Από τον Δρ Αντώνιο Παπαγιάννη, πνευμονολόγο
Κάθε τόσο εμφανίζονται δημοσιεύματα και ακούγονται δηλώσεις ανησυχητικές για τις δημογραφικές προοπτικές της χώρας μας. Φτωχαίνουμε πληθυσμιακά ως Ελλάδα, όπως φαίνεται και από την τελευταία απογραφή του 2021. Δεν γεννούμε παιδιά, παίρνουμε και των ομματιών μας και αποδημούμε στην Εσπερία, το τελικό αποτέλεσμα για τον πληθυσμό είναι αρνητικό. Ακούγονται ιδέες για ενσωμάτωση μεταναστών, αλλά αυτό δεν μας αποκαθιστά φυλετικά. Δημογραφικό πρόβλημα δεν σημαίνει απλώς έλλειψη εργατικών χεριών ή ασφαλιστικών εισφορών για να καλύπτουν τις ανάγκες των ταμείων. Μια τέτοια αντίληψη είναι καθαρά λογιστική, στενή και επιπόλαια. Ας δοκιμάσουμε να δούμε κάποιες πιο ουσιαστικές πτυχές του θέματος.
Με απλά λόγια, η Ελλάδα χρειάζεται παιδιά. Για να γεννηθεί ένα παιδί απαραίτητες βιολογικές προϋποθέσεις είναι πατέρας και μητέρα. Η βασική βιολογία προβλέπει την ύπαρξη δυο φύλων, χρωμοσωματικά καθορισμένων ως ΧΥ (άνδρας) και ΧΧ (γυναίκα), που αλληλοσυμπληρώνονται και με την φυσική ένωσή τους δημιουργούν νέους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό πολλαπλασιαζόταν το ανθρώπινο είδος από την πρώτη του εμφάνιση πάνω στη γη, έτσι ήρθαμε στη ζωή και οι περισσότεροι από μας, τουλάχιστον μέχρι κάποια εποχή. Αυτή ήταν και η παραδοσιακή μορφή της οικογενείας: ένας πατέρας (με κύριο ρόλο την εργασία και τον πορισμό των απαραιτήτων για τη ζωή), μια μητέρα (με κύριο ρόλο την ανατροφή και επιμέλεια των παιδιών μέχρι την ηλικιακή τους ωρίμανση) και παιδιά που μεγάλωναν υπό την γονική φροντίδα και έπαιρναν τις βάσεις, τα παραδείγματα και τα εφόδια για τη δική τους μετέπειτα αυτόνομη ζωή ως ενήλικες.
Όλα αυτά ανατράπηκαν τους τελευταίους αιώνες. Η αρχή έγινε από τη βιομηχανική επανάσταση που είδε την σταδιακή έξοδο της γυναίκας στον επαγγελματικό στίβο και τον αντίστοιχο περιορισμό του πρωταρχικού ρόλου της μητέρας-τροφού. Η ισορροπία των ρόλων προοδευτικά έγειρε όλο και περισσότερο προς την καταξίωση της γυναίκας εκτός σπιτιού, με το κυνήγι μιας καριέρας (επαγγελματικής, επιστημονικής κτλ.) να κυριαρχεί και να απωθεί σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία την δημιουργία οικογενείας. Σ’ αυτό συνετέλεσε ο έλεγχος των γεννήσεων (αντισύλληψη/οικογενειακός προγραμματισμός), αλλά και η ελευθεριότητα στις σχέσεις των φύλων (τα δυο αυτά είναι αλληλένδετα). Έτσι, όταν κάποια στιγμή οι γυναίκες φθάνουν να επιδιώξουν τη μητρότητα, συχνά διαπιστώνουν ότι η προχωρημένη ηλικία περιορίζει ή και ακυρώνει πλήρως τη δυνατότητα φυσικής σύλληψης και τεκνογονίας.
