Η ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινὸν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φὸβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τὶς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδης, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος».
περιπεσοῦσα, μετοχὴ ἀορίστου τοῦ περιπίπτω = πέφτω σὲ λάθη
ἡ τάξις = διευθέτηση, ἔργο, καθήκοντα
ὀδύρομαι = ὁλοφύρομαι, πενθῶ, θρηνολογῶ, μοιρολογῶ
ὁ οἶστρος ἔντομο, ἀλογόμυγα, ποὺ παρενοχλεῖ τὰ ζῶα τοῦ κοπαδιοῦ, 1. μεταφ., τσίμπημα, κέντρισμα, ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ φρενίτιδα, μανία,· ἀπόλ., τὸ κέντρισμα τοῦ πόνου, ἀγωνία, σὲ Σόφ. 2. σφοδρή, τρελὴ ἐπιθυμία, παράλογο πάθος· γενικά, τρέλα, μανία, παραφροσύνη.
διεξάγω = φέρω εἰς πέρας, διευθύνω, κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ΙΙ. δ. βίον, ὑποστηρίζω τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζῶήν μου
ζοφώδης = σκοτεινός ὁμόρριζα: ζέφυρος <αρχ. ζέφυρος < ζόφος, ζοφερός <αρχ. ζοφερός < ζόφος “σκοτάδι”, ζοφερότητα <μσν. ζοφερότης < ζοφερός, ζοφώδης <αρχ. ζοφώδης < ζόφος
ἀσέληνος -ον (σελήνη), αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει φεγγάρι, ἀσέληνος, νύξ
ἄφατος = ἀνείπωτος
ἀποσμήχω = σφουγγίζω τὴ βρωμιά, καθαρίζω σφουγγίζοντας, ὁμόρριζο: σμῆγμα
ὁ βόστρυχος πλήθ. βόστρυχα (βλ. βότρυς), 1. μπούκλα μαλλιῶν 2. ὁτιδήποτε εἶναι πλεγμένο στριφογυριστά – ἑλικοειδῶς, ὁτιδήποτε εἶναι περιτυλιγμένο· πῦρὸς βόστρυχος, λέγεται γιὰ τὴν ἀστραπή
τὸ οὖς = αὐτί
τοῦ ὠτός
τῷ ὠτί
τό οὖς
(ὦ) οὖς
τά ὦτα
τῶν ὤτων
τοῖς ὠσί / ὠσίν
τά ὦτα
(ὦ) ὦτα
ἰσοσυλλαβίες: Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
ὁμοτονίες: καταφιλήσω, ἀποσμήξω
παραλληλισμός: Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὓδωρ
παρήχηση: καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τὶς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Κύριε, ἡ γυναῖκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες, ὅταν συναισθάνθηκε τὴν Θεότητά Σου, ἀναλαμβάνει ἔργο μυροφόρου καί, ὀδυρομένη, Σοῦ προσφέρει μύρα πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ Σου. Ἀλλοίμονό μου, ἔλεγε, γιατὶ νύχτα ὑπάρχει μέσα μου, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφερὸς καὶ ἀσέληνος ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας. Δέξου μου τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μου, Ἐσὺ ποὺ ἀνυψώνεις σὲ νεφέλες τὸ θαλάσσιο ὕδωρ. Λύγισε στοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς μου, Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν ἄφατή σου κένωση, ἔκανες νὰ κλίνουν οἱ οὐρανοί. Θὰ καταφιλήσω τὰ ἄχραντα πόδια Σου καὶ θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλεκτὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μου, τὸν κρότο τῶν ὁποίων σὰν ἄκουσε ἡ Εὔα, τὸ δειλινὸ στὸν παράδεισο, ἀπὸ τὸν φόβο της κρύφτηκε. Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κρίσεών Σου τὶς ἀβύσσους, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐξιχνιάσῃ, ψυχοσῶστα Σωτῆρα μου; Μή μὲ καταφρονήσῃς τὴν δούλη σου, Ἐσὺ ποὺ ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος.