Ἡ μεγάλη καὶ ἡ μικρὴ θυγατέρα

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

Ὄχι ἕνα ἀλλὰ δύο θαύματα πίστεως μᾶς παρουσιάζονται στὸ Εὐαγγέλιο τὴν Κυριακὴ Ζ’ Λουκᾶ (η’ 41-56). Δυὸ πονεμένες ὑπάρξεις, ἕνας ἀρχισυνάγωγο καὶ μιὰ γυνὴ αἱμοῤῥοοῦσα, προσδοκοῦν τὸν Κύριο (ὅ. π. 41) καὶ ἀναζητοῦν παρηγορία καὶ ἀνάπαυση στὴν θλίψη των. Καὶ οἱ δύο εἶχαν «ἀπαγορευτικό» ἀπὸ τὸν νόμο νὰ τὸν πλησιάσουν, ὁ ἕνας διότι ὡς ἀρχισυνάγωγος θά «μολυνόταν» ἀπὸ τὸ κήρυγμά του, ἡ ἄλλη, διότι, λόγῳ τῆς ἀσθενείας της, ἦταν, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἡ ἴδια ἀκάθαρτη καὶ μολυσμένη.

Ἀπὸ τὴν μία, ὁ σημαίνων ἀρχισυνάγωγος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἁπλῆ γυναῖκα τοῦ λαοῦ ἀποτελοῦν ἔνδειξη ὅτι πάντες, ἀνεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας, κοινωνικῆς τάξεως, καταγωγῆς, προσδοκοῦσαν τὸν Κύριο, τὸν θεραπευτὴ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, γιὰ νὰ εὕρουν τὴν ὑγειά των. Ἔχοντες λοιπόν, ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι μόνον κοντά Του μποροῦν νὰ παρηγορηθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν, παρακάμπτουν τοὺς κανόνες καὶ προσέρχονται σὲ Ἐκεῖνον μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, ὁ ἀρχισυνάγωγος φανερὰ καὶ ἡ αἱμοῤῥοοῦσα κρυφά.

Ὁ Ἰάειρος, -αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχισυναγώγου-, «πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῶ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν (ἦταν ἑτοιμοθάνατη)» (Λουκ., η’ 42). Ἡ αἱμοῤῥοοῦσα, ἀπὸ τὴν ἄλλη, «οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι» (ὅ. π., 43). Καὶ οἱ δύο, ἑπομένως, εἶχαν ἐναποθέσει τὶς τελευταῖες των ἐλπίδες γιὰ θεραπεία στὸν Κύριο. Κανεὶς ἄλλος, ἀνθρωπίνως, δὲν μποροῦσε πλέον νὰ τοὺς βοηθήσῃ.

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ δύο λησμονοῦν πρὸς στιγμὴν «τὰ πρέπει» καὶ ταπεινώνονται γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν γιὰ τὸν Κύριο. Ὁ ὑψηλὰ ἱστάμενος Ἰουδαῖος παρακαλεῖ δημοσίως τὸν Κύριο, ποὺ τὸν φθονοῦν οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, νὰ ἔλθῃ στὸν οἶκο του γιὰ τὴν θεραπεία τῆς μοναχοκόρης του, κινδυνεύοντας ἔτσι νὰ βρεθῆ ἀποσυνάγωγος γιὰ τὸ ἀποτόλμημά του. Ἡ «ἀκάθαρτη» γυναῖκα, ποὺ ἔπρεπε κατὰ τὸν νόμο νὰ ζῆ στὸ περιθώριο, τολμάει νὰ πλησιάσῃ τὸν Κύριο, διακινδυνεύοντας νὰ ἀποκαλυφθῇ ἀπὸ τούς «καθαρούς» καὶ νὰ ἐξευτελιστῇ δημοσίως γιὰ τό «θράσος» της!

Καὶ ὅμως! Ὁ εὐγενὴς καὶ εὔσπλαγχνος Κύριος δὲν ἀπογοητεύει κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο γιὰ τὸ θάρρος τῆς πίστεώς των καί, συγχρόνως, τῆς ἐμπιστοσύνης ποὺ δείχνουν στὸ πρόσωπό Του. Τὴν μὲν ταλαίπωρη κόρη τὴν προτρέπει νὰ ἀποκαλύψῃ δημοσίως «δι’ ἥν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ …καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.» (ὅ. π., 47), ὄχι ἀσφαλῶς, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ τὴν ἐξευτελίσῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν προβάλῃ «ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ» ὡς ὑπόδειγμα πίστεως, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πίστευσε ὅτι καὶ μὲ τὸ ἄγγιγμα μόνον τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου Του ἦταν δυνατὸν νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὴν φοβερή της ἀσθένεια. Τὴν ἐπιβραβεύει, μάλιστα, γιὰ τὴν πίστη της, ἀποκαλῶντας την τρυφερὰ θυγατέρα Του: «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.» (ὅ. π., 48). Τὸν δὲ ἀρχισυνάγωγο, λένε πάλι οἱ σοφοὶ Πατέρες, μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος στὴν αἱμοῤῥοοῦσα, καθ’ ὁδὸν γιὰ τὸν δικό του οἶκο, τὸν προετοίμασε γιὰ τὸ ἄλλο, τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, τῆς ἀναστάσεως τῆς δικῆς του κόρης, ποὺ θὰ ἐπακολουθοῦσε σὲ λίγο.

