Κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μᾶς παρουσιάζει τά Ἅγια Πάθη τοῦ Χριστοῦ μας καί ἀπεικονίζει ὅλες ἐκεῖνες τίς ἅγιες παραστάσεις τῆς Σταυρικῆς Θυσίας Του. Καί βοηθεῖ τίς ψυχές τῶν χριστιανῶν ἀκούγοντας τά ἅγια ἐκεῖνα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου νά τίς παρακολουθοῦν καί νά τίς ζοῦν ὅσο εἶναι δυνατόν ἐντονώτερα καί ἔτσι νά μπαίνουν βαθύτερα στό νόημα τοῦ μυστηρίου τῆς Σταυρώσεώς Του.
Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μας ἀπό τήν Γέννησι μέχρι τήν Ἀνάστασί Του ἦταν ἕνα μαρτύριο. Γεννήθηκε τόσο τα-πεινά, τόσο ἁπαλά, τόσο ἀθόρυβα, σέ μία φάτνη ἀλόγων ζώων, χωρίς νά πάρη κανείς εἴδησι. Μετά τήν Γέννησί Του φεύγει καταδιωκόμενος στήν Αἴγυπτο καί ἐπιστρέφει. Ἔτσι ὅπως ἔζησε τά τριαντατρία χρόνια Του ἐπάνω στήν γῆ, μᾶς ἄφησε ἕνα παράδειγμα ἁγιότητος, μία διδασκαλία γιά τό πῶς πρέπει νά ζῆ ὁ κάθε χριστιανός. Κι ὅταν ἔφθασε στόν καιρό τῆς δημοσίας δράσεως, ἄρχισε νά κυκλοφορῆ σέ ὅλη τήν Ἰουδαία καί νά κηρύττη τό Εὐαγγέλιο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐπιστροφῆς, κάνοντας θαύματα.
Ὅλα αὐτά τά θαύματα, ὅλη αὐτή ἡ δόξα, πού Τοῦ ἀπέδιδαν οἱ ἄνθρωποι, γιά τήν θαυματουργική Χάρι Του, ἔγιναν αἰτία νά κινηθῆ φθόνος καί κακία ἐκ μέρους τῶν Ἀρχιερέων καί Γραμματέων καί Φαρισαίων καί νά συσκέπτωνται καί νά μελετοῦν, πῶς νά Τόν συλλάβουν καί πῶς νά Τόν ἐξοντώσουν, διότι «ὁ φθόνος οὐκ οἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον».
Πρό τῆς συλλήψεως καί τῆς Σταυρώσεώς Του ἠθέλησε νά παραδώση τό μεγάλο μυστήριο τῆς Θείας Εὐ-χαριστίας στούς δώδεκα μαθητάς Του κατά τόν μοναδικό καί Μυστικό Δεῖπνο, ὅπου τούς εἶπε: «Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου…..πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς διαθήκης, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μή πίω ἐκ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτό πίνω καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μαρκ.ιδ΄,23-25). Κι ἀφοῦ τούς παρέδωσε αὐτό τό θεῖο μυστήριο, ἀκολούθησε ἡ προδοσία καί ἡ σύλληψίς Του.
Ὁ μαθητής ὁ ὁποῖος δέν ἀκολουθοῦσε τόν Κύριο μέ μεγάλη πίστι, ἀλλά εἶχε ἐμπαθῆ κατάστασι μέσα του, ἔγινε τό ὄργανο ἐκεῖνο, πού Τόν ὡδήγησε στόν Σταυρό. Τί ἤθελε νά δῆ ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπό τά τόσα σημεῖα καί τέρατα, πού εἶδε στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ; Ἀλλά λόγῳ τῆς κακίας του, ἐγκαταλειφθείς ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔγινε προδότης. Εἶναι ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός ἐπάνω στήν γῆ, πού ἐπρόδωσε τόν Χριστό μας γιά λίγα ἀργύρια. Πόσοι ἀπό μᾶς τούς ἀνθρώπους Τόν προδίδουμε μέ πράξεις, πού προκαλοῦν ἀτιμία στό Θεῖον Πρόσωπόν Του, καί κυρίως, ὅταν δέν ὁμολογοῦμε τήν πίστι μας, ἐκεῖ πού χρειάζεται νά τήν ὁμολογήσουμε καί νά στεφανωθοῦμε;
Καί προχώρησε ὁ Κύριος γιά νά σηκώση τόν Σταυρό αὐτό πρός τόν Γολγοθᾶ, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη ἕνα πολύ μεγάλο μαρτύριο ἀτιμίας. Δέν εἴμασταν ἄξιοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι γι’ αὐτήν τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Χριστοῦ μας. Κανείς δέν μᾶς ἔχει ἀγαπήσει ὅσο ὁ Κύριος καί κανείς ἄλλος δέν ὑβρίσθηκε, δέν χλευάσθηκε καί δέν ταπεινώθηκε ὅσο ὁ Κύριος. Ἔχετε ἔρθει καμμιά φορά σέ αἴσθησι ψυχῆς τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ; Ἔχετε συνειδητοποιήσει τούς πόνους, πού ὑπέφερε; Μπορεῖτε νά συλλάβετε μέ τήν θεωρία, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας δοῦλος σήκωσε τό χέρι του κι ἔδωσε ράπισμα στόν Χριστό; Τό Θεῖον Πρόσωπον ἐρραπίζετο ἀπό ἄνθρωπο ἀσεβῆ, ἀπό ἄνθρωπο ἁμαρτωλό! Καί ὁ Χριστός ὀργίσθηκε; Θύμωσε; Ἀντέδρασε; Ὄχι. Αὐτό μόνο πού εἶπε, ἦταν: «Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ· εἰ δέ καλῶς, τί μέ δέρεις;» (Ἰωαν.ιη΄,23) Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πού εἴμαστε φύσει τα-πεινοί, ἐλεεινοί, ἁμαρτωλοί, ἄξιοι πάσης κολάσεως, ὄχι ράπισμα δέν δεχόμεθα, ἀλλά μήτε ἕνα ἁπλό λόγο, μία ἁπλῆ προσβολή, ἕνα ἐλάχιστο ἔλεγχο· ἀμέσως σηκώνουμε τό ἀνάστημα κι ἀντιδροῦμε.
