Θ. Κολοκοτρώνης προς Κεχαγιά του Ιμπραήμ: «Αυτά που μας φοβερίζεις να τα κόψεις και να κάμεις ούτε πόλεμος είναι, ούτε πέραση έχουν σ’ εμάς. Εδώ, τώρα, ξανάγινε Ελλάδα.
Όχι τα σπίτια, όχι τα δένδρα να μας κάψεις, αλλά και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην αφήσεις, όσοι Ελληνες μείνουν, ακόμη και ένας μονάχα, πάντα θα πολεμούμε για τον τόπο μας, στους κάμπους ή και στα βουνά για την ελευθερία μας. Μην ελπίζεις λοιπόν πως θα ξαναγίνουμε δούλοι και πως τη γη μας θα την κάμεις δική σου. Βγάλ ’το απ’ το νου σου!»
Η Ελλάδα του 1821 αγωνίσθηκε επί περίπου οκτώ χρόνια και νίκησε, γιατί είχε αποφασίσει να νικήσει και να αποκτήσει την ανεξαρτησία και την ελευθερία της. Αυτή η μεγάλη ιστορική απόφαση, η οποία παραδινόταν από γενιά σε γενιά, συνένωνε τους Ελληνες στον αγώνα.
Το καλπάκι συνάντησε τον τζουμπέ του άρχοντα, το φέσι του νοικοκύρη τη σερβέτα του ξωτάρη. Η σκούφια του παζαρίτη την πουκαμίσα του χωρικού. Με τον γενικό ξεσηκωμό εξαφανίστηκαν οι εξ Ανατολών βάρβαροι και προαιώνιοι ποδοπατητές της κλασικής γης. Καμιά δύναμη του επιδρομέα κατακτητή δεν πέτυχε να κάμψει τον αγώνα του έθνους.
Ακόμη και η τελευταία επιδρομή κατά της Ελλάδος (1828) προσέκρουσε στο θαύμα της ελληνικής αντίστασης, παρ’ όλες τις εσωτερικές διαιρέσεις και διχόνοιες. Διότι υπήρξαν νουνεχείς αγωνιστές, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει αγράμματοι, αλλά αφουγκράζονταν το ηθικό πλεονέκτημα της καταγωγής και τα φιλελεύθερα μηνύματα του πολιτισμένου κόσμου.
Εκείνοι που δεν σκιάχτηκαν από τη φλόγα και την αιματοχυσία, και πρωταγωνίστησαν με το σπαθί και το τουφέκι τους. Χρησιμοποίησαν όμως την ορθή σκέψη και τον ορθό λόγο, τον οποίο καλλιέργησαν στο έδαφος της πατρίδας.
Εκφραστής τους, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Γέρος του Μοριά, που στάθηκε όρθιος και τετράγωνος, όπως ήταν πάντοτε, μήνυσε στον Ιμπραήμ που ερχόταν από την Αίγυπτο για να ξανασκλαβώσει τον Μοριά:
«Οι Ελληνες δεν ματαγίνονται δούλοι! Τελείωσε!»
Βρισκόταν τότε στη Μεσσηνία. Πριν φθάσει εκεί ο Ιμπραήμ, έστειλε τον Κεχαγιά του με χίλιους και πλέον ατάκτους για να αρχίσουν νέα καταστροφή. Γράφει ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του πως «τους έστειλε για ν’ ανοίξουν τον δρόμο με τσεκούρια και με άρματα, να σκοτώσουν και να κάψουν ελαιώνες, αμπέλια, μουριές και σπίτια».
Εν τω μεταξύ ο πανίσχυρος Αιγύπτιος στρατάρχης ετοίμαζε τα τακτικά στρατεύματά του στη Ζαχάρω. Νόμιζε ότι διά πυρός και σιδήρου και με τη δύναμη του ισχυροτέρου θα εξουδετέρωνε την απόφαση του ελληνικού έθνους. Πως θα κέρδιζε το τελευταίο του πολεμικό παιχνίδι με τους όγκους της νέας επιδρομής. Όμως έχασε. Ο Κεχαγιάς του κάλεσε τους ελεύθερους Μεσσήνιους να υποταχθούν πάλι και να προσκυνήσουν.
Ανέλαβε, λοιπόν, ο Κολοκοτρώνης να απαντήσει εκ μέρους του μεσσηνιακού λαού και του είπε έξω από την Καλαμάτα:
«Αυτά που μας φοβερίζεις να τα κόψεις και να κάμεις ούτε πόλεμος είναι, ούτε πέραση έχουν σ’ εμάς. Εδώ, τώρα, ξανάγινε Ελλάδα. Όχι τα σπίτια, όχι τα δένδρα να μας κάψεις, αλλά και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην αφήσεις, όσοι Ελληνες μείνουν, ακόμη και ένας μονάχα, πάντα θα πολεμούμε για τον τόπο μας, στους κάμπους ή και στα βουνά για την ελευθερία μας. Μην ελπίζεις λοιπόν πως θα ξαναγίνουμε δούλοι και πως τη γη μας θα την κάμεις δική σου. Βγάλ ’το απ’ το νου σου!»
Πηγή: Εθνικός Φάρος
29/1/20