μελέτη στό Εὐαγγελικό Άνάγνωσμα
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀφορᾶ στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν πού δίδεται μόνο ἀπό τόν Θεό καί καταδεικνύει τήν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ πού θεραπεύει μέ ἕνα λόγο τόν παραλυτικό. Ὅμως ἐμεῖς θά ἐπικεντρωθοῦμε στόν ἀγώνα τῶν τεσσάρων «βαστάζων» πού μετέφεραν τόν ἀσθενῆ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῶν ἡ πίστη ὑπῆρξε ἡ ἀφορμή τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ (Μαρκ. 2,5).
Εἶναι παράδοξο, κατ’ἀρχήν, τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος δέν ἐθεράπευσε τόν παραλυτικό ὅταν τόν εἶδε καθελούμενο ἀπό τήν στέγη ἀλλά τοῦ ἔδωσε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν: «Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Εἶναι προτιμώτερο γιά τόν ἄνθρωπο νά συμφιλιωθεῖ μέ τόν Θεό, καί αὐτό γίνεται διά τῆς μετανοίας-ἐξομολογήσεως, παρά νά ἱαθεῖ ἀπό μιά νόσο. Ἡ ἁμαρτία χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό.
Ἡ μετάνοια τόν συμφιλιώνει. Τό κυρίαρχο γεγονός, λοιπόν, στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζύ του. Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου: ἡ θέωση. Τό μέγεθος τῆς εὐεργεσίας τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο συνίσταται στό ὅτι μέ τήν Ταφή καί τήν Ἀνάστασή του μᾶς ἄνοιξε ξανά τίς πῦλες τοῦ Παραδείσου πού ἡ παρακοή τῶν Πρωτοπλάστων εἶχε κλείσει, προσέλαβε καί ἐθέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση. Μερίμνησε ὅμως καί γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ του λέγοντας στούς μαθητές καί στήν ἀποστολική διαδοχή: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τινων ἀφίετε τάς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς».
Εἶναι, ὅμως, ἄξιο εἰδικῆς μνείας τό γεγονός ὅτι τόν παραλυτικό τόν προσκόμισαν στό Χριστό τέσσερις ἄλλοι. Ἐπειδή δέν μποροῦσε ὁ ἴδιος νά βαδίσει, αὐτοί τόν μετέφεραν «αἱρόμενο». Ἐπειδή ἦταν ἀδύνατο λόγω τοῦ ὄχλου νά προσεγγίσουν τόν Κύριο ἀνέβηκαν στήν στέγη καί «ἐξορύξαντες» τόν ἔφεραν στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ποιά πίστη εἶχαν οἱ τέσσερις, ποιά ἀγάπη γιά τόν παραλυτικό! Τέτοια πού κανένα ἐμπόδιο δέν τούς σταμάτησε νά τόν παρουσιάσουν μπροστά στόν Χριστό. Πραγματικά, μέγα ὑπόδειγμα γιά μᾶς! Ὁ παραλυτικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ στήν ἁμαρτία καί δέν μπορεῖ νά ἀντιδράσει προκειμένου νά σωθεῖ. Περιμένει ἄλλοι νά τόν ἄρουν. Κάποιοι πρέπει να προσευχηθοῦν γι αὐτόν ξανά καί ξανά καί ξανά μέχρις ὥτου ἡ προσευχή τους θά τόν φέρει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεός σεβόμενος τό αὐτεξούσιο τοῦ πλάσματός του δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει χωρίς τήν συγκατάθεσή μας. Οἱ ψυχές, λοιπόν, αὐτῶν πού ἔχουν παραλύσει ἀπό τήν ἁμαρτία περιμένουν ἐμᾶς νά ἐνεργήσουμε. Ἡ δική μας προσευχή ἐνεργοποιεῖ τήν παρέμβαση τοῦ Κυρίου. Οἱ διαπνεόμενοι ἀπό ἀληθή φιλαδελφία προσεύχονται ἀλλά καί ἐνεργοῦν θυσιαστικά γιά τήν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν.
Μέ αὐτό τόν τρόπο ἑρμηνεύεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Θεοῦ συνεργοί ἐσμέν» (Α΄ Κορ. 3,9). Ἀντί νά δείχνουμε μέ τό δάχτυλο κάποιον ἀδελφό ὀφείλουμε νά δεόμεθα γιά τό φωτισμό καί τήν σωτηρία του. Ἀπόδειξη πνευματικῆς ἀνόδου εἶναι ὅταν θεωροῦμε «χρεωμένους» ἐπάνω μας ὅλους τούς ἀδελφούς πού εἶναι μακρυά ἀπό τήν πίστη. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἀσκητές, πού ἔχουν καθάρει τήν ψυχή τους μέ τήν ἄσκηση, θεωροῦν τους ἑαυτούς τους ὡς τους πλέον ἀμαρτωλούς καί χύνουν δάκρυα γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔτσι, ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» ἀφορᾶ τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τό τελευταῖο πρόσωπο πού θά γεννηθεῖ σ’αὐτήν ζωή, ἀλλά καί τούς ἀγεννήτους ἀκόμα, τά θύματα τῶν ἐκτρώσεων. Ἐάν ἀγαπᾶς μόνο αὐτούς πού σέ ἀγαποῦν πόσο διαφέρεις ἀπό τούς ἁμαρτωλούς; ἀναρωτήθηκε ὁ Χριστός. Ὅπως ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους μέ τέλεια ἀγάπη ἔτσι ὅρισε σέ ἐμᾶς νά ἀγαποῦμε τούς ἐχθρούς μας. Κατά τόν Ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη ἡ ἀγάπη στούς «ἐχθρούς» εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη διδασκαλία.
Πολλοί ἀγαποῦν τόν Χριστό ἀλλά δέν πιστεύουν στούς λόγους του καί δέν τηροῦν τίς ἐντολές του. Ὁ Κύριος εἶπε «ὁ ἀγαπῶν με τηρεῖ τάς ἐντολάς μου». Ἀπόδειξη ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἐπιδίωξη ἅγιας ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι πού προσπαθοῦν νά ζοῦν κατά Χριστόν ἀπό φόβο (τήν Κόλαση) ἤ τό συμφέρον (τόν Παράδεισο) ἔχουν λίγη ἀγάπη γιά τόν Θεό γιατί τό κίνητρό τους εἶναι προσωπικό. Ἀπόδειξη βαθύτερης σχέσης ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι τά λόγια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ «Προτιμῶ νά χαθῶ ἐγώ γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί μου». Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι τό μόνο κίνητρο τελικά νά ζεῖς αὐτήν τήν ζωή.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὀν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἀναφέρει ὅτι οἱ τέσσερις βαστάζοι τῆς παράλυτης ψυχῆς εἶναι «ἡ οἰκεία κατάγνωσις, ἡ ἐξαγόρευσις τῶν προημαρτημένων, ἡ ὑπόσχεσις ἀποχῆς τῆν κακῶν, καί ἡ δέησις πρός τόν Θεόν». Κάθε ψυχή πού συνέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία ἔχει ἐπίγνωση, ἐξομολόγηση, ἀπόφαση γιά ἐν Χριστῶ ζωή καί διαρκή προσευχή. Αὐτά νά ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015