Εδώ ήρθε η επιστήμη να ‘επιλύσει’ το πρόβλημα. Οι μέθοδοι τεχνητής αντιμετώπισης της υπογονιμότητας έχουν γίνει περισσότερες και πιο σύνθετες απ’ ό,τι μπορούμε να περιγράψουμε με απλά λόγια, και η αναπαραγωγική ιατρική έχει γίνει χωριστή ειδικότητα (ιδιαίτερα επικερδής, εν παρόδω). Πολλές από τις μεθόδους αυτές είναι δεοντολογικά και ηθικά απαράδεκτες, ενώ άλλες έχουν εισαχθεί στην κλινική πράξη χωρίς να γίνει καμία συζήτηση για τα δεοντολογικά προβλήματα που δημιουργούν (π.χ. εμφύτευση πολλαπλών γονιμοποιημένων ωαρίων και εκλεκτική θανάτωση των περισσοτέρων, ώστε να μείνουν ένα ή δύο βιώσιμα). Δεν συζητούμε για τη ‘λύση’ των παρενθέτων μητέρων, που καταργεί κάθε ουσιαστική έννοια μητρότητος, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή δουλείας ευάλωτων γυναικών και ουσιαστικά μετατρέπει το ‘κατά παραγγελίαν’ παιδί σε εμπορεύσιμο είδος.
Κοντά σε όλα αυτά, στις μέρες μας αντιμετωπίζουμε και τη συστηματική και σκόπιμη καταπολέμηση της παραδοσιακής-φυσικής μορφής οικογενείας, με την προβολή και προαγωγή της ομοφυλοφιλίας, της ‘ρευστότητας φύλου’ (ένα τεχνητό νοητικό κατασκεύασμα που προβάλλεται ως δήθεν… μείζον κοινωνικό πρόβλημα) και των ποικίλων φυλετικών ‘φαινοτύπων’ (τρανς, αμφι, ντραγκ, queer, άφυλοι και πάει λέγοντας…) και του ‘γάμου’ και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια (είναι άλλωστε πολύ νωπή η ψήφιση του σχετικού νόμου στην ελληνική βουλή). Βασική επιδίωξη όλων αυτών των ρευμάτων δεν είναι η δημιουργία φυσικής οικογενείας αλλά η κοινωνική ανάδειξή τους ως ‘φυσιολογικών’ παραλλαγών. Όλα τα παραπάνω προβάλλονται ως ‘δικαιώματα’ εις βάρος του θεμελιώδους φυσικού δικαιώματος των παιδιών, που είναι να έχουν άνδρα πατέρα και γυναίκα μητέρα και όχι γονέα Α και Β ή 1 και 2 ανεξαρτήτως φύλου.
Μετά την αδρή αυτή σκιαγράφηση ενός συνθέτου και πολυμόρφου φαινομένου, τι γίνεται με το δημογραφικό; Με δυο λόγια, η λύση του προβλήματος προϋποθέτει Άνδρες και Γυναίκες (με κεφαλαίο και τα δύο), καλλιεργημένους και ‘πεπαιδευμένους΄ από μικρή ηλικία για να αναλάβουν τον κύριο ρόλο τους ως Πατέρες και Μητέρες για τη δημιουργία φυσικών οικογενειών. Όλες οι άλλες προτεινόμενες λύσεις είναι είτε μπαλώματα είτε αποκλειστικά «ἐκ τοῦ πονηροῦ». Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι υπεύθυνοι φορείς (κράτος, Εκκλησία, εκπαίδευση) θα έπρεπε αφενός σταθερά να προβάλλουν και να στηρίζουν την παραδοσιακή οικογένεια και αφετέρου να περιορίσουν την ‘ρευστότητα’ που υπονομεύει την φυσική τάξη των πραγμάτων. Θα ήταν ευχής έργο να το βλέπαμε να συμβαίνει, αλλά δυστυχώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική εικόνα προσφέρει.
***
Ας συμπληρώσουμε κάτι ακόμη, για το θέμα της τεκνογονίας.
