Μπορείς να κρύψεις το πρόσωπο ενός παιδιού από την τεχνητή νοημοσύνη;

Από την Kashmir Hill

New York Times, 14 Οκτωβρίου 2023

 

Οι γονείς ανησυχούν εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες για το τι πρέπει να μοιράζονται online σχετικά με τα παιδιά τους και τι όχι. Πανίσχυρες νέες τεχνολογίες παρουσιάζουν έναν πιο επιτακτικό κίνδυνο.

Υπάρχουν δύο ξεχωριστές ομάδες γονέων στο TikTok: εκείνοι που θα σπάσουν αυγά πάνω στο κεφάλι των παιδιών τους για να πάρουν likes και εκείνοι που προσπαθούν απεγνωσμένα να εξασφαλίσουν ότι το διαδίκτυο δεν γνωρίζει ποια είναι τα παιδιά τους.

Για την 35χρονη σταρ του TikTok που κάνει αναρτήσεις με το όνομα Kodye Elyse, μια άβολη διαδικτυακή εμπειρία την έκανε να σταματήσει να συμπεριλαμβάνει τα τρία της παιδιά στα προσωπικά της μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα βίντεο που δημοσίευσε το 2020 με τη μικρή κόρη της να χορεύει προσέλκυσε εκατομμύρια προβολές και ανατριχιαστικά σχόλια από περίεργους άντρες. (Ζήτησε από τους The New York Times – ΣτΜ: όπου και δημοσιεύεται το παρόν άρθρο – να μην τυπώσουν το πλήρες όνομά της επειδή προσωπικές πληροφορίες που αφορούσαν την ίδια και τα παιδιά της είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν παρά τη θέλησή της).

«Είναι περίπου σαν την ταινία “The Truman Show”[1] αλλά στο διαδίκτυο», είπε η Kodye Elyse, η οποία έχει τέσσερα εκατομμύρια ακολούθους στο TikTok όπου και ανεβάζει περιεχόμενο σχετικά με τη δουλειά της ως “καλλιτέχνης τατουάζ”[2] και τις εμπειρίες της ως ανύπαντρη μητέρα. «Ποτέ δεν ξέρεις ποιος παρακολουθεί αυτά που ανεβάζεις».

Μετά από αυτή την εμπειρία, έβγαλε τις εικόνες των παιδιών της από το διαδίκτυο. Έψαξε όλους τους διαδικτυακούς της λογαριασμούς, σε ιστοσελίδες όπως το Facebook και το Pinterest, και τις διέγραψε ή τις έκανε ιδιωτικές. Έκτοτε εντάχθηκε στο αρκετά ισχυρό και… ηχηρό (λόγω των σχετικών διαμαρτυριών και προειδοποιήσεων) στρατόπεδο των TikTokers που προτρέπουν άλλους γονείς να μην μοιράζονται τίποτα για τα παιδιά τους δημόσια.

Αλλά τον Σεπτέμβριο, ανακάλυψε ότι οι προσπάθειές της δεν ήταν απολύτως επιτυχημένες. Η Kodye Elyse χρησιμοποίησε το PimEyes, μια εντυπωσιακή και συνάμα αρκετά… τρομακτική μηχανή αναζήτησης που βρίσκει φωτογραφίες ενός ατόμου στο Διαδίκτυο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα χρησιμοποιώντας τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου. Όταν ανέβασε μια φωτογραφία του 7χρονου γιου της (για να δει αν θα βρεθούν άλλες φωτογραφίες του διαθέσιμες στο διαδίκτυο), τα αποτελέσματα του PimEyes περιελάμβαναν μια εικόνα του που δεν είχε ξαναδεί. Χρειάστηκε να πληρώσει μια συνδρομή 29,99$ για να δει από πού προήλθε αυτή η εικόνα.

Ο πρώην σύζυγός της είχε πάρει τον γιο τους σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και βρίσκονταν στο φόντο μιας φωτογραφίας σε ιστοσελίδα αθλητικών ειδήσεων, καθισμένοι στην πρώτη σειρά ακριβώς πίσω από το τέρμα. Αναγνώρισε ότι μάλλον δεν θα μπορούσε να πείσει άμεσα τη σελίδα αθλητικών ειδήσεων να κατεβάσει τη φωτογραφία, αλλά υπέβαλε αίτημα αφαίρεσης, μέσω μιας διαδικτυακής φόρμας, στο PimEyes, έτσι ώστε η εικόνα του γιου της να μην εμφανιζόταν αν άλλα άτομα αναζητούσαν το πρόσωπό του.

Βρήκε επίσης μια φωτογραφία από τη νηπιακή ηλικία της 9χρονης πλέον κόρης της που χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση μιας καλοκαιρινής κατασκήνωσης στην οποία είχε συμμετάσχει. Ζήτησε από τους υπευθύνους της κατασκήνωσης να αφαιρέσουν τη φωτογραφία, κάτι που έγινε.

«Νομίζω ότι όλοι πρέπει να το ψάχνουν αυτό», είπε η Kodye Elyse. «Είναι ένας καλός τρόπος να γνωρίζετε ότι κανείς δεν επαναχρησιμοποιεί εικόνες των παιδιών σας ανάρμοστα για δικούς του σκοπούς».

 

Προσοχή στο «Sharenting»[3]

Το πόσο οι γονείς πρέπει να δημοσιεύουν περιεχόμενο για τα παιδιά τους στο διαδίκτυο έχει συζητηθεί και εξεταστεί εξονυχιστικά σε τόσο έντονο βαθμό που έχει τον δικό του ενοχλητικό (ΣτΜ: για τη συγγραφέα) όρο-σύμμειγμα: «sharenting».

Ιστορικά, η βασική κριτική εις βάρος των γονέων που μοιράζονται υπερβολικά υλικό στο διαδίκτυο ήταν η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των απογόνων τους, αλλά η πρόοδος στις τεχνολογίες που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence – AI) παρουσιάζει πλέον νέους τρόπους για κακούς παράγοντες να καταχρώνται διαδικτυακό περιεχόμενο με παιδιά.

Μεταξύ των νέων κινδύνων είναι οι απάτες με χρήση της τεχνολογίας Deepfake η οποία δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να μιμείται φωνές παιδιών, καθώς και τη δυνατότητα ένας άγνωστος να μάθει το όνομα και τη διεύθυνση ενός παιδιού από μια απλή αναζήτηση της φωτογραφίας του.

Η Amanda Lenhart, επικεφαλής έρευνας στην Common Sense Media, μια μη κερδοσκοπική εταιρεία που προσφέρει συμβουλές στους γονείς για τα διάφορα μέσα, επεσήμανε μια πρόσφατη εκστρατεία κοινής ωφελείας από την Deutsche Telekom[4] που προέτρεπε να γίνεται πιο προσεκτική κοινοποίηση περιεχομένου με παιδιά. Το βίντεο περιείχε μια νεαρή ηθοποιό, η οποία υποδύθηκε μια 9χρονη, ονόματι Ella, της οποίας οι φανταστικοί γονείς ήταν αδιάκριτοι σχετικά με τη δημοσίευση φωτογραφιών και βίντεό της στο διαδίκτυο. Η τεχνολογία Deepfake δημιούργησε μια ψηφιακά ηλικιωμένη εκδοχή της Ella, η οποία επιπλήττει τους φανταστικούς γονείς της, λέγοντάς τους ότι έχει κλαπεί η ταυτότητά της, η φωνή της έχει αντιγραφεί για να πιστέψουν ότι την απήγαγαν και ότι μια γυμνή φωτογραφία της από όταν ήταν παιδί έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης.

Η κ. Lenhart χαρακτήρισε το βίντεο «βαρύ» αλλά είπε πως υπογραμμίζει ότι «στην πραγματικότητα αυτή η τεχνολογία είναι πλέον πολύ καλή[5]». Οι άνθρωποι λαμβάνουν ήδη κλήσεις από απατεώνες που μιμούνται αγαπημένα πρόσωπα τα οποία δήθεν βρίσκονται σε κίνδυνο χρησιμοποιώντας εκδόσεις της φωνής τους που έχουν δημιουργηθεί με εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης (AI).

Η Jennifer DeStefano, μια μητέρα από την Αριζόνα, έλαβε μια κλήση φέτος από κάποιον που ισχυρίστηκε ότι απήγαγε την 15χρονη κόρη της. «Απάντησα στο τηλέφωνο “Γεια”. Στην άλλη άκρη ήταν η κόρη μας Briana που έκλαιγε γοερά και έλεγε με αναφιλητά “Μαμά!”, είπε η κ. DeStefano σε κατάθεσή της στο Κογκρέσο αυτό το καλοκαίρι.

Διαπραγματευόταν με τους απαγωγείς για να τους πληρώσει 50.000$ όταν ανακάλυψε ότι η κόρη της βρισκόταν στο δωμάτιό της στο σπίτι τους και «ξεκουραζόταν ασφαλής στο κρεβάτι της».

 

Τι αποκαλύπτει ένα πρόσωπο

Οι δυσδιάκριτες φωτογραφίες και τα δυσδιάκριτα βίντεο στο διαδίκτυο μπορούν να συνδεθούν με το πρόσωπο κάποιου μέσω τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου, η οποία έχει προοδεύσει πολύ σε ισχύ και ακρίβεια τα τελευταία χρόνια. Σε μια τέτοια αναζήτηση θα μπορούσαν να εμφανιστούν φωτογραφίες που τραβήχτηκαν σε ένα σχολείο, παιδικό σταθμό, πάρτι γενεθλίων ή μια παιδική χαρά. (Ένα σχολείο ή ένας παιδικός σταθμός θα πρέπει να σας παρουσιάσουν κάποια αίτηση απαλλαγής, μη διστάσετε να τη χρησιμοποιήσετε και να πείτε «όχι» στη δημοσίευση φωτογραφιών με το παιδί σας).

«Όταν ένα παιδί είναι μικρότερο, ο γονέας έχει περισσότερο έλεγχο πάνω στην εικόνα του», δήλωσε η Debbie Reynolds, σύμβουλος απορρήτου δεδομένων και αναδυόμενων τεχνολογιών. «Αλλά τα παιδιά μεγαλώνουν. Έχουν φίλους. Πηγαίνουν σε πάρτι. Τα σχολεία βγάζουν φωτογραφίες».

Η κ. Reynolds συνιστά στους γονείς να αναζητούν στο διαδίκτυο τα πρόσωπα των παιδιών τους χρησιμοποιώντας υπηρεσίες όπως το PimEyes ή το FaceCheck.ID. Αν δεν τους αρέσει αυτό που εμφανίζεται στα αποτελέσματα αναζήτησης, θα πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν τους ιστότοπους στους οποίους δημοσιεύτηκε η φωτογραφία να την κατεβάσουν, είπε. (Μερικοί θα το κάνουν, αλλά άλλοι – όπως οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί – ίσως όχι).

Σε μια έρευνα του 2020 από την Pew Research, περισσότερο από το 80 τοις εκατό των γονέων ανέφεραν ότι μοιράζονται φωτογραφίες, βίντεο και πληροφορίες για τα παιδιά τους σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Οι ειδικοί δεν μπόρεσαν να πουν πόσοι γονείς μοιράζονται αυτές τις εικόνες μόνο σε ιδιωτικούς λογαριασμούς κοινωνικών μέσων, και όχι δημόσια στον καθένα, αλλά σημείωσαν ότι η ιδιωτική κοινοποίηση είναι μια ολοένα και πιο κοινή πρακτική.

Όταν μοιράζομαι ψηφιακές φωτογραφίες των κοριτσιών μου, φροντίζω να χρησιμοποιώ εφαρμογές ανταλλαγής ιδιωτικών μηνυμάτων και έναν λογαριασμό Instagram που περιορίζεται μόνο για φίλους και συγγενείς. Αλλά όταν έψαξα τα πρόσωπά τους στο PimEyes, ανακάλυψα επίσης μια δημόσια φωτογραφία που είχα ξεχάσει — η οποία συνόδευε μια ιστορία («ένα story») που είχα γράψει — της 6χρονης τώρα κόρης μου από όταν ήταν 2 ετών. Ζήτησα από την PimEyes να αφαιρέσει την εικόνα από τα αποτελέσματά της και έτσι, πλέον, δεν εμφανίζεται σε κάποια αναζήτηση.

Ενώ μια μηχανή δημόσιας αναζήτησης προσώπων είναι ένα δυνητικά χρήσιμο εργαλείο για έναν γονέα, θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί και με κακόβουλο τρόπο.

«Ένα εργαλείο όπως το PimEyes μπορεί να χρησιμοποιείται – και πιθανότατα ήδη γίνεται αυτό – το ίδιο εύκολα τόσο από έναν ενοχλητικό τύπο – «κυνηγό» (stalker)[6] όσο και από έναν ενδιαφερόμενο γονέα», είπε ο Bill Fitzgerald, ερευνητής σε θέματα ιδιωτικότητας και απορρήτου, ο οποίος εξέφρασε επίσης την ανησυχία και για το άλλο άκρο των αυταρχικών γονέων που το χρησιμοποιούν για να παρακολουθούν εξονυχιστικά όλες τις δραστηριότητες των εφήβων παιδιών τους.

Ο ιδιοκτήτης της PimEyes, Giorgi Gobronidze, είπε ότι περισσότεροι από 200 λογαριασμοί έχουν απενεργοποιηθεί στον ιστότοπο εξαιτίας ακατάλληλων αναζητήσεων για πρόσωπα παιδιών.

Μια παρόμοια μηχανή αναγνώρισης προσώπου, η Clearview AI, η χρήση της οποίας περιορίζεται στην επιβολή νόμου, έχει χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση θυμάτων σε φωτογραφίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ο κ. Gobronidze είπε ότι το PimEyes είχε χρησιμοποιηθεί με παρόμοιο τρόπο από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να βοηθηθούν παιδιά. Ανησυχεί όμως αρκετά για πιθανούς «θηρευτές» παιδιών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία πάνω στην οποία το PimEyes εργάζεται και αφορά μια λειτουργία που μπλοκάρει τις αναζητήσεις προσώπων που φαίνεται να ανήκουν σε ανηλίκους. (Ο κ. Fitzgerald, ερευνητής σε θέματα απορρήτου, ανησυχεί ότι οι γονείς που χρησιμοποιούν το εργαλείο αυτό για να αναζητήσουν τα δικά τους παιδιά, μπορεί να βοηθήσουν ακούσια τον αλγόριθμο του PimEyes για να βελτιώσει την αναγνώρισή για αυτούς τους ανηλίκους).

Η Mimi Ito, πολιτιστική ανθρωπολόγος και διευθύντρια του Connected Learning Lab (Εργαστηρίου Διασυνδεδεμένης Μάθησης) στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Irvine, είπε ότι η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου κάνει την κατά τα άλλα ευχάριστη διαδικασία κοινοποίησης φωτογραφιών των παιδιών στο διαδίκτυο πιο απαιτητική, σε σημείο να αποτελεί πλέον πρόκληση (η διαφύλαξη της ασφάλειας από κινδύνους).

«Υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι με την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), δεν έχουμε πραγματικά τον έλεγχο όλων των δεδομένων που εκτοξεύουμε στο οικοσύστημα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», είπε.

 

Το δικαίωμα στον έλεγχο ενός διαδικτυακού αποτυπώματος

Οι Lucy και Mike Fitzgerald, επαγγελματίες χορευτές από το Σεντ Λούις που διατηρούν ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διαφημίσουν τη δουλειά τους, απέχουν από τη δημοσίευση εικόνων των κοριτσιών τους, ηλικίας 5 και 3 ετών, στο διαδίκτυο και έχουν ζητήσει από τους φίλους και τα μέλη της οικογένειας να σεβαστούν αυτή την απαγόρευση. Πιστεύουν ότι οι κόρες τους πρέπει να έχουν το δικαίωμα να δημιουργήσουν και να ελέγχουν το δικό τους διαδικτυακό αποτύπωμα. Ανησυχούν επίσης ότι οι εικόνες τους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με ανάρμοστο τρόπο.

«Το γεγονός ότι μπορείτε να κλέψετε τη φωτογραφία κάποιου με μερικά κλικ και στη συνέχεια να τη χρησιμοποιήσετε για ό,τι θέλετε είναι ανησυχητικό», είπε η κ. Fitzgerald. «Κατανοώ την ελκυστικότητα της δημοσίευσης των φωτογραφιών των παιδιών σας, αλλά σε τελική ανάλυση, δεν θέλουμε να είναι αυτά που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν πιθανές ανεπιθύμητες συνέπειες».

Η κ. Fitzgerald και ο σύζυγός της δεν είναι ειδικοί που «ενημερώθηκαν για το τι διαφαίνεται στον ορίζοντα των τεχνολογικών εξελίξεων», είπε. Αλλά, πρόσθεσε, «είχαν την αίσθηση» πριν από χρόνια ότι «θα υπάρξουν δυνατότητες που δεν μπορούμε να προβλέψουμε επί του παρόντος και οι οποίες τελικά θα δημιουργήσουν προβλήματα για τα παιδιά μας».

Γονείς που είναι πιθανότερο να γνωρίζουν λεπτομέρειες για το τι διαφαίνεται στον τεχνολογικό ορίζοντα, όπως ο Edward Snowden, εργολάβος της NSA (National Security Agency – Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας) που εξελίχθηκε σε δημόσιο επικριτή που επισημαίνει τους νέους κινδύνους για τα παιδιά που προκύπτουν από την ΤΝ (AI), και ο Mark Zuckerberg, συνιδρυτής του Facebook, κρύβουν τα πρόσωπα των παιδιών τους στις κατά τα άλλα δημόσιες αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αναρτήσεις με θέμα διάφορες γιορτές στο Instagram, ο κ. Zuckerberg χρησιμοποίησε την μάλλον αδέξια μέθοδο emoji — ποστάροντας δηλαδή ένα ψηφιακό αυτοκόλλητο emoji στα κεφάλια των μεγαλύτερων παιδιών του — ενώ ο κ. Snowden και η σύζυγός του, Lindsay Mills, πόζαραν περίτεχνα έναν από τους δύο γιους τους πίσω από ένα μπαλόνι για να κρύψουν το πρόσωπό του.

«Θέλω τα παιδιά μου να έχουν την επιλογή να αποκαλυφθούν στον κόσμο, με όποια μορφή αυτά επιλέξουν και όποτε αυτά είναι έτοιμα», είπε η κ. Mills.

Μια εκπρόσωπος του κ. Zuckerberg αρνήθηκε να σχολιάσει ή να εξηγήσει γιατί το πρόσωπο του μωρού του δεν έλαβε την ίδια μεταχείριση και αν αυτό οφείλεται στο ότι η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου δεν λειτουργεί πολύ καλά στα βρέφη.

 

«Ένα διαδικτυακό φάντασμα» για μελλοντική επιτυχία

Πολλοί ειδικοί σημείωσαν ότι οι έφηβοι αφιερώνουν πολύ χρόνο και σκέψη για το πώς να επιμεληθούν την ψηφιακή τους ταυτότητα και ότι ορισμένοι χρησιμοποιούν ψευδώνυμα στο διαδίκτυο για να εμποδίσουν γονείς, δασκάλους και πιθανούς εργοδότες να βρουν τους λογαριασμούς τους. Ωστόσο, εάν υπάρχει μια δημόσια εικόνα σε αυτόν τον λογαριασμό που δείχνει το πρόσωπό τους, θα μπορούσε να συνδεθεί ξανά με αυτούς με μια μηχανή αναζήτησης προσώπων.

«Το πρόσωπό σου είναι πολύ δύσκολο να κρατηθεί μακριά από τον Παγκόσμιο Ιστό (World Wide Web)», είπε η Priya Kumar, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πολιτείας Pennsylvania, η οποία έχει μελετήσει τις συνέπειες του “sharenting”[7] στην ιδιωτικότητα.

Η δρ. Kumar προτείνει στους γονείς να εμπλέξουν τα παιδιά, περίπου από την ηλικία των 4 ετών, στη διαδικασία της ανάρτησης — και να τους μιλήσουν για το ποιες εικόνες είναι εντάξει να κοινοποιούνται.

Η Amy Webb, διευθύνουσα σύμβουλος του Ινστιτούτου Future Today (Το Μέλλον Σήμερα), μιας εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων που εστιάζει στην τεχνολογία, δεσμεύτηκε σε ένα άρθρο της στο online περιοδικό Slate πριν από μια δεκαετία να μην δημοσιεύει προσωπικές φωτογραφίες ή πληροφορίες ταυτοποίησης του μικρού της νηπίου στο διαδίκτυο. (Μερικοί αναγνώστες το πήραν αυτό ως πρόκληση και βρήκαν μια οικογενειακή φωτογραφία που είχε δημοσιοποιήσει ακούσια η κ. Webb, δείχνοντας πόσο δύσκολο μπορεί να γίνει πλέον να κρατήσει κανείς ένα παιδί μακριά από το διαδίκτυο). Η κόρη της, έφηβη τώρα πια, είπε ότι αισθανόταν ευγνώμων που ήταν ένα «διαδικτυακό φάντασμα» και πίστευε ότι αυτό θα τη βοηθούσε επαγγελματικά.

Οι μελλοντικοί εργοδότες «δεν θα μπορούν να βρουν απολύτως τίποτα για το άτομό μου γιατί δεν εμφανίζομαι σε καμία πλατφόρμα», είπε. «Αυτό θα με βοηθήσει να πετύχω στο μέλλον μου».

