νει στὴ χώ­ρα μας εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες. Δὲν μπο­ρῶ, κα­τὰ συ­νέ­πεια, νὰ κρί­νω καὶ νὰ ἀ­πο­τι­μή­σω τὴ συμ­βο­λὴ τῶν Χρι­στια­νῶν στὰ προ­βλή­μα­τα τῶν χω­ρῶν τους. Ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ θὰ πε­ρι­ο­ρι­στῶ στοὺς Χρι­στια­νοὺς τῆς χώ­ρας μας καὶ μὲ βά­ση τὰ ὅ­σα γνω­ρί­ζω γι᾿ αὐ­τούς.

Πρῶ­τα ἀ­π᾿ ὅ­λα θὰ πρέ­πει νὰ δοῦ­με ποι­ὰ εἶ­ναι σή­με­ρα ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στὴ χώ­ρα μας ἀ­πὸ ἄ­πο­ψη σύν­θε­σης τοῦ πλη­θυ­σμοῦ της. Πρὶν ἀ­πὸ 30 πε­ρί­που χρό­νια ὁ πλη­θυ­σμὸς τῆς Ἑλ­λά­δας ἦ­ταν πο­λὺ ὁ­μοι­ο­γε­νής. Ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­νό­τη­τά του ἦ­ταν Χρι­στια­νοὶ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ἐ­λά­χι­στοι ἀ­νῆ­καν σὲ ἄλ­λα δόγ­μα­τα καὶ οἱ μου­σουλ­μά­νοι ἀν­τι­προ­σώ­πευ­αν ἕ­να πο­λὺ μι­κρὸ πο­σο­στό του. Σή­με­ρα ζοῦν στὴ χώ­ρα μας πολ­λὲς ἑ­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες με­τα­να­στῶν, τὸ πο­σο­στὸ ποὺ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν στὸν πλη­θυ­σμὸ τῆς χώ­ρας εἶ­ναι γύ­ρω στὸ 10%  καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι εἶ­ναι μου­σουλ­μά­νοι.

Τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ τί­θεν­ται, ἑ­πο­μέ­νως, εἶ­ναι πό­σοι ἀ­πὸ τὰ δέ­κα πε­ρί­που ἑ­κα­τομ­μύ­ρια τῶν Ἑλ­λή­νων, ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­νό­τη­τα τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι βα­φτι­σμέ­νοι Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί, εἶ­ναι ἐ­νερ­γὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὄ­χι ἂν πη­γαί­νουν τα­κτι­κὰ ἢ ἀ­ραι­ὰ στὴν Ἐκ­κλη­σία­, ἀλ­λὰ μὲ τὸ ἂν με­τέ­χουν στὴ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ καὶ ἂν πράγ­μα­τι βι­ώ­νουν τὴν πί­στη τους καὶ ἐ­φαρ­μό­ζουν στὴ ζω­ὴ τους τὶς βα­σι­κὲς ἀρ­χὲς τῆς πί­στης τους καὶ τί θὰ μπο­ροῦ­σαν αὐ­τοὶ νὰ κά­νουν γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­σης τῆς κρί­σης.

Ἡ ἀ­πάν­τη­ση στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λη, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι στὰ θέ­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦν τὴν πί­στη ἐ­λά­χι­στα μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει ἡ Στα­τι­στι­κή. Αὐ­τὰ ποὺ ἔ­χουν ση­μα­σί­α σὲ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τὴν ὅ­ποι­α πα­ρέμ­βα­ση τῶν Χρι­στια­νῶν στὰ προ­βλή­μα­τα ποὺ ἔ­χει προ­κα­λέ­σει ἡ παγ­κό­σμια οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση εἶ­ναι ἡ προ­σω­πι­κή τους ζω­ὴ καὶ ἡ πρὸς τὰ ἔ­ξω πρα­κτι­κὴ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἀρ­χῶν τῆς πί­στης τους. Μὲ βά­ση τὰ κρι­τή­ρια αὐ­τὰ μό­νο ὁ­ρι­σμέ­νες πα­ρα­τη­ρή­σεις μπο­ροῦν νὰ γί­νουν, χω­ρίς, ὅ­μως, νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν μί­α πλή­ρη ἀ­πάν­τη­ση στὰ πα­ρα­πά­νω ἐ­ρω­τή­μα­τα.

Ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ κοι­νω­νί­α ἔ­χει ἐ­πη­ρε­α­στεῖ βα­θύ­τα­τα ἀ­πὸ τὶς τά­σεις ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦν παγ­κό­σμια καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ στὴ Δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη. Κυ­ρί­αρ­χες στὶς τά­σεις αὐ­τὲς εἶ­ναι ὁ κα­τα­να­λω­τι­σμὸς καὶ ὁ ἐ­γω­κεν­τρι­σμὸς σὲ ὅ­λα τὰ κοι­νω­νι­κὰ στρώ­μα­τα. Ἐ­κτός, ὅ­μως, ἀ­πὸ αὐ­τά, πολ­λοὶ Ἕλ­λη­νες ἔ­χουν τὴν τά­ση νὰ ἀ­πο­κτή­σουν ὅ­σο γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α. Ὁ συν­δυα­σμὸς τῶν τά­σε­ων αὐ­τῶν ἔ­χει ὁ­δη­γή­σει πολλούς στὸ κυ­νή­γι τοῦ χρή­μα­τος, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ  τὴ νο­μι­μό­τη­τα ἢ ὄ­χι τῶν με­θό­δων ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιὰ τὴν ἀ­πό­κτη­σή του. Ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη, ὅ­μως, αὐ­τή, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς σο­βα­ρὲς ἐ­πι­πτώ­σεις ποὺ ἔ­χει στὸ κοι­νω­νι­κὸ σύ­νο­λο,  ἀ­φή­νει ἐ­λά­χι­στα πε­ρι­θώ­ρια χρό­νου γιὰ τὴν ἐ­να­σχό­λη­ση μὲ τὰ κοι­νὰ καὶ γιὰ τὴν προ­σφο­ρὰ στὸν ἄλ­λο. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται στὸ νὰ φρον­τί­ζουν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­νοι τὴν πα­ρα­με­λοῦν προ­κει­μέ­νου νὰ κερ­δί­σουν ὅ­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα.

 

 

 

Ὅ­λα τὰ πα­ρα­πά­νω ἔ­χουν ἐ­πη­ρε­ά­σει καὶ τὰ ἐ­νερ­γὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ βι­ο­τὴ καὶ ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ πολ­λῶν Χρι­στια­νῶν ἔρ­χε­ται, δυ­στυ­χῶς, σὲ σύγ­κρου­ση μὲ τὰ ὅ­σα ἐ­πι­τάσ­σει ἡ πί­στη τους μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ προ­κα­λοῦν τὸν σκαν­δα­λι­σμὸ τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους. Ἀ­νά­με­σα σ᾿ αὐ­τοὺς εἶ­ναι, δυ­στυ­χῶς, καὶ ὁ­ρι­σμέ­να μέ­λη τοῦ Κλή­ρου. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ αὐ­τὴ ἐ­νι­σχύ­ει τὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἐ­κεί­νων ποὺ βά­λλουν συ­στη­μα­τι­κὰ ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἂν πε­ρι­ο­ρι­στοῦ­με στοὺς Χρι­στια­νοὺς ποὺ κα­τα­βάλ­λουν συ­νει­δη­τὴ προ­σπά­θεια νὰ εἶ­ναι συ­νε­πεῖς μὲ τὴν πί­στη τους τό­σο στὴν ἰ­δι­ω­τι­κή τους ζω­ὴ ὅ­σο καὶ μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α, πα­ρα­τη­ροῦ­με ὅ­τι πο­λὺ λί­γοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ με­τά­σχουν ἐ­νερ­γὰ στὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ Τό­που ὡς μέ­λη κομ­μά­των καὶ ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ροι ὡς ὑ­πο­ψή­φιοι γιὰ ἐ­κλο­γὴ στὴ Βου­λή, στὴν Το­πι­κὴ Αὐ­το­δι­οί­κη­ση Α΄ καὶ Β΄ βαθ­μοῦ. Τὴ στά­ση τοὺς αὐ­τὴ ἐ­νι­σχύ­ει ἡ κα­τά­στα­ση ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια στὰ κόμ­μα­τα καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ προ­κλη­τι­κὴ καὶ ἀ­συ­νε­πὴς συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἡ­γε­τι­κῶν στε­λε­χῶν καὶ τῶν ἀρ­χη­γῶν τους. Μὲ τὴ μὴ ἐ­νερ­γὸ συμ­με­το­χή τους, ὅ­μως, στὰ πο­λι­τι­κὰ δρώ­με­να τοῦ Τό­που, τὰ ἐ­νερ­γὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­φή­νουν τὸ πε­δί­ο ἐ­λεύ­θε­ρο σ᾿ αὐ­τοὺς οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­χει­ρί­ζον­ται –μὲ  τρό­πο ποὺ τὰ δι­α­χει­ρί­ζον­ται– τὰ Κοι­νά.

