ΟΙ ΑΓΙΟΙ, ΟΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΙ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Νι­κο­λά­ου Κα­τσι­α­βρι­ᾶ

Καθηγητῆ Φυσικῆ­ς Δ.Ε.-Διευθυντῆ­ ΕΠΑΛ Βόλου

 

Στοὺς και­ροὺς ἀ­πα­ξί­ας καὶ συγ­χύ­σε­ως ποὺ ζοῦ­με ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα στὰ τέ­λη στοῦ Σε­πτέμ­βρη (2010) μοῦ ἔ­μει­νε λί­γος χρό­νος ἐ­λεύ­θε­ρος. Ἀ­να­ζή­τη­σα κά­τι νὰ δι­α­βά­σω. Μὲ τί ν᾿ ἀ­σχο­λη­θεῖς σὲ αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­βάλ­λον τῆς ψευ­τιᾶς; Ἐ­πέ­λε­ξα τὸ βι­βλί­ο τῆς Εὐ­θυ­μί­ας Μο­να­χῆς «Τῶν Πα­νελ­λή­νων ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς» (ἔκδ. Ι. Μ. Ἁγ. Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ Με­γα­δέν­δρου, Ἀ­θῆ­ναι 2009). Αὐ­τὸς ἦ­ταν εἰ­λι­κρι­νής, εἶ­πα μέ­σα μου, καὶ θυ­σι­ά­στη­κε γιὰ ἐ­μᾶς.

Στὴν σε­λί­δα 140 βρῆ­κα τὰ ἑ­ξῆς:

Τὸν Ἰ­ού­νιο τοῦ 1777 βρέ­θη­κε ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς στὴν ἑνε­το­κρα­τού­με­νη Κε­φαλ­λο­νιά. Ἐ­κεῖ μί­λη­σε στὸν κό­σμο καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ κη­ρύγ­μα­τός του πε­ρι­γρά­φον­ται στὸ ἀ­κό­λου­θο ἀ­πό­σπα­σμα:


«Ἡ αὐ­στη­ρό­της τοῦ ἤ­θους, ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ ἁ­πλό­της τῷν λό­γων καὶ ἡ
δύ­να­μις τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των του ἐ­πέ­φε­ραν τοια­ύτην με­τα­βο­λὴν ἠ­θῶν, ὥ­στε πο­λέ­μιαι οἰ­κο­γέ­νειαι ἐ­φαί­νον­ται συμ­βι­οῦ­σαι ἀ­δελ­φι­κῶς, ἀ­σπα­ζό­με­ναι ἀλ­λή­λας καὶ αἰ­τού­με­ναι ἀ­μοι­βαί­ως συγ­χώ­ρη­σιν. Ἄν­θρω­ποι δι­α­πρά­ξαν­τες βα­ρέ­α ἐγ­κλή­μα­τα ἐ­φαί­νον­ται κλαί­ον­τες πι­κρῶς τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά των καὶ παν­τα­χό­θεν προ­σερ­χό­με­νοι εἰς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σιν. Γά­μοι δι­α­λε­λυ­μέ­νοι ἀ­πὸ πολ­λῶν ἐ­τῶν πά­λιν ἀ­πε­κα­θί­σταν­το. Πόρ­ναι ἐγ­κα­τέ­λι­πον τὸ αἰ­σχρὸν αὐ­τῶν ἔρ­γον καὶ ἐ­πέ­στρε­φον πλή­ρεις με­τα­νοί­ας. Δε­σποι­νί­δες πλού­σιαι καὶ κα­λαὶ (ὡ­ραῖ­ες) τὰ πο­λύ­τι­μα αὐ­τῶν κο­σμή­μα­τα ἐ­δω­ροῦν­το τοῖς πτω­χοῖς ἦ­τα τοῖς να­οῖς. Δί­και κα­τέ­παυ­σαν. Κλο­πι­μαῖ­α ἐ­πε­στρά­φη­σαν. Ὕ­βρεις συ­νε­χω­ρή­θη­σαν»[1].

Τὸ ἴ­διο γι­νό­ταν ὅ­που καὶ ἂν δί­δα­σκε ὁ Ἅγιος. Πα­ρό­μοι­ες δι­η­γή­σεις ἔ­χου­με καὶ ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Πα­που­λά­κου ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ ὅ­λους τούς Ἁγί­ους.
Ὁ Μά­ξι­μος ὁ Γραι­κὸς (1480-1556) πα­ραι­νεῖ τὸν Με­γά­λο Ἡ­γε­μό­να

τῆς Μό­χας
Βα­σί­λει­ο Ἰ­βά­νο­βιτς ὡς ἑ­ξῆς: «Νὰ θε­ω­ρεῖς ἀ­λη­θι­νὸ αὐ­το­κρά­το­ρα, ὢ εὐ­σε­βέ­στα­τε βα­σι­λέ­α, αὐ­τὸν ποὺ κυ­βερ­νᾶ τοὺς ὑ­πη­κό­ους του κα­τὰ τὴν ἀ­λή­θεια καὶ τὸ νό­μο, ἐ­νῶ τὰ ἄ­λο­γα πά­θη τῆς ψυ­χῆς του προ­σπα­θεῖ νὰ τὰ κα­τα­λα­γιά­σει μέ­σα του. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως νι­κι­έ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι ἔμ­ψυ­χη εἰ­κό­να τοῦ οὐ­ρά­νιου Κυ­ρί­ου, ἀλ­λὰ ἀν­θρω­πό­μορ­φο ὁ­μοί­ω­μα τῆς ἄλ­λο­γης φύ­σης»[2]. Ἀ­κού­γον­ται τέ­τοι­α σή­με­ρα;