Αν θεωρούμε την απόκτηση τέκνων απλώς ως μια βιολογική διαδικασία που επιτελείται κατά βούληση και παραγγελία και οδηγεί σε προκαθορισμένο τελικό αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε στο θέμα της αναπαραγωγής. Να κατασκευάζουμε ‘μωρά στον δοκιμαστικό σωλήνα’, να χρησιμοποιούμε δότες σπέρματος και ωαρίων ή παρένθετες μητέρες, να ορίζουμε επιθυμητές σωματικές και ψυχολογικές προδιαγραφές, να επινοήσουμε ακόμη και αυτόματες ‘κλωσομηχανές’ εμβρύων χωρίς χρήση ανθρώπινης μήτρας. Τι μας εμποδίζει; ‘Πάντα ἡμῖν ἔξεστιν’, θα πουν οι διάφοροι ειδικοί. Η τεχνολογική δυνατότητα μας νομιμοποιεί να χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε μέθοδο, όπως ακριβώς κάνουμε και με την παραγωγή κάθε άλλου προϊόντος. Κατά προέκταση του σκεπτικού αυτού, ο γονέας μετατρέπεται σε ιδιοκτήτη του παιδιού: «Σε ‘κατασκεύασα’ (ή «σε αγόρασα», μια και συχνά υπεισέρχεται και αδρή οικονομική παράμετρος), άρα είσαι κτήμα μου».
Αν όμως η γέννηση ενός παιδιού θεωρηθεί ως γεγονός δημιουργίας, όπου δυο ετερόφυλοι γονείς συνέρχονται κατά τους νόμους της φύσεως και η ένωσή τους δίνει γένεση σε ένα νέο ανθρώπινο πλάσμα με την αόρατη και ακατάληπτη, αλλά πάντοτε παρούσα και ενεργούσα συνεργία του Θεού, τότε πρέπει να δούμε τελείως διαφορετικά το ‘παιδί’. Όχι ως κατασκεύασμα ή προϊόν παραγωγής με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά ως δώρο και ευλογία προς τους γονείς που ζητούν και αποδέχονται αυτή την αόρατη συνεργία.
Προλαβαίνω το επικριτικό ερώτημα: πού υπεισέρχεται ο Θεός σε κάτι που είναι βιολογικά τεκμηριωμένο πέρα από κάθε αμφιβολία; Είναι εξαιρετικά αφελές να θεωρούμε απολύτως εγγυημένη την επιτυχή έκβαση μιας κύησης, αν σκεφθούμε ότι σε κάθε στιγμή των εννέα μηνών οτιδήποτε, ακόμη και ελάχιστο, μπορεί να ‘στραβώσει’, με αποτέλεσμα κατώτερο του τελείου ή και εντελώς καταστροφικό για το κυοφορούμενο πλάσμα. Η βιολογία της ενδομήτριας ανάπτυξης και διαφοροποίησης είναι τόσο πολυσύνθετη, ώστε να είναι πραγματικά Θαύμα το ότι χιλιάδες βρέφη γεννιούνται καθημερινά χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όταν όμως διαπιστώνουμε (ή και απλώς υποπτευόμαστε) κάποια ανωμαλία, η συνήθης μέθοδος ‘επιδιόρθωσης’ από εμάς τους ανθρώπους είναι η καταστροφή του εμβρύου. Με τόσα και τόσα θαύματα να συμβαίνουν γύρω μας, τι πρέπει να αποδεχθούμε και να ομολογήσουμε; Αυτό που επιγραμματικά λένε οι Ψαλμοί: «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» [Ψαλμ. 126:1]. Κι αν αυτό λέγεται για σπίτια και για άλλες άψυχες κατασκευές, ασύγκριτα περισσότερο ισχύει για ανθρώπους, για λογικά όντα «βραχὺ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένα» [Ψαλμ. 8:6].
Σε τελική ανάλυση, και στο θέμα της ανθρώπινης αναπαραγωγής (όπως και σε τόσα άλλα) έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση η ανθρώπινη αλαζονεία και ύβρις με την αληθινή και ταπεινή επιστήμη, που αναγνωρίζει τόσο τα φυσικά όσο και τα ηθικά όρια των δυνατοτήτων και των δικαιωμάτων της και δεν παραβιάζει ούτε εκβιάζει απερίσκεπτα και προκλητικά το άβατο της ζωής, αλλά ζητεί από τον Θεό την ευόδωση των θεμιτών προσπαθειών της και Τον ευχαριστεί για το αποτέλεσμα.
Πηγή; Περιοδικό ‘Κόσμος της Ελληνίδος’ (τεύχος 662, σελ. 70-72)