Ἀ­νά­λο­γη, ἀλ­λὰ σὲ μι­κρό­τε­ρη ἔ­κτα­ση, εἶ­ναι ἡ στά­ση τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων ἐ­νερ­γῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σὲ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τὴ συμ­με­το­χή τους σὲ συλ­λο­γι­κοὺς φο­ρεῖς, εἴ­τε αὐ­τοὶ εἶ­ναι ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοὶ εἴ­τε κοι­νω­νι­κοί. Ἡ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση αὐ­τὴ ὀ­φεί­λε­ται στὴν κομ­μα­τι­κο­ποί­η­ση πολ­λῶν ἀ­πὸ τοὺς φο­ρεῖς αὐ­τούς, δη­λα­δὴ σὲ με­τα­τρο­πή τους σὲ ὄρ­γα­να προ­ώ­θη­σης τῶν  θέ­σε­ων τῶν κομ­μά­των. Καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση, ὅ­μως, αὐ­τὴ –ὅ­πως καὶ στὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ– τὸ πε­δί­ο ἀ­φή­νε­ται ἐ­λεύ­θε­ρο σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τὴν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση εἴ­τε τῶν προ­σω­πι­κῶν τους φι­λο­δο­ξι­ῶν εἴ­τε τῶν στό­χων τῶν κομ­μά­των τους.

Τὰ ὅ­σα προ­α­να­φέρ­θη­καν, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὸν τρό­πο ζω­ῆς καὶ τὰ πρό­τυ­πα ποὺ προ­βάλ­λουν τὰ Δι­ε­θνή καὶ Ἐθνι­κὰ μέ­σα μα­ζι­κῆς ἐ­νη­μέ­ρω­σης, καὶ τὴν ἀρ­νη­τι­κὴ ἢ ἀ­δι­ά­φο­ρη στά­ση ποὺ τη­ροῦν τὰ μέ­σα αὐ­τὰ ἀ­πέ­ναν­τι σὲ πολ­λὲς θε­τι­κὲς πρω­το­βου­λί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γε­νι­κό­τε­ρα, ἀ­πο­θαρ­ρύ­νουν τοὺς Χρι­στια­νοὺς ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νοι νὰ προ­σφέ­ρουν στὰ Κοι­νά.

Ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­πά­νω ἐ­κτι­μή­σεις –καὶ στὸ βαθ­μὸ ποὺ ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα– μπο­ρεῖ νὰ συ­να­χθεῖ τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ πε­ρι­θώ­ρια γιὰ συμ­βο­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τῶν Χρι­στια­νῶν στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν συ­νε­πει­ῶν τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης. Εἶ­ναι, ὅ­μως, ἔ­τσι τὰ πράγ­μα­τα ἢ μή­πως ὑ­πάρ­χουν καὶ κά­ποι­ες ἐ­νέρ­γει­ες καὶ πρω­το­βου­λί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς συ­νό­λου καὶ τῶν με­μο­νω­μέ­νων Χρι­στια­νῶν ποὺ μπο­ροῦν νὰ βο­η­θή­σουν, σὲ μι­κρὴ ἢ σὲ με­γα­λύ­τε­ρη κλί­μα­κα, στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν συ­νε­πει­ῶν τῆς κρί­σης ἐν­τὸς (καὶ ἂν εἶ­ναι δυ­να­τὸν καὶ ἐ­κτός) τῆς χώ­ρας;

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς σύ­νο­λο,  καὶ ἂν ἀ­κό­μα μπο­ροῦ­σε, δὲν πρέ­πει καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­κα­τα­στή­σει τὸ Κρά­τος στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν προ­βλη­μά­των τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης. Οἱ Χρι­στια­νοί, εἰ­δι­κό­τε­ρα, δὲν πρέ­πει νὰ  ἱ­δρύ­σουν χρι­στι­α­νι­κὰ κόμ­μα­τα ἢ νὰ με­τά­σχουν σὲ κόμ­μα­τα ποὺ κα­πη­λεύ­ον­ται τὸ Χρι­στι­α­νι­σμό. Τό­σο, ὅ­μως, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὡς σύ­νο­λο, ὅ­σο καὶ οἱ με­μο­νω­μέ­νοι Χρι­στια­νοὶ μπο­ροῦν νὰ βο­η­θή­σουν στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῆς κρί­σης.

Πρῶ­τα ἀ­π᾿ ὅ­λα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α σὲ κεν­τρι­κό, μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ καὶ ἐ­νο­ρια­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Τὸ κύ­ριο ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ λό­γου τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ κα­τάρ­τι­ση καὶ στή­ρι­ξη τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἂν ἐ­πι­τε­λεῖ σωστά τὸ ἔρ­γο αὐ­τό, δη­λα­δὴ ἂν περ­νᾶ τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου σω­στά,  μπο­ρεῖ νὰ ἀ­σκή­σει ση­μαν­τι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση σὲ ὅ­σους λαμ­βά­νουν ἀ­πο­φά­σεις.

Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὸ κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κό της ἔρ­γο, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α βο­η­θᾶ κα­τὰ πολ­λοὺς τρό­πους τὸν πά­σχον­τα συ­νάν­θρω­πό μας. Τὸ ἔρ­γο ποὺ ἐ­πι­τε­λεῖ­ται ποι­κί­λει ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν ἐ­νερ­γὸ ρό­λο τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων καὶ Ἱε­ρέ­ων καὶ τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν πι­στῶν στὴν ἐ­πί­λυ­ση τῶν προ­βλη­μά­των ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν οἱ το­πι­κὲς κοι­νω­νί­ες.  Τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λο ἀλ­λά, δυ­στυ­χῶς, δὲν εἶ­ναι γνω­στὸ στὸ σύ­νο­λό του. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρο ἂν ἀ­ξι­ο­ποι­οῦν­ταν ὅ­λες οἱ ὑ­πάρ­χου­σες δυ­νά­μεις. Μὲ δε­δο­μέ­νη τὴν ἐ­πι­δεί­νω­ση τῶν προ­βλη­μά­των ἐ­ξαι­τί­ας τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει νὰ ἐ­πε­κτα­θεῖ τό­σο στοὺς το­μεῖς στοὺς ὁ­ποί­ους γί­νε­ται ἤ­δη ὅ­σο καὶ σὲ ἄλ­λους ποὺ προ­κύ­πτουν ἐ­ξαι­τί­ας ἀ­κρι­βῶς τῆς κρί­σης αὐ­τῆς. Ἀ­νά­με­σα στοὺς πι­στοὺς ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ποὺ θέ­λουν καὶ μπο­ροῦν νὰ βο­η­θή­σουν. Ἡ ἀ­ξι­ο­ποί­η­σή τους ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­τὰ τό­πους Ἀρ­χι­ε­ρεῖς καὶ Ἱε­ρεῖς.

Καὶ ἐ­κτὸς Ἑλ­λά­δος, ὅ­μως, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται μὲ τὴν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λή. Σὲ ἐ­λά­χι­στους εἶ­ναι γνω­στὸ τὸ ἔρ­γο ποὺ ἐ­πι­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ τὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα αὐ­τὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σὲ πολ­λὰ κρά­τη τοῦ κό­σμου. Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ κρά­τη αὐ­τά, λό­γῳ τοῦ χα­μη­λοῦ βι­ο­τι­κοῦ τους ἐ­πι­πέ­δου, ὑ­πο­φέ­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­ξαι­τί­ας τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νὰ ἐ­νι­σχύ­σει μὲ κά­θε δυ­να­τὸ τρό­πο τὸ πνευ­μα­τι­κὸ καὶ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο τῶν Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῶν.