Άλλοι νέοι που έχουν μεγαλώσει στην εποχή της κοινοποίησης δήλωσαν και αυτοί ευγνώμονες που είχαν γονείς που δεν δημοσίευσαν φωτογραφίες τους στο διαδίκτυο. Η Shreya Nallamothu, 16 ετών, είναι μια μαθήτρια λυκείου της οποίας η έρευνα για παιδιά-«influencers»[8] συνέβαλε στο να γίνει τελικά ένας νέος νόμος στην πολιτεία του Illinois που απαιτεί να δεσμεύεται από τους γονείς μέρος των κερδών προς όφελος των παιδιών τους, όταν τα χρησιμοποιούν για να παρουσιάζουν διαδικτυακό περιεχόμενο που δημιουργεί έσοδα. Είπε ότι ήταν «πολύ ευγνώμων» που οι γονείς της δεν δημοσίευσαν «ιδιαίτερα ντροπιαστικές στιγμές μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

«Υπάρχουν άτομα στην τάξη μου που είναι πολύ ικανά στο να βρίσκουν προφίλ στο Facebook από γονείς των συμμαθητών σου και να κάνουν κύλιση ψάχνοντας προς τα κάτω (για παλιές αναρτήσεις)», είπε. Χρησιμοποιούν τυχόν ξεχασμένες παλιές αναρτήσεις γενεθλίων που πιθανό να αποτελούν ντροπιαστικό υλικό το οποίο θα φέρει σε αμηχανία συμμαθητές τους για να το αναμεταδώσουν στο Snapchat.

Η Arielle Geismar, 22 ετών, φοιτήτρια και υπέρμαχος της ψηφιακής ασφάλειας στην Washington, περιέγραψε ως «προνόμιο το να μεγαλώνεις χωρίς να έχει δημιουργηθεί για σένα μια ψηφιακή ταυτότητα online».

«Τα παιδιά είναι επί του παρόντος πειραματόζωα της τεχνολογίας», είπε η νεαρή Arielle Geismar. «Είναι ευθύνη όλων μας να τα προσέχουμε και προστατεύουμε».

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] ευρέως γνωστή και ιδιαίτερα δημοφιλής ταινία του 1998 με πρωταγωνιστή τον διάσημο κωμικό Jim Carrey σε ένα δραματικό ρόλο στον οποίο υποδύεται έναν ασφαλιστή που αγνοεί το γεγονός ότι όλη του η ζωή είναι μια τηλεοπτική εκπομπή και τα μέλη της οικογένειάς του είναι απλοί ηθοποιοί. Καθώς αρχίζει να παρατηρεί πράγματα και να ανακαλύπτει την αλήθεια, αποφασίζει τελικά να γκρεμίσει όλο τον ψεύτικο κόσμο στον οποίο ζούσε μέχρι τότε και να δραπετεύσει προτιμώντας το ρίσκο του άγνωστου σε έναν αληθινό όμως κόσμο, από την οποιαδήποτε ασφάλεια του παρείχε ο ψεύτικος κόσμος που φτιάχτηκε μόνο για χάρη της τηλεοπτικής εκπομπής στην οποία πρωταγωνιστούσε εν αγνοία του από τη γέννησή του.

[2] ο όρος «tattoo artist» («καλλιτέχνης τατουάζ») στα αγγλικά σημαίνει απλά αυτόν που κάνει τατουάζ σε άλλους.