Ἔχετε δῆ, πῶς μαστιγώνεται ἕνας ἄνθρωπος καί δή τόν παληό καιρό; Κι αὐτό τό ὑπέμεινε ὁ Κύριος γιά μᾶς. Καί μόνο νά βάλουμε στήν φαντασία μας τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας, δεμένου στήν κολώνα μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι καί τούς στρατιῶτας μέ ὅλη ἐκείνη τήν ἀρνητική τους συμπεριφορά, νά Τόν χλευάζουν, νά μαστιγώνουν μέ τό μαστίγιο, γυμνό ὅλο τό Ἄχραντόν Του Σῶμα καί νά τρέχουν τά αἵματα προξενῶντας φοβερό πόνο στό σῶμα καί στήν ψυχή Του, φθάνει, γιά νά μᾶς συγκλονίση καί νά μᾶς κάνη νά νοιώσουμε τό βάρος τῆς εὐθύνης μας ἀπέναντι στήν ἀγάπη Του.
Ὅπως τό αἷμά Του ἔρρεε πλούσια ἀπό τό Ἄχραντόν Του Σῶμα, ἔτσι ὑπερπλούσια ἦταν καί ἡ ἀγάπη Του γιά Τόν ἄνθρωπο! Σκεφθῆτε ὅτι αὐτό τό ἀκάνθινο στεφάνι τό χτυποῦσαν μέ ὁποιοδήποτε μέσον εὕρισκαν, γιά νά μπήγωνται βαθύτερα στήν σάρκα Του ἐκεῖνα τά φοβερά ἀγκάθια καί νά Τοῦ προξενοῦν μεγαλύτερο πόνο! Ἐμᾶς μᾶς μπαίνει ἕνα μικρό ἀγκάθι κάπου καί κάνουμε «ἀμάν» νά τό βγάλουμε! Ἀπό τήν μία πλευρά τό κεφάλι δεχόταν τίς πληγές ἀπό τά ἀγκάθια καί τά ραπίσματα κι ὅλο τό σῶμα σημειωμένο ἀπό τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις κι ἀπό τήν ἄλλη, οἱ βρισιές, οἱ βλασφημίες καί τά χλευάσματα!
Ὅλη τήν νύχτα ἐκείνη, πού Τόν ἔβαλαν στήν φυλακή, Τόν περιέπαιζαν, Τόν ὕβριζαν, Τόν μαστίγωναν, Τόν αἱμάτωναν, Τόν ταπείνωναν καί ἀσεβοῦσαν ἀπέναντί Του, σάν νά ἦταν κάποιος ἀλήτης, κάποιος κακόφημος ἄνθρωπος! Μετά δέ τό μαρτύριο ἐκεῖνο τῆς μαστιγώσεως ὁ Πιλᾶτος ὡδήγησε τόν Χριστό μας ἔξω στό Πραιτώριο, ἐκεῖ στό λιθόστρωτο, γιά νά Τόν θεατρίση μπροστά στά μάτια τοῦ λαοῦ, ὅπου ἦταν μαζεμένη ὅλη ἡ σπεῖρα, ὅλος ὁ Ἑβραϊκός κόσμος, πού ἦταν μυημένοι ἀπό τούς γραμματεῖς καί τούς φαρισαίους, γιά νά κραυγάσουν τήν καταδικαστική ἀπόφασι:
«Σταύρωσον, σταύρωσον Αὐτόν».
Μποροῦσε ὁ Πιλᾶτος ὡς ἡγεμόνας νά ἀπολύση τόν Χριστό, ἀλλά φοβήθηκε τόν λαό καί γιά νά τούς ἱκανο-ποιήση, στραγγάλισε τήν ἀλήθεια. Ζήτησε τήν γνώμη τους κι ἔκανε τό «ἱκανόν τοῦ λαοῦ», παρ’ ὅτι ἤξερε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀθῶος. Ὅλος ὁ λαός ἐκεῖνος, πού λίγες μέρες πρίν ἔκραζε· «Ὠσαννά τῷ Υἱῷ Δαυίδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὐς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωαν. ιβ΄,13), τώρα ἔκραζε μέ μανία τό· «Σταυ-ρωθήτω». Ἔτσι εἶναι τά ἀνθρώπινα· ὅλα τρεπτά καί ὅλα ἀλλοιωτά. Σήμερα ἐπαινοῦμε κάποιον, αὔριο τόν κατηγοροῦμε. Καί συνεχίζεται ἡ ἀτίμωσις αὐτή τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους μέ τά ἔργα μας. Μποροῦμε νά ἀναλογισθοῦμε αὐτήν τήν ταπείνωσι τοῦ Θεοῦ;
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε μία εἰκόνα ἀπό αὐτό τό Πάθος τοῦ Κυρίου, πού μπορῶ νά πῶ ὅτι εἶναι ἡ ἱερώτερη ἀπό τίς πολλές, πού στολίζουν τούς ναούς μας. Αὐτή λέγεται: «Ἰδού ὁ Ἄνθρωπος»! Παρουσιάζει τόν Κύριο ἐκεῖ στό Πραιτώριο, μέ τήν κόκκινη χλαμύδα καί τό ἀκάνθινο στεφάνι στήν Ἄχραντο Κεφαλή Του, τόν κάλαμο καί τά αἵματα νά τρέχουν ἀπό παντοῦ καί νά εἶναι ὅλος μία σκέτη πληγή, ὅπως ἀκριβῶς τόν παρουσίασε ὁ Πιλᾶτος μετά τόν μαρτυρικό ἐμπαιγμό Του, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Εἶναι πολύ εὐλογημένη ὡς πρός τήν ἔκφρασι, διότι ὁ Κύριος στέκεται μέ τόση ταπείνωσι μπροστά σ’ αὐτόν τόν ἀσεβῆ λαό!
Αὐτή ἡ ἄκρα ταπείνωσις τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἐκείνη, πού Τοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα, νά ὑποστῆ ὅλη αὐτή τήν ἀδικία ἀπό πλευρᾶς ἀρχιερέων καί γραμματέων καί φαρισαίων καί ὅλη τήν βαρβαρότητα τῆς ἀτιμίας τῶν στρατιωτῶν καί νά ἀνεβῆ φορτωμένος τόν Σταυρό στόν Ἱερό Γολγοθᾶ. Τόν σήκωσε τόν Σταυρό, ὅπως ἀκριβῶς σήκωσε καί ὅλες τίς ἁμαρτίες τῆς ἀνθρωπότητος!
Ἔτσι ὁ Κύριος κρατῶντας τόν Σταυρό ἄρχισε τήν ἀνάβασι πρός τόν Γολγοθᾶ. Ἀλλά στό μέσον τῆς πορείας γονάτισε, ἔπεσε ἀπό τό βάρος, ἀπό τήν ἐξάντλησι, ἀπό τούς πόνους, ἀπό τό ἀκάνθινο στεφάνι, ἀπό τό πολύ αἷμα, πού ἔχυσε, κι ἀπό τήν θλῖψι. Οἱ μαθηταί Του, πού συνέτρεξαν μαζί Του σέ ὅλα τά θεῖα Του ἔργα, πού συνέφαγαν μαζί Του, πού εἶδαν τά θαύματα, πού Τόν πίστεψαν ὁλόψυχα ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεάν-θρωπος ἐπί τῆς γῆς, πού εἶχαν ὑποσχεθῆ ὅτι θά θυσιαστοῦν γι’ Αὐτόν, ὅταν θά ἐχρειάζετο, δέν ἦταν κοντά Του· ἔφυγαν, δειλίασαν, Τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει καί μόνος Του προχωροῦσε πρός τήν μεγάλη θυσία.
Ἡ ἀχαριστία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει ὅρια! Καί ὄχι μόνον οἱ μαθηταί, ἀλλά καί ἀπό ὅλο τόν κόσμο, πού εὐεργετήθηκε ἀπό Ἐκεῖνον, κανείς δέν Τόν ὑπερασπίσθηκε. Καί βρέθηκε μόνον μία γυναίκα, ἡ γυναίκα τοῦ Πιλάτου νά μεσολαβήση καί νά πῆ στόν ἄνδρα της: «Πρόσεξε! Κατ’ ὄναρ πολλά ἔπαθον σήμερον διά τόν ἄνθρωπον Αὐτόν. Ἄδικα θά Τόν κρίνης, ἄδικα θά Τόν καταδικάσης. Ἄδικα φωνάζουν αὐτοί ἐκεῖ κάτω»(Ματθ. κζ΄, 19) Ἀλλά δέν εἰσηκούσθη.