Ἐ­κτός, ὅ­μως, ἀ­πὸ τὶς πρω­το­βου­λί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς συ­νό­λου,  οἱ με­μο­νω­μέ­νοι Χρι­στια­νοὶ μπο­ροῦν νὰ βο­η­θή­σουν μὲ τὸ προ­σω­πι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα, δη­λα­δὴ μὲ τὸν τρό­πο ποὺ βι­ώ­νουν τὴν πί­στη τους καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται πρὸς τὰ ἔ­ξω. Αὐ­τὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ζη­τᾶ σή­με­ρα ἡ κοι­νω­νί­α εἶ­ναι τὰ ζων­τα­νὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα. Ἂν οἱ Χρι­στια­νοὶ βι­ώ­νουν πραγ­μα­τι­κὰ τὴν πί­στη τους, τό­τε μὲ τὴν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τους ἀ­πέ­ναν­τι στὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους, στοὺς φί­λους, τοὺς γνω­στοὺς καὶ στοὺς γεί­το­νές τους, μὲ τὸν λι­τὸ τρό­πο τῆς ζω­ῆς τους, χω­ρὶς προ­κλή­σεις καὶ σπα­τά­λες, μὲ σε­βα­σμὸ στὸν πε­ρι­βάλ­λον καὶ μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη πρὸς τὶς δυ­να­τό­τη­τές του ἔμ­πρα­κτη ἀλ­λη­λεγ­γύ­η στοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους, μπο­ροῦν νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν πα­ρα­δείγ­μα­τα πρὸς μί­μη­ση, δη­λα­δὴ τὴ «ζύ­μη» τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ροι Χρι­στια­νοὶ ζοῦν καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο μέ­σα στὴν κοι­νω­νί­α τό­σο ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη θὰ εἶ­ναι ἡ συμ­βο­λή τους στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν προ­βλη­μά­των ποὺ προ­κα­λεῖ αὐ­τὴ ἡ κρί­ση.

Ἐ­κτός, ὅ­μως, ἀ­πὸ τὸ προ­σω­πι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα καὶ τὴ συμ­με­το­χή τους στὶς προ­σπά­θει­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ Χρι­στια­νοὶ μπο­ροῦν νὰ βο­η­θή­σουν καὶ τὶς προ­σπά­θει­ες ποὺ κα­τα­βάλ­λουν δι­ά­φο­ροι Σύλ­λο­γοι καὶ Δι­ε­θνεῖς ἀν­θρω­πι­στι­κὲς ὀρ­γα­νώ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴν πα­ρο­χὴ βο­ή­θειας σὲ ὁ­μά­δες συ­ναν­θρώ­πων μας ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν συγ­κε­κρι­μέ­να προ­βλή­μα­τα, εἴ­τε αὐ­τὰ εἶ­ναι οἰ­κο­νο­μι­κά, εἴ­τε κοι­νω­νι­κά, ἀ­σθέ­νει­ες, ἔλ­λει­ψη ὑ­πο­δο­μῶν κ.λ.π. Ἡ βο­ή­θεια μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι εἴ­τε μὲ ἄ­με­ση μὲ προ­σω­πι­κὴ συμ­με­το­χὴ στὶς ὀρ­γα­νώ­σεις καὶ στοὺς συλ­λό­γους αὐ­τοὺς ἢ καὶ μὲ πα­ρο­χὴ οἰ­κο­νο­μι­κῆς βο­ή­θειας σ᾿ αὐ­τούς.

Ὅ­σοι δι­α­θέ­τουν χρό­νο ἢ καὶ χρή­μα­τα μπο­ροῦν οἱ ἴ­διοι νὰ ἀ­να­λά­βουν πρω­το­βου­λί­α ὀρ­γά­νω­σης μι­κρῶν ὁ­μά­δων γιὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση συγ­κε­κρι­μέ­νων προ­βλη­μά­των ποὺ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν ἄν­θρω­ποι στὴ γει­το­νιά τους ἢ στὴ γύ­ρω πε­ρι­ο­χή. Μὲ δε­δο­μέ­νη τὴν ἀ­νε­πάρ­κεια τῆς κρα­τι­κῆς φρον­τί­δας ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῶν δι­α­φό­ρων συλ­λό­γων ποὺ ὑ­πάρ­χουν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν ὅ­λα τὰ προ­βλή­μα­τα (ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γνω­στὰ πα­ρὰ μό­νο σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ βρί­σκον­ται πο­λὺ κον­τὰ σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ τὰ ἔ­χουν), οἱ πρω­το­βου­λί­ες αὐ­τὲς εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὲς καὶ ὅ­που ὑ­πάρ­χουν πα­ρέ­χουν ση­μαν­τι­κὴ βο­ή­θεια.