[3] το «sharenting» αποτελεί όρο σχετικά πρόσφατο (από το 2010) και είναι ένα σύμμειγμα που προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «sharing» (μοίρασμα, κοινοποίηση) και «parent» (γονέας) (ή κατά άλλους από τις λέξεις «shared» και «parenting», που μπορεί να αποδοθεί περίπου ως κοινοποιημένη δημόσια άσκηση γονεϊκών καθηκόντων). Ουσιαστικά αναφέρεται στην πρακτική πολλών γονέων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, τη Μεγ. Βρετανία, την Ισπανία, τη Γαλλία αλλά πρόσφατα και τη χώρα μας, να κοινοποιούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης νέα και εικόνες (εννοείται φυσικά και βίντεο) των παιδιών τους. Έχει αποκτήσει μια μάλλον αρνητική χροιά υπονοώντας ότι οι γονείς ξοδεύουν πάρα πολύ χρόνο δείχνοντας στον κόσμο την ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη ζωή των παιδιών τους αντί να επικεντρωθούν στο να είναι πραγματικά γονείς, κάτι που για να γίνει σωστά θέλει πολύ χρόνο επίσης. Φυσικά πέρα από το θέμα του χρόνου, τίθεται και θέμα του κατά πόσο και μέχρι ποιο σημείο πρέπει να κοινοποιούνται εικόνες παιδιών στο διαδίκτυο και για λόγους ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων τους και έχοντας υπόψη ότι όταν είναι διαθέσιμες στον καθένα, πέφτουν και σε χέρια ανθρώπων διεστραμμένων ή που με οποιοδήποτε τρόπο θα ήθελαν ενδεχομένως να κάνουν κακή χρήση τους σε βάρος των παιδιών και της οικογένειας. Όπως υποστηρίζει και το άρθρο, με την εντυπωσιακή εξέλιξη της ΤΝ έχουν προκύψει και νέοι κίνδυνοι που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη. Στον αντίποδα πολλοί γονείς υποστηρίζουν την πρακτική του “sharenting” λέγοντας ότι είναι δικό τους πρόβλημα να κρίνουν και ελέγχουν οι ίδιοι τι κοινοποιούν για τα παιδιά τους και φυσικά δελεάζονται για όλο αυτό και από τα πολλά κέρδη που τους αποφέρει η πρακτική αυτή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όταν το περιεχόμενο παρακολουθείται από και αρέσει σε πολύ κόσμο, άρα υποστηρίζουν ότι τελικά το κάνουν και για το καλό (οικονομικό) των παιδιών τους και της οικογένειας. Πόσο όμως είναι αυτό ηθικό όταν γίνεται με χρήση-εκμετάλλευση των παιδιών, είναι στην κρίση του καθένα κατά περίπτωση. Το «sharenting» λοιπόν αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια επίμαχο ζήτημα και αίτιο μεγάλης δημόσιας, και όχι μόνο, αντιπαράθεσης. Η αλματώδης πρόοδος όμως της ΤΝ και οι νέοι κίνδυνοι για την ασφάλεια των παιδιών που έχουν ανακύψει (και είναι δυστυχώς ακόμη άγνωστοι στους πολλούς), πρέπει σίγουρα τουλάχιστον να προβληματίσουν τους υποστηρικτές του «sharenting».

[4] τηλεπικοινωνιακός κολοσσός της Γερμανίας

[5] ανεπτυγμένη και ισχυρή

[6] με τον όρο stalker, που δεν μπορεί να αποδοθεί επακριβώς με μια λέξη στα ελληνικά (για αυτό και όχι τόσο συχνά αποδίδεται ελληνιστί και ως «στάλκερ») εννοείται αυτός που με αρρωστημένη εμμονή προσπαθεί να εισβάλει στην ιδιωτική ζωή κάποιου ατόμου με διάφορους τρόπους, είτε μέσω ανεπιθύμητης επικοινωνίας ή/και online παρενόχλησης (π.χ. με μηνύματα sms ή στα κοινωνικά δίκτυα, emails, σημειώματα, δώρα κλπ.), είτε μέσω φυσικής παρουσίας (π.χ. παρακολούθησης, με το να ακολουθεί το άτομο ή να πάει σε μέρη που συχνάζει κλπ.). Αρκετές φορές οι stalkers χρησιμοποιούν και απειλές, δυσφήμιση ή και άλλες παρόμοιες μεθόδους για να πετύχουν το σκοπό τους. 

[7] βλ. σημείωση 3 για τον όρο “sharenting”

[8] άτομα που με το υλικό που ανεβάζουν στο διαδίκτυο επηρεάζουν (“influence”) όσους τους παρακολουθούν σε διάφορα θέματα που αφορούν τον τρόπο ζωής τους. Συνήθως ένας influencer έχει πολλούς «ακολούθους» (followers) οι οποίοι με συνέπεια παρακολουθούν ότι νεότερο μοιράζεται ο influencer μαζί τους. Ο όρος είναι πλέον ιδιαίτερα διαδεδομένος και δεν αποδίδεται ικανοποιητικά με μια λέξη στα ελληνικά. Οι influencers συχνά μοιράζονται πολλές λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής, τουλάχιστον για το θέμα το οποίο πραγματεύονται, και όταν έχουν πολλούς ακολούθους πληρώνονται αναλόγως και από τις πλατφόρμες στις οποίες αναρτούν περιεχόμενο.

New York Times