Η οικογενειακή ζωή στο σπίτι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής

π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν – Μεγάλη Σαρακοστή, Ἕνας τρόπος ζωῆς
 
Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τὴν πρώτη καὶ βασικότερη περιοχὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἢ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στὴν καθημερινὴ ζωή. Τὸ σπίτι, δηλαδὴ τὸ στυλ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὸ σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σχηματίζει μέσα μας τὴ θεμελιακὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ μορφοποιεῖ στὸν ἐσωτερικό μας, τὸ βασικὸ προσανατολισμό, τὸν ὁποῖο ἴσως γιὰ ἀρκετὸ διάστημα δὲν τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλὰ ποὺ τελικὰ θὰ γίνει ἕνας ἀποφασιστικὸς παράγοντας. 
Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dοstοyevsky στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ λέει: «ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιὰ ὅλη του τὴ ζωή». Τὸ σημαντικὸ δὲ εἶναι ὅτι κάνει αὐτὴ τὴν παρατήρηση ὕστερα ἀπὸ τὴ θύμηση τῆς μητέρας του ποὺ τὸν εἶχε πάρει μαζί της στὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀκολουθίας, τὴ μοναδικὴ μελῳδίᾳ τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιὸν σου…».
 
Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιὰ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ γίνεται σήμερα στὰ κατηχητικὰ σχολεῖα δὲν σημαίνει καὶ πολλὰ πράγματα, ἂν δὲν βασίζεται στὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειας. Τί, λοιπόν, θὰ μποροῦσε καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει στὸ σπίτι στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θὰ περιοριστοῦμε μόνο σὲ μία ἀπ᾿ αὐτές.
 
Ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ῥιζικὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης. Αὐτὰ τὰ μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τὴ ζωή. Δὲν χρειάζεται κανεὶς νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σὲ ἀπόσταση ποὺ τὸν φτάνουμε… ἀκίνητοι. Καί, σιγὰ σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νὰ βρεθοῦμε σ᾿ ἕναν ἐσωτερικὸ κόσμο, μέσα στὴν ὀμορφιὰ τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπὸ τὸ σύγχρονο πολιτισμό μας.
 
Καὶ ἂν δὲν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική. Ἡ μουσικὴ ἔπαψε νὰ εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἀκούει κανεὶς σταθερά. Ἔγινε πιὰ μία «ὑπόκρουση θορύβου» ποὺ συνοδεύει τὶς συνομιλίες μας, τὸ διάβασμα, τὸ γράψιμο κλπ. Στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἀκούγεται συνέχεια μουσικὴ φανερώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νὰ χαρεῖ τὴ σιωπή, νὰ τὴν καταλάβει ὄχι σὰν κάτι ἀρνητικό, σὰν μία ἁπλὴ ἔλλειψη, ἀλλὰ ἀκριβῶς σὰν μία παρουσία καὶ σὰν τὴν μοναδικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πιὸ ἀληθινὴ παρουσία.
 
Ἂν ὁ Χριστιανὸς τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατὰ ἕνα μεγάλο βαθμὸ σ᾿ ἕνα σιωπηλὸ κόσμο ποὺ τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιὰ αὐτοσυγκέντρωση στὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ὁ σημερινὸς χριστιανὸς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ κάνει εἰδικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ καλύψει αὐτὴ τὴν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία αὐτὴ μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ὑψηλὲς πραγματικότητες. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ πρόβλημα τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δὲν εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἢ θανάτου.
 
Πρέπει κανεὶς νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μοιράσουμε τὴ ζωή μας ἀνάμεσα στὴ «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ στὸ τελευταῖο σήριαλ. Αὐτὰ τὰ δυὸ βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καὶ τὸ ἕνα, σίγουρα, θὰ σκοτώσει τὸ ἄλλο. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανό, ἐκτὸς ἂν γίνεται μία ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τὸ τελευταῖο σήριαλ ἔχει πολὺ μεγαλύτερες ἐλπίδες σὲ βάρος τῆς «χαρμολύπης» – παρὰ τὸ ἀντίθετο.
 
Μία πρώτη «συνήθεια» ποὺ προτείνεται εἶναι νὰ μειωθεῖ δραστικὰ ἡ παρακολούθηση τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Δὲν τολμοῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ὑπάρξει μία «γενικὴ» νηστεία, ἀλλὰ μόνο ἡ «ἀσκητικὴ» ἡ ὁποία, ὅπως ξέρουμε, σημαίνει, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἀλλαγὴ τροφῆς καὶ μειώσή της. Φυσικὰ τίποτε τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στὸ νὰ συνεχίσει κανεὶς νὰ παρακολουθεῖ στὸ ῥαδιόφωνο καὶ στὴν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτὲς σειρές, ἐνδιαφέροντα καὶ πνευματικὰ ἢ διανοητικὰ ἐμπλουτισμένα προγράμματα.
Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ σταματήσει στὴν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στὴν τηλεόραση – ἡ μετατροπὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ «λάχανο» πάνω σὲ μία πολυθρόνα κολλημένο στὴν ὀθόνη ποὺ παθητικὰ δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ᾿ αὐτή. Ὅταν ἤμουνα παιδὶ (ἦταν τότε ἡ προτηλεοπτικὴ ἐποχὴ) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νὰ κλειδώνει τὸ πιάνο τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση εἶναι μέσα μου ζωηρότερη ἀπὸ τὶς μακρινὲς ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἀκόμα καὶ σήμερα ὅταν παίζει τὸ ῥαδιόφωνο αὐτὲς τὶς μέρες μὲ ταράζει σχεδὸν ὅσο καὶ μία βλαστήμια. Ἀναφέρω αὐτὴ τὴν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνο σὰν μία διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης ποὺ μποροῦν νὰ ἔχουν μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες στὴν ψυχὴ ἑνὸς παιδιοῦ. Καὶ αὐτὸ ποὺ κρύβεται ἐδῶ δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἀπομονωμένο ἔθιμο ἢ ἕνας κανόνας ἀλλὰ εἶναι μία ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σὰν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σὰν κάποιου πράγματος ποὺ εἶναι παρὸν ὅλο τὸ χρόνο καὶ ποὺ δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ, νὰ ἀκρωτηριαστεῖ, νὰ καταστραφεῖ. 
 
Ἡ σιωπὴ ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων ποὺ παράγονται ἀπὸ τὰ μέσα τῆς μαζικῆς ἐπικοινωνίας, πρέπει νὰ γεμίσει μὲ θετικὸ περιεχόμενο. Ἂν ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ τροφὴ γιὰ τὶς ψυχές μας, τροφή, ἐπίσης, θέλει καὶ τὸ μυαλό μας, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ διανοητικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ποὺ καταστρέφεται σήμερα ἀπὸ τὸ ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ῥαδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εἰκονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ προτείνουμε, παράλληλα μὲ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια, εἶναι μία διανοητική, θὰ λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρποὺς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τῆς φαντασίας καὶ τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στὴ ζωή μας μόνο καὶ μόνο γιατὶ μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ ἄνετο, γυρίζοντας στὸ σπίτι ἀπὸ τὴ δουλειὰ παραδομένοι στὴ σωματικὴ καὶ διανοητικὴ κόπωση, νὰ πιέσουμε τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης ἢ νὰ βυθιστοῦμε στὸ τέλειο κενὸ ἑνὸς εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ.
 
Ἀλλὰ πῶς φανταζόμαστε ὅτι θὰ μπορούσαμε νὰ προγραμματίσουμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νὰ κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιὰ διάβασμα; Φυσικὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλὴ «Θεολογία» κρυμμένη σὲ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα καὶ καθετὶ ποὺ πλουτίζει τὴ νοημοσύνη μας, κάθε καρπὸς τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματικὴ ἀξία.
 
Σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέραμε ὅτι ἡ τετάρτη καὶ ἡ πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στὴ μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Θὰ πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ πάρουμε σὰν μία εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ζητάει ἀπὸ μᾶς ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνουμε στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νὰ ἐμπλουτίσουμε τὸν πνευματικὸ καὶ διανοητικὸ ἐσωτερικὸ κόσμο μας, νὰ μελετήσουμε καὶ νὰ στοχασθοῦμε πάνω σὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει ν᾿ ἀνακαλύψουμε αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ τὶς χαρές του. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ χαρά, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐκπληρώνεται ἐσωτερικὰ καὶ ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δὲν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κἂν μία γεύση· ὅμως χωρὶς αὐτή, χωρὶς τὴν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σὰν ταξιδιοῦ στὸ βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστὴ χάνει τὸ νόημά της.
 
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999