Τέ­λος, μὲ δε­δο­μέ­να τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέρ­θη­καν στὴν ἀρ­χὴ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ Τό­που, ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα πού πρέ­πει νὰ ἀ­παν­τη­θεῖ εἶ­ναι: Ἄν οἱ Χρι­στια­νοὶ ἐ­κεῖ­νοι πού ἀ­πο­φα­σί­ζουν νὰ ἀ­να­μει­χθοῦν ἐ­νερ­γὰ στὴν πο­λι­τι­κή, μὲ ὅ­ποι­ο τρό­πο ἐκεῖ­νοι κρί­νουν, μπο­ροῦν μέ­σα στοὺς φο­ρεῖς στοὺς ὁ­ποί­ους δρα­στη­ρι­ο­ποι­οῦν­ται, νὰ βο­η­θή­σουν στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν προ­βλη­μά­των τῆς παγ­κό­σμιας οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης;

Στὸ ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει μί­α γε­νι­κὴ ἀ­πάν­τη­ση. Πολ­λὰ ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ τὸν κα­θέ­να ποὺ αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει καὶ μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, κα­θὼς καὶ ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ ἐ­πι­λέ­ξει νὰ προ­σφέ­ρει. Τὸ ὅ­ποι­ο ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α πρό­κλη­ση καὶ ἐγ­κυ­μο­νεῖ πολ­λοὺς κιν­δύ­νους. Συ­νή­θως τὰ με­γά­λα συμ­φέ­ρον­τα ὑ­πα­γο­ρεύ­ουν τὶς θε­λή­σεις τους στοὺς πο­λι­τι­κοὺς φο­ρεῖς καὶ οἱ ὅ­ποι­ες ἀ­πό­ψεις δὲν τοὺς συμ­φέ­ρουν εἴ­τε ἀ­γνο­οῦν­ται εἴ­τε κα­τα­πνί­γον­ται, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καὶ τὴν πα­ραί­τη­ση ἐ­κεί­νων ποὺ ἔλ­πι­ζαν ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ προ­σφέ­ρουν οὐ­σι­α­στι­κά. Ἐ­λά­χι­στοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ πα­ρα­μέ­νουν μέ­χρι τέ­λους ἀρ­κού­με­νοι σὲ ἁ­πλὲς πα­ρεμ­βά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες,  σὲ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις φέ­ρουν κά­ποι­α ὁ­ρια­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.

Τε­λι­κά, ὅ­μως, ἡ συμ­βο­λὴ τῶν Χρι­στια­νῶν στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν συ­νε­πει­ῶν τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­ριθ­μό τους. Σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως ἔ­χει δεί­ξει ἡ ἐμ­πει­ρί­α αἰ­ώ­νων, τὸ ἔρ­γο ποὺ ἐ­πι­τε­λοῦν μι­κρὲς ὁ­μά­δες ἢ ἀ­κό­μα καὶ με­μο­νω­μέ­νοι Χρι­στια­νοί, μὲ τὴ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, φέ­ρει πολ­λοὺς καὶ ἀ­πρό­σμε­νους καρ­πούς. Κα­τὰ συ­νέ­πεια ὁ κά­θε Χρι­στια­νὸς μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει νὰ ἐ­ξε­τά­σει τί μπο­ρεῖ νὰ προ­σφέ­ρει καὶ πὼς μπο­ρεῖ νὰ συμ­βά­λλει στὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν προ­βλη­μά­των τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σης εἴ­τε μέ­σα στὴν Πα­τρί­δα του εἴ­τε σὲ ἄλ­λα μέ­ρη τοῦ κό­σμου, ἀ­φή­νον­τας τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα στὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ.

____________

*Ὁ Μανόλης Γ. Δρεττάκης εἶναι τέως: Ἀντιπρόεδρος

  τῆς Βουλῆς, Ὑπουργὸς καὶ Καθηγητὴς τῆς ΑΣΟΕΕ.

 

 

 

Πρώτη δημοσίευση στὸ περιοδικὸ «Σύναξη»

τεῦχος 114, Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2010.