Καυχήθηκε καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν τούς προέλεγε γιά τό Πάθος Του, ὅτι κι ἄν ὅλοι Σέ ἀρνηθοῦν, ἐγώ ποτέ δέν θά τό κάνω αὐτό σέ Σένα. Ἐκόμπασε, διότι ἐνόμιζε ὅτι μέ τόν ζῆλο, πού τόν διεκατεῖχε καί τήν ἀνθρώπινη δύναμι, θά ἔβγαινε παλληκάρι. Κι ὅμως εἶδε, ὅτι δέν ἦταν οὔτε σάν ἕνα φύλλο φθινοπωρινό. Δέν ἀρνήθηκε τόν Χριστό μπροστά σ’ ἕνα τύραννο, ἀλλά μπροστά σέ μία παιδίσκη, σ’ ἕνα μικρό κορίτσι. «Οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον». Ἐσύ δέν εἶσαι, Πέτρε, πού ἐκόμπαζες, πώς δέν θά Τόν ἀρνηθῆς ποτέ; Καί τώρα, πού εἶναι δίπλα σου καί Τόν χλευάζουν, Τόν ραπίζουν, Τόν μαστιγώνουν, Τόν συκοφαντοῦν, δέν ἔχεις τήν δύναμι νά πῆς ὅτι Τόν γνωρίζεις; Καί ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε καί ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τά λόγια τοῦ Κυρίου καί ἐξῆλθε καί ἐθρήνησε μέ βαθειά μετάνοια γιά τήν ἁμαρτία του! Βλέπετε πόσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι φθηνός; Σήμερα φαίνεται δυνατός κι αὔριο εἶναι τελείως ἀνίσχυρος, ὅταν δέν τόν ἐπισκιάση ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχετε σκεφθῆ, ἔχετε συλλάβει, πῶς σταυρώθηκε; Ποιοί ἦταν οἱ τρομεροί πόνοι Του, ὅταν αὐτοί οἱ βάρ-βαροι Τόν ἅπλωσαν ὕπτιο ἐπάνω στόν Σταυρό καί τόν κάρφωσαν ζωντανό μέ τά καρφιά τοῦ χαλκέως ὄχι αὐτά τά καρφιά τά σημερινά τά ἐξευγενισμένα ἐκεῖνα τά πρωτόγονα καί ἀπαίσια καρφιά! Σκεφθῆτε τό Αἷμά Του νά τινάζεται καί νά σκορπίζεται παντοῦ! Σκεφθῆτε τήν ὀδύνη Του, ὅταν σήκωσαν τόν Σταυρό ὄρθιο καί ὅλο τό βάρος τοῦ σώματός Του στηρίχθηκε ἐπάνω στά καρφιά, πού εἶχαν ἀνοίξει αὐτές τίς μεγάλες πληγές! Τί φοβερό πρᾶγμα ἦταν αὐτό!
Μόνος, ἐντελῶς ἐξαντλημένος, νά ὑπομένη μέ τόση ἀγάπη, μέ τόση ἀνεξικακία, μέ τόση ἀνεκτικότητα καί μακροθυμία ἐκεῖνο τό μαρτύριο τῆς καρφώσεως τῶν χεριῶν καί τῶν ποδιῶν Του, μέ τά ἀγκάθια ἀπό τό ἀκάνθινο στεφάνι νά μπαίνουν συνεχῶς πιό βαθειά στήν Ἄχραντο Κεφαλή Του, μέ ὅλη τήν θλῖψι, πού εἶχε μέσα Του, ἀπό τήν ἀτίμωσι ὅλου ἐκείνου τοῦ εὐεργετηθέντος λαοῦ! Μόνος ἀπό ἀνθρώπινη συμπαράστασι κι ἀπό ἀνθρώπινη βοήθεια!
Βλέπετε ὅτι καί αὐτή ἡ ἐγκατάλειψίς Του ἀπό τούς μαθητάς καί ἀπό τούς εὐεργετημένους, ἦταν ἕνα ἄλλο εἶδος σκληροῦ μαρτυρίου. Καί εἶναι παράδοξο πρᾶγμα, πῶς οἱ μαθηταί, πού ἦταν ἄνδρες, πού θά ἐνόμιζε κανείς ὅτι αὐτοί θά ἦταν οἱ ἄμεσοι συμπαραστάτες Του, ἔφυγαν, ἐνῷ τό ἀσθενικό γένος τῶν γυναικῶν, ἡ Μητέρα καί οἱ μυροφόρες, ἦταν ἐκεῖνο, πού πρόσφερε τήν συμπαράστασι, πού γλύκανε τόν πόνο, παρά τῷ Σταυρῷ.
Καί τότε ἔγινε σεισμός μέγας, ἐσείσθη ἡ γῆ, ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε – λέγει ἡ Γραφή τά μνημεῖα ἠνεώχθησαν, νεκροί ἀνέστησαν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. Ἔγινε χαλασμός ὅλου τοῦ κόσμου. Κι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εὑρισκόμενος τότε κάτω στήν Ἀλεξάνδρεια καί βλέποντας ὅλα αὐτά τά σημεῖα εἶπε: «Ἤ τό πᾶν ἀπώλετο, ἤ ὁ Θεός πάσχει!». Κι ὅταν ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦρθε στήν Ἀθήνα καί ἐκήρυξε τό Εὐ-αγγέλιο καί μίλησε γιά τά σημεῖα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ Διονύσιος ἀνεφώνησε: «Πράγματι ὁ κηρυττόμενος ἀπό τόν Παῦλο εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· εἶναι Θεός!» Καί ἐπίστευσαν πολλοί.