Θαυμαστὰ τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ θαυμαστὴ ἡ πίστη ὅσων ἐνεργοποιοῦν τὴν θεία δύναμη καὶ ἐνέργεια! Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, ἡ πίστη εἶναι δεδομένη, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος δὲν τὴν ζητάει, γιὰ νὰ συντελεστῆ τὸ θαῦμα («Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ματθ., θ’ 28). Ἡ ἄρρωστη γυναῖκα θεραπεύεται, χάρη στὴν πίστη της, μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ θεϊκοῦ ἱματίου, καὶ ἡ ἄρρωστη κόρη, χάρη στὴν πίστη τοῦ πατρός της, βρίσκει ἐπίσης τὴν θεραπεία της ἀπὸ τὸ ἄγγιγμα τῆς θεϊκῆς Του χειρός: «…καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων: ἡ παῖς ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψεν τὸ πνεῦμα αὐτῆς καὶ ἰάθη παραχρῆμα.» (ὅ. π., 55).

Ἀξίζει, στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ ἐπισημάνῃ κανεὶς μιὰ ἀκόμη σχέση μεταξὺ τῆς μικρῆς καὶ τῆς μεγάλης θυγατρὸς τοῦ Κυρίου, καὶ αὐτὴ ἔγκειται στὸν ἀριθμὸ δώδεκα, ποὺ ἀναφέρει εἰδικὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Δωδεκαετὴς ἡ ἀσθενὴς κόρη, δωδεκαετὴς καὶ ἡ ἀσθένεια τῆς γυναικός. Ἡ μικρὴ κόρη πεθαίνει δώδεκα ἐτῶν, ἐνῶ ἡ μεγάλη θεραπεύεται, μὲ τὴν πίστη της, ἀπὸ ἀσθένεια δώδεκα ἐτῶν, ἐπισημαίνουν χαρακτηριστικὰ οἱ ἑρμηνευτὲς Πᾳτέρες καὶ μάλιστα ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἅπαντα τὰ ἔργα, Πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Α’», κεφάλαιο 8ο, σελ. 383-387).

Μπορεῖ, ὅμως, νὰ διακρίνῃ κανεὶς καὶ μιὰ βαθύτερη κοινωνικὴ διάσταση στὴν ἑρμηνεία τῆς περικοπῆς τοῦ κατ’ ἐξοχὴν κοινωνικοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία αὐτήν, τὸ τέκνο εἶναι θνησιγενές, διότι ὁ μεγάλος -πατέρας, μητέρα, κοινωνία- πάσχει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ «ἀποκύει» τὸν θάνατο (Ἰάκωβος Ἀδελφόθεος, α’ 15). Εἶναι, ἑπομένως, ἀνάγκη νὰ προηγηθῇ ἡ θεραπεία τοῦ μεγάλου, γιὰ νὰ ζήσῃ καὶ ὁ μικρός. Χρειάζεται νὰ πιστέψῃ ἡ μεγάλη κόρη καὶ νὰ θεραπευτῆ διὰ τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, γιὰ νὰ ἔλθῃ πίσω στὴν ζωή, νὰ ἀνα-ζήσῃ, νὰ ἀναστηθῆ καὶ ἡ μικρὴ κόρη.

Ὁ μεγάλος πρέπει νὰ ἀγγίξῃ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ σωθῆ, ὅπως ἔκανε ἡ αἱμοῤῥοοῦσα. Τὸν μικρό, ὅμως, ποὺ πάσχει ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου, γιὰ νὰ γίνῃ καλά, τὸν ἀγγίζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀνταποκρινόμενος, βεβαίως, στὸ κάλεσμα πίστεως τοῦ μεγάλου, ὅπως κάνει ὁ Κύριος γιὰ τὴν θεραπεία τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου.

Ἐὰν θέλωμε, ἑπομένως, νὰ βοηθήσωμε καὶ ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι μεγάλοι, τὰ παιδιά μας νὰ σωθοῦν, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸ παράδειγμα τῶν δύο μεγάλων τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Ἰαείρου καὶ τῆς αἱμοῤῥοούσης, νὰ παραδεχθοῦμε δηλαδὴ ἐμεῖς τὴν ἀσθένειά μας καὶ τότε θὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ἡ θεραπεία τῶν παιδιῶν μας.

 Ἐὰν ἔχωμε καὶ μεῖς τὸ θάρρος καὶ τὴν ταπείνωση νὰ ὁμολογοῦμε «δημοσίως» τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ ἐξομολογούμαστε καὶ νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ γιὰ τὰ δικά μας ἀτοπήματα, τότε θὰ βοηθήσωμε, μὲ τὴν σειρά μας, καὶ τὰ παιδιά μας νὰ ἀκολουθήσουν τὸ δικό μας καλὸ παράδειγμα. Ἂς μὴν τὰ καταδικάζωμε ἄλλο σὲ θάνατο, μὲ τὶς δικές μας ἠθελημένα ἀθεράπευτες πνευματικὲς ἀσθένειες. Ἐὰν τὰ ἀγαπᾶμε πραγματικά, ἂς ἀποφασίσωμε, ἐπιτέλους, νὰ θυσιάσωμε, γιὰ χάρη των, τὰ δικά μας πάθη. Εἶναι τὸ καλύτερο δῶρο ποὺ ἔχομε χρέος νὰ κάνωμε στὴν νέα γενιά, μιὰ ἔνεση ζωῆς, ποὺ τῆς ἀξίζει, γιὰ νὰ ζήσῃ ἀληθινὰ κατὰ Θεόν.

Τὸ ὄφελος, πάντως, ἀπὸ μιὰ τέτοια θεραπεία καὶ ἀνάσταση θὰ εἶναι κοινὸ καὶ πραγματικὰ σωτήριο γιὰ ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους, ὥστε, «σωφρόνως, δικαίως καὶ εὐσεβῶς» ζῶντες, νὰ εὕρωμε, τελικά, ὅλοι χάρη καὶ ἔλεος παρὰ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν. Γένοιτο!