Μελέτη στο αποστολικό ανάγνωσμα
ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)
Ἡ πίστη σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Αὐτή ἡ βεβαιότητα γιά τά μή βλεπόμενα καί ἡ πεποίθηση γιά τά ἐλπιζόμενα εἶναι ἡ ἐσωτερική φωνή πού βεβαιώνει τόν πιστό γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν πρόνοιά του. Ἡ σωτηρία μας εἶναι προσφορά τοῦ Θεοῦ («Θεοῦ τό δῶρον» Ἐφ. 2, 8), πού, ὅμως, ἀποδεχόμαστε διά τῆς πίστεως.
Γιατί, ἄραγε, μερικοί ἄνθρωποι πιστεύουν καί ἄλλοι δέν πιστεύουν; Τί διακρίνουν τά μάτια ἑνός πιστοῦ πού τό δέν βλέπουν ἑνός μή πιστοῦ; Γιατί οἱ Ἀπόστολοι ἔλεγαν «πρόσθες ἡμῖν πίστιν»; Τί εἶναι ἡ «θέα τοῦ Θεοῦ»; Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀποκτήσει πίστη; Αὐτά εἶναι μερικά ἀπό τά ἐρωτήματα πού ἀνακύπτουν μελετώντας τό κεφάλαιο τῆς πίστης πρός τόν Θεό.
Ἡ πίστη εἶναι, τελικά, χάρη. Κατά τήν Ἁγία Γραφή «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνεται στούς ταπεινούς. Καί αὐτό ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος ταπεινός. Ὁ Κύριος εἶπε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» ( Ματθ. 11, 29). Ὁ μεγάλος Θεός ὁ ζῶν ἀσχολεῖται μέ ἐμᾶς τούς εὐτελεῖς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται σέ καμμία ἀναγκαιότητα, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του, σαρκοῦται καί ὑποφέρει γιά τό πλάσμα του. Ὁ ἔρωτάς του γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἀκατανόητος μέ τήν στενή ἀνθρώπινη «λογική» τοῦ συμφέροντος. Ὅμως, ἡ ἄκρα ταπείνωση τοῦ τάφου μπορεῖ νά ἑρμηνευτεῖ μόνο μέ τό κριτήριο τῆς ἀγάπης. Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι «μανικός» ἀλλά ἀνυστερόβουλος καί ἀνιδιοτελής. Ὁ Θεός σέβεται, προνοεῖ, προστατεύει, ἀγαπᾶ. Αὐτό μπορεῖς νά τό ἀντιληφθεῖς καί νά τό πιστεύσεις μόνο μέ τήν ἁγία ταπείνωση. Ἡ πίστη, τελικά, συνδέεται μέ τήν ταπείνωση.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δέν ἐμπιστεύεται κἄν τόν λογισμό του καί ὑπηρετεῖ καί ὑπακούει ἄλλους. Κατά τόν Δαβίδ «ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τό θέλημα αὐτοῦ καί τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» ( Ψαλμ. 1,2). Ἡ ταπείνωση κάνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δεκτική στήν θεία χάρη καί ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά «βλέπει» τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν κτίση, νά διακρίνει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πού συντηροῦν, προνοοῦν, φωτίζουν τόν κόσμο. Ἔτσι, ὁ κτιστός ἄνθρωπος κοινωνεῖ μέ τόν κτίστη του, αἰσθάνεται τήν ἄκτιστη χάρη τῶν μυστηρίων, ἀποκτᾶ βεβαιότητα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τό ἀνταποδίδει μέ τήν ὑπακοή του στά θεία προστάγματα. Ξεκινώντας ἀπό τήν ἀφετηρία τῆς ταπείνωσης ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά φτάσει στήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ θέωση. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά κάνει δεκτικό τόν ἑαυτό του, προκειμένου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἔνεργήσει ἐπάνω του.
Ἀντιθέτως, ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια συσκοτίζουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στό κέντρο καί θεωρεῖ ὅτι οἱ «ἄλλοι» εἶναι ἐκεῖ γιά νά ἐξυπηρετοῦν τίς ἀνάγκες του. Ἔτσι, ὅμως, ἀτονεῖ ἡ πίστη του καί δέν διακρίνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ὅμως, ὑπέμειναν καί ὑπομένουν κάθε δυσκολία καί κακουχία γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἀπ. Παῦλος διηγεῖται ἐπιγραμματικά τά κατορθώματα αὐτῶν πού μέσῳ τῆς πίστης κατεπολέμησαν βασιλεῖες ὁλόκληρες… ἐβασανίσθηκαν… ἐδοκίμασαν ἐμπαιγμούς καί μάστιγες… ἐλιθοβολίσθηκαν, ἐπριονίσθηκαν, ἐπειράσθηκαν, μέ σφαγή μάχαιρας ἀπέθαναν… περιπλανήθηκαν ντυμένοι με ἀρνίσια καί κατσικίσια δέρματα, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι… περιπλανώμενοι στίς ἐρημιές καί στά βουνά, στίς σπηλιές καί στίς τρύπες τῆς γῆς. Ἦταν τόσο πολύτιμοι ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα τους, πού δέν ἦταν ἄξιος ὁ κόσμος γι’ αὐτούς. Ὅτι ἔκαναν ἦταν ἔργο τῆς πίστης. Ἀλλά, ὅλοι αὐτοί οἱ ἥρωες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἀπόλαυσαν τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τἠν σωτηρία, μιᾶς καί ὁ Θεός εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο, δηλαδή, νά μή λάβουν τήν τελείωση χωρίς ἐμᾶς. Αὐτό ἔγινε μετά τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας.
Μέ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὅλη ἡ κτιση καί κατ’ ἐξοχήν ὁ ἄνθρωπος ἀνακαινίσθηκαν, πέρασαν σέ ἄλλη φάση τῆς Δημιουργίας, μιᾶς καί ἡ διακονία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶναι στήν οὐσία Ἀναδημιουργία. Ἔχουμε περάσει στήν δεύτερη φάση τῆς Δημιουργίας ὅπου ἡ Ἔκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ καί ὁ χοϊκός ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει κατά χάρη θεός. Ἀρκεῖ μόνο ἡ συνέργια τοῦ ἀνθρώπου διά μέσου τῆς πίστης, ἡ ἀποδοχή τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας.
Τό ἀπόσπασμα αὐτό τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀπ. Παύλου εἶναι ἕνας ὕμνος στούς ἁγίους. Διαπερνᾶ τήν «καθώς πρέπει λογική» ἑνός ψεύτικου συστήματος ἰδεῶν καί ἀναδυκνείει τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό ὡς μέγα κίνητρο νά ζεῖ κανείς αὐτή τήν ζωή. Ἀπαντώντας στά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι πηγή ἀνεκφράστου χαρᾶς, συνδέοντας τό πεπερασμένο μέ τό ἄπειρο, τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τό ἐφήμερο μέ τό αἰώνιο, τό μή ὄν μέ τό ὄντως ὄν, τόν ἄπειρο Θεό.