Βλέπουμε ὅτι ἐπάνω στόν Σταυρό ὁ Χριστός μας ἔ-φθασε στό σημεῖο νά πῆ: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;»(Ματθ. κζ΄, 46) Ὄχι ὅτι ὁ Θεός εἶχε ἀνάγκην τῆς βοηθείας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἤθελε νά δείξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀδύναμη φύσι του, ὅσο δυνατός καί νά λογίζεται ὅτι εἶναι, σηκώνοντας τόν σταυρό του, ἔρχονται στιγμές πού γονατίζει. Ἔρχεται πολλάκις στό ἀδιέξοδο νά πῆ τά ἴδια λόγια: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;»
Κι ὁ πιό πνευματικός κι ὁ πιό δυνατός ἄνθρωπος γονατίζει. Καί τότε ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ Κυρηναίου. Ἔχει ἀνάγκη τῆς θείας Χάριτος νά τόν βοηθήση, γιατί καί πάλι πρέπει νά συνεχίση τόν ἀγῶνα, νά φέρη εἰς πέρας τόν πειρασμό, τόν ὁποῖο σηκώνει μέχρι τῆς ἐκπνεύσεως. Διότι κάθε πειρασμός ἔρχεται γιά κάποιο σκοπό καί γιά ταπείνωσι, κατά παραχώρησιν Θεοῦ. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν νά πειρασθῆ ἕνας ἄνθρωπος καί νά μπῆ εἰς οἱονδήποτε κίνδυνο, χωρίς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶπε, ὅτι οὔτε τρίχα οὔτε φύλλο δένδρου, οὔτε πουλάκι δέν πέφτει, ἄνευ τοῦ θελήματός Του;
Καί λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Γνώριζε, ὅτι ὅταν σοῦ ἔρθη κάποιος πειρασμός καί σύ ἀδυνατεῖς νά τόν σηκώσης καί εὔχεσαι στόν Θεό νά τόν σηκώση, ἀνάλογα μέ τό μέγεθος τοῦ πειρασμοῦ, ὑστερήθηκες καί ἀνάλογη Χάρι». Ἐννοεῖ ὅτι ἀνάλογα μέ τόν ἀγῶνα, πού θά παρουσιάσης ἐπάνω σ’ ἕνα πειρασμό, σέ μιά δοκιμασία, ἀνάλογα θά στεφανωθῆς, θά πάρης τό παράσημο, θά πάρης τήν θέσι, θά ἀποκτήσης τήν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐφ’ ὅσον ὅμως γονατίσης καί πῆς: «Θεέ μου, σταμάτησε τόν πειρασμό, δέν μπορῶ νά τόν σηκώσω ἄλλο», καί σέ εἰσακούση, γνώριζε ὅτι σταμάτησε ἐκεῖ καί ἡ ὠφέλεια, τήν ὁποία θά ἔπαιρνες. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι στούς πειρασμούς πρέπει νά εὐχώμεθα νά μᾶς δίνη ὁ Θεός ὑπομονή καί φώτισι καί νά ζητοῦμε νά τούς τελειώση, ὅποτε ὁ Ἐκεῖνος θέλη καί νά μελετοῦμε τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἔτσι μέσα μας θά ἀλλοιωνόμεθα.
Ὅταν ὁ χριστιανός μελετᾶ αὐτό τό Πάθος καί τό ζῆ, ὅταν τό κάνη συνείδησι καί βίωμά του, ὅταν μελετᾶ ὅτι Αὐτός ὁ Θεός ἐπί τῆς γῆς, ὑπέμεινε ὅλο αὐτό τό μαρτύριο γιά κεῖνον, δέν γίνεται τίποτε ἄλλο, παρά ἡ καρδιά του νά πληρώνεται πίστεως καί θείας ἀληθινῆς ἀγάπης. Παίρνει πολύ μεγάλη σοφία, θεία σοφία ἀπό τά Πάθη καί ἡ καρδιά του πάλλει καί καίγεται ἀπό τήν ἀγάπησι τοῦ Χριστοῦ. Πολλούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί δή ἀσκητάς ἡ μελέτη αὐτή τοῦ Πάθους, μέσα στήν ἡσυχία καί στήν καθαρά ζωή τους, τούς ἔφερε σέ μεγάλη θεοπτία.
Ἕνας ἀσκητἠς εἶχε μία πολύ μεγάλη δυσκολία ἀπό πειρασμούς καί θλίψεις ἀπό ἀνθρώπους. Ἀγωνιζόταν νά κρατηθῆ ἀπό τήν ἐπιφορά τῶν πειρασμῶν, τῶν λογισμῶν, τῆς σατανικῆς πιέσεως στό νά ἀγανακτήση καί νά γογγύση πρός τόν Θεό. Καί προσευχόμενος μία νύχτα στήν ἀγρυπνία του, ἀπό τήν κόπωσι ἔκλινε τό κεφάλι κι ἔκλεισε τά μάτια, χωρίς νά τό καταλάβη. Καί εἶδε ἐμπρός του τόν Κύριο, σέ φυσικό μέγεθος, ἐπάνω στόν Σταυρό, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν στήν Σταύρωσι! Κι ἔγειρε τό κεφαλάκι Του δεξιά ὁ Χριστός καί τοῦ λέγει: «Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα σοῦ συμβαίνουν, δέν τά ὑπομένεις διά τήν ἰδικήν Μου ἀγάπην; Πῶς ἐγώ ἔκανα τόση ὑπομονή στήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων καί στήν κα-κία καί στήν ἀσέβεια καί ἐσυγχώρησα τούς σταυρωτάς μου ὁλόψυχα; Ἐσύ διά τήν ἰδικήν μου ἀγάπην δέν κά-νεις ὑπομονή καί δέν συγχωρεῖς καί δέν ἀνέχεσαι καί δέν εὐχαριστεῖς;» Καί τότε ὁ ἀσκητής ἔπεσε στά πόδια τά αἱματωμένα τοῦ Χριστοῦ καί ψηλαφῶντάς τα καί φιλῶντάς τα, ὑποσχέθηκε ὅτι μέχρι θανάτου θά κάνη ὑπομονή.
Ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἔβγαλε ἀπό τήν Αἴγυπτο τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ καί τόν ὡδηγοῦσε, θελήματι Θεοῦ, στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὁ λαός δοκιμαζόμενος ἀπό τόν Θεό, ἐάν εἶναι πιστός καί Τόν ἀγαπᾶ, ἐγόγγυζε ἐπάνω στίς δοκιμασίες. Ὅπως κάνουμε κι ἐμεῖς, καί πρῶτος ἐγώ, πού γογγύζουμε καί λέμε: «Γιατί ὁ Θεός μέ δοκιμάζει ἔτσι; Τί τοῦ ἔφταιξα; Μά οἱ ἄλλοι καλύτεροι εἶναι ἀπό μένα, πού περνᾶνε καλά, κι ἐγώ δυστυχῶ, πού φυλάτ-τω τίς ἐντολές Του;» Κι ἔτσι χάνουμε τό μισθό μας. Γόγγυζαν καί οἱ Ἰσραηλίτες καί ἔλεγαν: «Τί μᾶς ἔφερες ἐδῶ τώρα στήν ἔρημο; Δέν εἶχε μνήματα ἡ Αἴγυπτος καί ἦρθες νά μᾶς θάψης ἐδῶ; Καλύτερα τά πεπόνια καί τά κρεμμύδια τῆς Αἰγύπτου παρά τό μάννα, πού μᾶς ὑπόσχεσαι καί τήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, πού θά ρέη μέ-λι καί γάλα».(Ἀριθ. 11, 5, 8 καί Ἐξοδ. 16,3)
Κι ὁ Θεός γιά νά τούς παιδαγωγήση καί νά τούς συμμορφώση, τούς ἔστειλε μία τιμωρία μέ φίδια. Ἀπέ-λυσε ὁ Θεός μέσα στήν ἔρημο φίδια, πού τούς δάγκω-ναν καί πέθαιναν, ὅσοι γόγγυζαν. Ὁ Μωϋσῆς τότε εὐσπλαχνιζόμενος τόν λαό γονάτισε καί εἶπε: «Θεέ μου, σήκωσε αὐτόν τόν πειρασμό. Ἐμπόδισε τά φίδια νά δαγκώνουν τούς ἀνθρώπους. Συγχώρησέ τους!» Λέει ὁ Θεός: «Φτιάξε ἕνα χάλκινο φίδι· ὕψωσέ το ἐπάνω σ’ ἕνα κοντάρι καί φώναξε στόν λαό: Ὅποιος κοιτάζει αὐτό τό φίδι, θά θεραπεύεται ἀπό τά δαγκώματα, τά ὁποῖα τοῦ ἔκαμαν τά φίδια». Καί πράγματι ἔκανε αὐτό τό χάλκινο φίδι, τό σήκωσε ψηλά, καί ὅσοι τό κοιτοῦσαν, ἐθεραπεύοντο.
Αὐτό τό φίδι ἦταν προτύπωσις τοῦ νοητοῦ ὄφεως, τοῦ Χριστοῦ, πού ὑψώθηκε ἐπάνω στόν Σταυρό. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ Χριστός καί στό Εὐαγγέλιο, γιά νά προμηνύση τήν σημασία τῆς σταυρικῆς Του θυσίας: «Καθώς ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε τόν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰω-αν. γ΄, 14). Δηλαδή, ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἔστησε ψηλά τό φίδι καί ἐκεῖνοι, πού τό κοιτοῦσαν ἐθεραπεύοντο, ἔτσι καί ἐγώ, ὁ Χριστός, ὁ νοητός ὄφις πρέπει νά ὑψωθῶ ἐπάνω στόν Σταυρό· καί ὅποιοι θά κοιτάζετε μέ πίστι ἐμένα ἐπάνω στόν Σταυρό, θά θεραπεύεσθε ἀπό τά δαγκώματα τῶν φιδιῶν τῆς ἁμαρτίας καί δέν θά πεθάνετε, ἀλλά θά ἔχετε αἰώνια ζωή.
Πῶς λοιπόν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος; Κοιτάζοτας τόν Ἐσταυρωμένο. Νά σκεπτώμεθα ὅτι ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ἔνοχοι, πού ὡδηγήσαμε ἐκεῖ τόν Θεό. Καί γιά μᾶς ὅλα αὐτά τά ὑπέστη, γιά τήν δική μας ἀγάπη, γιά μᾶς, πού δέν εἴμασταν ἄξιοι νά δεχθοῦμε αὐτήν τήν Θυσία Του! Περισσότερο δέ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐγώ εἶμαι ὁ αἴτιος αὐτῆς τῆς θλιβερῆς καταστάσεως, πού ὑπέμεινε ὁ Θεός ἐπί τῆς γῆς! Ὅταν θά πᾶμε στό Δικαστήριό Του, γιά νά κριθοῦμε, θά μᾶς δείξη τήν Ἄχραντο Κεφαλή Του μέ τίς πληγές ἀπό τό ἀκάνθινο στεφάνι, τήν πλευρά Του λογχευμένη, τήν πλάτη Του μαστιγωμένη, τά Ἅγια Χέρια καί τά Πόδια Του τρυπημένα ἀπό τά καρφιά τά φοβερά τοῦ χαλκιᾶ! Τί θά ἔχουμε τότε, νά Τοῦ ἀπαντήσουμε; Ἐμεῖς γι’ Αὐτόν τί κάναμε; Πῶς ἀνταποκριθήκαμε; Τί Τοῦ ἀντιπροσφέραμε; Ἐγώ προσω-πικά, τό λέω γιά τόν ἑαυτό μου· «μηδέν». Μία σωρεία ἁμαρτημάτων προσφέρουμε. Νά, ἡ ἀνταπόδοσίς μας ποιά εἶναι. Ἀντί τοῦ μάννα, χολήν. Αὐτός μᾶς ἔδωσε τό μάννα, τόν ἑαυτόν Του ὁλόκληρο κι ἐμεῖς Τόν ποτίσαμε μέ τήν χολή τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτή εἶναι ἡ «εὐγνωμοσύνη» μας γιά τήν Θεία Του Σταύρωσι!
Ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ πρέπει ὄχι ἁπλῶς νά μᾶς συγκινῆ, ἀλλά νά μᾶς καταλάβη ἐξ ὁλοκλήρου καί νά μᾶς ἀναμορφώση πνευματικά, ὥστε νά τήν ζήσουμε ἐν πράξει· πρωτίστως μέσα στήν καρδιά μας, μέ τήν Χάρι Του, καί κατ’ ἐπέκτασιν μέ τήν ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Ἐσταυρωμένο γυμνό ἐπάνω στόν Σταυρό, ὅταν βλέπω πόσα ὑπέφερε ἀπό τούς ἀν-θρώπους ὁ Θεός ὁ ἀναμάρτητος, ὅταν βλέπω τήν ἀγά-πη Του, τήν εὐτέλεια, τήν ταπείνωσί Του καί σκέπτο-μαι, ὅτι γιά μένα σταυρώθηκε ἀπό ἀγάπη, ὅτι συγχώ-ρησε τούς σταυρωτάς Του, ὅτι συγχώρησε τούς ἀποστό-λους, πού Τόν ἐγκατέλειψαν, ὅτι συγχώρησε τήν ἀχαριστία καί τήν ἀσέβεια ὅλων τῶν ἀνθρώπων, λέγοντας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄, 34), πῶς ἐγώ δέν θά ὑπομείνω, ἐάν μέ ταπεινώσουν, ἐάν μέ ρεζιλέψουν, ἐάν μέ φτύσουν, ἐάν μοῦ κάνουν ὅ,τιδήποτε;
Ἅπαξ καί εἶμαι μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι βα-πτισμένος στό Ὄνομά Του καί θεωροῦμαι παιδί Του καί θά κληρονομήσω τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, εἶναι δυνατόν ποτέ νά φανῶ ὀκνηρός κι ἀπάνθρωπος καί νά μή συγχωρήσω ὅ,τι ἐλαφρό μοῦ ἔκανε ἕνας ἀδελφός μου; Ποτέ. Ἄρα κοιτάζοντας τόν Ἐσταυρωμένο μέσα μου ἀλλάζω, μαλακώνει ἡ καρδιά μου κι ἁπλώνεται ἡ ἀγάπη. Καί μπορῶ ἐκείνη τήν στιγμή νά τρέξω, νά βάλω μετάνοια στόν ἀδελφό μου, νά τόν ἀγκαλιάσω καί νά τοῦ πῶ: «Ἀδελφέ μου, συγχώρησέ με, πού σοῦ ἔκα-να αὐτό τό πρᾶγμα· κι ἄν μοῦ ἔκανες κι ἐσύ κάτι, Θεός σχωρέσου!»
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μέσα σέ σύναξι κόσμου, ἀλλά μέσα στήν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ του, ἐν ὥρᾳ προσευχῆς, παρακολουθήση ὅλη αὐτήν τήν σειρά καί τίς φά-σεις τῆς Σταυρώσεως καί τόν ἐπισκιάση ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ, γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ! Ζῆ μία κατάστασι πρα-γματικότητος καί τότε δέν μένει τίποτε ἄλλο, παρά τά μάτια του νά γίνωνται δυό βρύσες ἀπό δάκρυα μετα-νοίας, πόνου καί συμπόνοιας γιά τήν σταυρική αὐτή Θυσία τοῦ Χριστοῦ μας.
Μετά τήν Σταύρωσι τί ἀκολούθησε; Ἡ Ἀνάστασις. Ἄρα καί γιά ὅποιον σταυρώση τά πάθη του καί τά νε-κρώση μέ τήν νέκρωσι τοῦ Χριστοῦ, θά ἀκολουθήση καί ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς του. Ξέρετε τί θά πῆ ἀνάστασις; Ἐάν ὁ Χριστός σταλάξη στήν καρδιά ἕνα ἐλάχιστο μόριο ἀναστάσιμης χαρᾶς, ἐάν δώση ὁ Θεός καί τήν γευθῆ ὁ ἄνθρωπος, αἰσθάνεται πραγματικά τόν Παράδεισο μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, στήν καρδιά του! Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄, 21.) Καί πότε θά τό νοιώσω αὐτό; Πότε θ’ ἀναστηθῶ; Ὅταν θά σηκώσω τόν σταυρό. Ὅταν πάθω κι ἐγώ ὅ,τι ἔπαθε Αὐτός, τότε θά γνωρίσω κι ἐγώ τήν Ἀνάστασι τήν δική Του.
«Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον». Τί λέ-με, ὅτι εἴδαμε τήν Ἀνάστασι; Μά, πῶς τήν εἴδαμε τήν Ἀνάστασι; Τήν Ἀνάστασι τήν γνωρίζει κανείς μόνο μέσα στήν καρδιά του, ὅταν νοιώση ἀναστάσιμο τόν Χριστό πραγματικά καί ὅλη τήν Βασιλεία Του μέσα του. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐντελῶς ξένος πρός τόν κόσμο. Τά τοῦ κόσμου δέν τόν ἐνδιαφέρουν. Περπατάει στήν γῆ καί ὁ νοῦς του καί ἡ καρδιά του εἶναι στόν οὐρανό.
Βλέπουμε τούς ἀσκητάς, πού πέρασαν πόσες κα-κουχίες, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, ἀρρώστειες, χωρίς νά ἔχουν φάρμακα καί γιατρούς κ.λ.π. Κι ὅλον αὐτόν τόν κόπο, τῆς ἀσκήσεως, ὅλον αὐτόν τόν πόνο, πῶς τά ἀντιμετώπιζαν; Μελετοῦσαν τήν Σταύρωσι καί διά τῆς θεωρίας μεταφερόντουσαν στόν οὐρανό καί ἔλεγαν: «Αὐτά ἐδῶ εἶναι λίγα μπροστά σ’ ἐκεῖνα τά ἐπάνω τά οὐράνια!». Καί πολλοί ἅγιοι μάρτυρες, πολλοί στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν μελέτη αὐτή ἔνοιωσαν πολύ θεῖον ἔρωτα κι ἀντιμετώπισαν τούς τυράννους κι ἀξιώθηκαν μαρτυρικοῦ στεφάνου. Καί οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες τί ἔλεγαν; «Εἶναι παγωμένη ἡ λίμνη, ἀλλά ζεστός καί γλυκύς ὁ Παράδεισος!».
Τά βάσανα τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι πρόσκαιρα, ἡ χαρά ὅμως καί ἡ ἀπόλαυσις αἰώνια. Ὅλοι ἔχουμε πει-ρασμούς, ὅλοι ἔχουμε θλίψεις, στενοχώριες, τό ἕνα, τό ἄλλο. Δέν ὑπάρχει κεφαλή χωρίς πόνο καί καρδιά χω-ρίς στενοχώρια. Ὅταν ὅμως τά ὑπομένουμε ὅλα αὐτά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μέ καρτερία καί ταπείνωσι, ἀξιωνόμεθα δι’ αὐτῶν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις, γιά νά ἔχουμε λόγο δικαιοσύνης καί νά ζητήσουμε ἀνάπαυσι στόν Οὐρανό.
Θά μᾶς χρειαστῆ αὐτή ἡ μελέτη καί τώρα κι ἀργότερα περισσότερο. Γιατί; Γιατί μᾶς περιμένουν πολλά κακά, ἡμέρες δύσκολες καί χαλεπές. Καί τότε θά θριαμβεύση ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστός σέ ὅποιον θά Τόν ἀγκαλιάση, σέ ὅποιον θά ἀγκαλιάση τό Πάθος Του μέ πίστι καί ἀγάπη. Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας μελετητής τοῦ Πάθους καί τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ νά μή Τόν ὁμολογήση καί νά μή θυσιάση τόν ἑαυτό του; Ποιός θά Τόν ἀρνηθῆ; Θά Τόν ἀρνηθῆ ἐκεῖνος, πού θά ἀρνηθῆ αὐτήν τήν μελέτη.
Κατά τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου καί κατά τίς προφητεῖες τῶν Ἁγίων ἀναμένουμε τόν Ἀντίχριστο. Καί καλῶς νά ἔρθη. Διότι θά ἔρθη γιά νά κάνη τέστ, νά δοκιμάση τούς ἀνθρώπους κατά πόσον πιστεύουν θε-τικά στό Χριστό. Ἡ ἄθλησις θά εἶναι ἐπάνω στήν πίστι τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν νά μελετοῦμε τήν Σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ, νά κάνουμε θεωρία γύρω ἀπ’ αὐτήν, νά τήν ζοῦμε μέσα μας, γιά νά μπορέσουμε σιγά-σιγά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά δαγκώματα τῆς ἁμαρτίας. Κι ἔτσι, ἀφοῦ θεραπευθοῦμε μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, νά προετοιμαζώμεθα γιά νά δώσουμε τήν τελική μάχη, πού θά μᾶς εἰσαγάγη στήν Βασιλεία Του. Ἀμήν.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Ο Μ Ι Λ Ι Α Ι
ΤΟΜΟΣ Β΄
ΕΚΔΟΣΙΣ: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