Ἐδῶ, λοιπόν, διερωτᾶται κανείς:

 

Πῶς ἕ­νας φτω­χὸς καὶ τα­πει­νὸς κα­λό­γε­ρος ἔ­πει­σε τοὺς ἐ­ξα­θλι­ω­μέ­νους καὶ ἀ­γράμ­μα­τους ρα­γιά­δες νὰ ἔ­χουν τέ­τοι­α ἀλ­λα­γὴ στὴν ζω­ή τους; Πῶς τοὺς δί­δα­ξε νὰ τρέ­φον­ται μὲ τὸν κό­πο τους καὶ μὲ αὐ­τὸν νὰ φτιά­χνουν Σχο­λεῖ­α καὶ νὰ νοι­ά­ζον­ται τὸν πλη­σί­ον; Πῶς ἄν­θρω­ποι κα­τὰ κό­σμο ἀ­δύ­να­τοι καὶ πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι ὁ­δή­γη­σαν τὸ Ἔ­θνος ὁ­λό­κλη­ρο στὴν προ­κο­πή, ὑ­πὸ ἄ­κρως ἀν­τί­ξο­ες συν­θῆ­κες;

Καὶ πῶς ἕ­να τα­λαί­πω­ρο ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος, ποὺ κον­τεύ­ει ἀ­νε­ξάρ­τη­το 200 χρό­νια δὲν μπο­ρεῖ νὰ νοι­κο­κυ­ρευ­τεῖ, νὰ δι­δά­ξει τοὺς πο­λί­τες του νὰ τὸ σέ­βον­ται καὶ νὰ πλη­ρώ­νουν τοὺς φό­ρους τους;

 

Ἐ­δῶ κά­νου­με συ­νέ­χεια προ­γράμ­μα­τα γιὰ κρά­τος καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο κρά­τος καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀρ­γα­νω­μέ­να συ­στή­μα­τα καὶ ἐ­λέγ­χους καὶ νο­μο­θε­τι­κὲς ρυθ­μί­σεις καὶ πᾶ­με ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ στὸ χει­ρό­τε­ρο καὶ προ­κο­πὴ δὲν βλέ­που­με.

Ὁ Μέ­γας Κων­σταν­τῖ­νος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ πο­ρεί­α πρὸς τὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη δὲν ἦ­ταν ἁ­πλὴ οὔ­τε εὔ­κο­λη, ὡς Αὐ­το­κρά­το­ρας λα­τρευ­ό­ταν ὡς Θε­ός!!! Εἶ­χε ὅ­μως μά­τια καὶ εἶ­δε ὅ­τι οἱ Ἅγιοι ἦ­ταν πα­ρά­γον­τας πο­λι­τι­σμοῦ, εὐ­στά­θειας καὶ προ­κο­πῆς γιὰ τὸ κρά­τος του. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ, πα­ρὰ τὴν ἀν­τί­θε­ση τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν, ἐ­πέ­τρε­ψε στοὺς Χρι­στια­νοὺς –αὐ­τοὺς δη­λα­δή, ποὺ θυ­σι­ά­ζον­ταν γιὰ τὶς ἀ­ξί­ες τους καὶ γιὰ τὸ κα­λὸ τῶν ἄλ­λων– νὰ κα­τα­λαμ­βά­νουν κρα­τι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ἔ­δω­σε στὴν Ρω­μαί­ϊ­κη Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ποὺ σά­πι­ζε καὶ πα­ρέ­λυ­ε, νέ­α πνο­ὴ ὥ­στε πο­λι­τι­κῶς ἄν­τε­ξε ἄλ­λα 1.200 χρό­νια καὶ πο­λι­τι­σμι­κῶς εἶ­ναι ἀ­κό­μα ζων­τα­νὴ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ, ὡς πα­ρά­δο­ση τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης, τὴν ἐλ­πί­δα τοῦ κό­σμου.

Αὐ­τός, ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση δη­λα­δὴ τῆς εὐ­ερ­γε­τι­κῆς πα­ρου­σί­ας τῶν Ἁγί­ων, στὴν πο­λι­τεί­α ἦ­ταν ὁ λό­γος γιὰ τὸ ὅ­τι ἔ­δω­σε στή­ρι­ξη στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ με­ρί­μνη­σε, ὥ­στε στὶς θέ­σεις τῶν Ἐπι­σκό­πων νὰ βρί­σκον­ται Ἅγιοι. Σή­με­ρα κά­νου­με ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το: Ἀρ­νού­μα­στε τὸν Χρι­στό, χλευ­ά­ζου­με τὴν πί­στη, προ­ω­θοῦ­με σὲ ἀ­ξι­ώ­μα­τα ἀ­νέν­τι­μους καὶ πρό­θυ­μους νὰ θυ­σιά­σουν τοὺς ἄλ­λους γιὰ τὴν κα­λο­πέ­ρα­σή τους.

Καιρός ἐπιστροφῆς, καιρός μετανοίας.

 


1. Εἶ­ναι παρ­μέ­νο ἀ­πό Κ. Λο­βέρ­δου, Ἱστο­ρί­α Κε­φαλ­λη­νί­ας, Μετάφ. Γρα­τσιά­του, Κε­φαλ­λη­νί­α 1888. 

2. Ἱε­ρομ. Χα­ρά­λαμ­πος, Μά­ξι­μος ὁ Γραι­κός – ὁ ἁγι­ο­ρεί­της ἀ­πό­στο­λος τοῦ Βορ­ρᾶ, ἔκδ. Μα­ΐ­στρος, Ἀ­θή­να 2009, σ. 62.