Η άρση του αφορισμού της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο

ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ Ο ΦΙΛΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑΜΦΟΣ

Την Μεγάλην Δευτέραν του 1821, τρεις ώρας μετά το μεσονύκτιον, ότε άπαντες οι εν τω πατριαρχείω εκοιμώντο ύπνον βαθύν, ο αοίδιμος πατριάρχης Γρηγόριος κατέβαινε την κλίμακα, φέρων εις χείρας κλείδα και υπό των σεβασμιωτάτων συνοδικών, των μητροπολιτών Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομήδειας και Νίκαιας, παρακολουθούμενος. Κατελθών δε εις την αυλήν του μεγάρου επορεύθη προς την θύραν του πατριαρχικού ναού και ηνέωξεν αυτήν, εξαγαγών δε την κλείδα την έθεσεν εις την ζώνην του, και εισελθών μετά των αγίων συνοδικών εν αυτώ, έκλεισεν αυτήν ένδοθεν. Ουδέν άλλο φως εφώτιζε τον ναόν, ειμή το αμυδρόν φως της κανδήλας του εσταυρωμένου και το τής όπισθεν του αρτοφορείου τής Αγίας τραπέζης. Η σιγή, το τρέμον φως των δύο κανδηλών, η μαρμαρυγή των αγίων εικόνων, ας αι ασθενείς τού φωτός ακτίνες εδείκνυον κινουμένας, το σοβαρόν και ιεροπρεπές της εκκλησίας, η παρουσία επτά ρασοφόρων, των επισημοτέρων ποιμένων της ανατολικής τού Κυρίου ημών ποίμνης, παρίστανον θαυμάσιον απερίγραπτον θέαμα, συγκινητικόν τε και εμβριθές.

Άγιοι αδελφοί και συλλειτουργοί, είπε προς αυτούς ο σοβαρός και ευσεβής πατριάρχης, αφ’ ου προεχώρησαν μέχρι των αγίων θυρών του ιερού βήματος, ένθα συνετάχθησαν εις κύκλον, έχοντες αυτόν εν τω μέσω —ιδού συνήλθομεν εν τω Ναώ τού Θεού, ουδείς άλλος μάς βλέπει ειμή ο ακοίμητος αυτού οφθαλμός και ουδέν άλλο ούς μάς ακούει, ειμή το ούς τού κλίνοντος αυτό εις τας δεήσεις και των δικαίων και αμαρτωλών. Προ μικρού απευθύναμεν αφορισμόν ακούσιον κατά των επαναστάντων αδελφών ημών χριστιανών, των υπό την σημαίαν σταυρού μαχομένων υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ο Σωτήρ ημών ενετείλατο ημίν τό «εύχεσθε και μη καταράσθε», ημείς δε κατηράσθημεν έργον άγιον, πράξιν θείου μαρτυρίου θυμάτων ιερών υπέρ πίστεως τού Χριστού προσφερθέντων είς ολοκαύτωσιν, κατηράσθημεν τους τον βαρύν ζυγόν της δουλείας απωθήσαντας, ίνα ελευθερώσωσι την πατρίδα από τους υβριστάς της αγίας ημών πίστεως και τους καταπιεστάς της εθνικότητος ημών. Όθεν ο ακοντισθείς παρ’ ημών αφορισμός κατ’ αυτών ου μόνον επιβαρύνει τον τράχηλον ημών, αλλά και τούς αγωνιζομένους κατέθλιψε, και τοι ακούσιος, διό οφείλομεν ίνα άρωμεν αυτόν τη παρακλήσει τού παναγίου πνεύματος.

Αλλ’ ημείς, παναγιώτατε πατριάρχα, επράξαμεν έργον ακούσιον, υπετάχθημεν εις την βίαν και εις την ανάγκην, ίνα μη ερεθίσωμεν την οθωμανικήν κυβέρνησιν εις μείζονας κατά των χριστιανών κακώσεις, απεκρίθη ο μακάριος και φιλόκαλος Εφέσου, απομάξας δάκρυ συμπαθείας και μετανοίας συγχρόνως.

Αληθώς επράξαμεν έργον ακούσιον,—υπέλαβεν ο αοίδιμος πατριάρχης, αληθώς, ενώ υπεγράφομεν τον αφορισμόν ενώπιον της εξουσίας, αι καρδίαι ημών ηύχοντο, και μολαταύτα πρέπει να τον λύσωμεν.

Ακού­σατε αδελφοί! Το μεσονύκτιον τού παρελθόντος σαββάτου, αφού ο διάκονός μου μοί ανέγνω το μεσονυκτικόν, επορευόμην εις την κλίνην μου, ότε  δ’ έκλεισα την θύραν τού κοιτώνος μου, και επλησίασα ολίγα βήματα προς αυτήν, μορφή φωτεινή ώφθη αίφνης ενώπιον μου. «Ετοιμάσου, μοι είπεν, εις το μαρτύριον, ευλόγησον ούς κατηράσθης και μιμήθητι τον Χριστόν, τον υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων αποθανόντα επί σταυρού, το μαρτύριόν σου έσεται εις σωτηρίαν των πιστών.» Εν τη εκπλήξει μου η φωτεινή μορφή εγένετο άφαντος. Η φωνή υπήρχε τοσούτον αρμονική και πραεία, ώστε εισέδυ εν τη καρδία μου ως ηδύτατον βάλσαμον. Όλην εκείνην την νύκτα διήλθον εν προσευχή και η ψυχή μου υπήρχε πλήρης αγαλλιάσεως, ήδη δε περιμένω ανυπομόνως το μαρτύριον, μαρτύριον εις σωτηρίαν των χριστιανών.

Οι αρχιερείς εθεώρουν εν πλήρει σιγή και κατανύξει τον πατριάρχην της ανατολικής εκκλησίας περιβρεχόμενοι υπό δακρύων, δακρύων ιερών, δακρύων ευσεβείας, απορρεόντων εκ καρδιών αγάπης μεστών προς το έθνος των.

Άγωμεν, υπέλαβεν ο θείος Γρηγόριος, το μαρτύριόν μου θέλετε ακολουθήσει και ημείς αδελφοί μετά μικρόν, ίνα γείνη, πλήρης η θυσία. Άγιε Νικομήδειας, είπεν αποβλέψας προς αυτόν, σύ είσαι ο νεώτερος πάντων ημών, άναψε τας λαμπάδας της αγίας τραπέζης.

Ο σεβάσμιος ιεράρχης έδραμε προθύμως και λαβών κηρίον το ήναψε, καταβιβάσας την κανδήλαν του σταυρού και εισήλθεν εις το άγιον βήμα, όπερ εν ακαρεί εγένετο κατάφωτον.

 Ενδυθήτε τας ιερατικάς υμών στολάς, είπεν ο πατριάρχης,— και συγχρόνως ενεδύετο και ούτος, υπό του αγίου Νικομήδειας βοηθούμενος. Εισελθόντων απάντων εν τω ιερώ βήματι, ο παναγιώτατος πατριάρχης έστη κατά πρόσωπον της αγίας τραπέζης, οι δε σεβασμιότατοι αρχιερείς περιεκύκλωσαν αυτόν πέριξ αυτής ιστάμενοι. Μετά το «Ευλογητός ο Θεός ημών» και μετά σύντομον ακολουθίαν, λαβών ο πατριάρχης τον αφορισμόν έθεσεν αυτόν επί ενός τρίποδος παρά τη αγία Τραπέζη, είτα:

«Θεέ παντοκράτωρ, ανεφώνησε, πανάγαθε, Συ ο αποστείλας  τον μονογενή σου υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον κόσμον, ίνα λάβη σάρκα, διά πνεύματος αγίου παρά της αειπαρθένου Μαρίας και ν’ αποθάνη επί τού σταυρού υπέρ ημών, συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι σοι διά της παραβάσεως της εντολής τού μονογενούς σου υιού, τού εντειλαμένου ημίν «Εύχεσθε και μη καταράσθε». Είτα καθά δέδωκας ημίν εντολήν τού δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως απηυθύναμεν κατά τού χριστεπώνυμου ποιμνίου σου. Ναι, Κύριε βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτό τω βραχιωνί σου τω υψηλώ, ότι δεδοξασμένος υπάρχεις συν τώ μονογενεί σου υιώ και τω παναγίω σου πνεύματι νυν και αεί και εις τούς αιώνας των αιώνων, αμήν.»

Μετά την εκφώνησιν ταύτην, λαβών μίαν των λαμπάδων της αγίας τραπέζης ενέπρησε τον αφορισμόν, όστις κατέπεσεν εις σποδόν προ των ποδών αυτού.

Απεκδυθέντων των αγίων τούτων ποιμένων τας ιερατικάς αυτών στολάς, ο ναός έμεινεν αύθις φωτιζόμενος διά του αμυδρού φωτός των δύω κανδηλών, σβεσθεισών των λαμπάδων της αγίας τραπέζης. Προπορευόμενος δε ο θείος Γρηγόριος ηνέωξε την θύραν και παρακολουθούμενος υπό των μακαρίων ιεραρχών εξήλθε του ναού και κλείσας αυτήν αύθις ανήλθεν εις το συνοδικόν μετ’ αυτών.

Μεθ’ ημέρας εξ ο ιερός ούτος αμνός εκρέματο ως κακούργος εις τα πρόθυρα τής μεγάλης τού Χριστού εκκλησίας άπνοος, έχων εστραμμένους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, τα δε χείλη ημιηνεωγμένα ως να παρεκάλει τον ουράνιον πατέρα υπέρ τής απελευθερώσεως απάσης της ελληνικής φυλής.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑΜΦΟΣ

ΠΗΓΗ: Γρηγόριος Ε΄,Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,1746-1821.Τα κατά τον αοίδιμον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνων αγώνος τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον Ε’ /Καταταχθέντα μεν, διορθωθέντα και υπομνηματισθέντα υπό του καθηγητού Γ. Γ. Παπαδοπούλoυ συλλεγέντα δε και εκδοθέντα υπό Γ. Π. Αγγελοπούλου .Eν Αθήναις. Παρά τω Εθνικώ Τυπογραφείω,1865.

Ο Κωνσταντίνος Ράμφος γεννήθηκε στη Χίο το 1776. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία κι έγινε απόστολός της στα Ψαρά και την Ύδρα. Υπηρέτησε στο Α΄ Σύνταγμα και λόγω της μόρφωσής του έγινε αξιωματικός. Τον Νοέμβριο του 1821 συμμετείχε ως υπολοχαγός στην έφοδο κατά του Παλαμηδίου στη μάχη του Ναυπλίου. Τον Ιανουάριο τον βρίσκουμε στην πολιορκία του Ακροκορίνθου. Το 1827 συμμετέχει ως υπασπιστής του συνταγματάρχη Ταρέλλε και αργότερα του ταγματάρχη Φ. Γουβερνάτου στην εκστρατεία του του Φαβιέρου στη Χίο. Το 1827-1828 γίνεται γραμματέας του Διοικητηρίου Αιγίνης. Επί Καποδίστρια έγινε δικαστής στον Πόρο και διοικητής των φρουρίων της Μεσσηνίας. Συμμετείχε στα γεγονότα του Πόρου στα 1831 στο πλευρό του Καποδίστρια. Πέθανε το 1871 σε ηλικία 95 ετών.

www.impantokratoros.gr