Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: «Μ᾽ ἔδωσε ὁ Θεός δοκιμασίες» – «Βά­πτι­ση καί εὐ­ω­δί­α»

κα΄. «Μ᾽ ἔδωσε ὁ Θεός δοκιμασίες»

Λοι­πόν, παι­διά μου, καί ντρέ­πο­μαι καί νά πά­ω καί στόν για­τρό ἀ­κό­μα. Μ᾽ ἔ­λε­γε ὁ μα­κα­ρί­της ὁ Γέ­ρον­τάς μου: ”Πάτερ Ἰ­ά­κω­βε, ἀ­πό τόν ἐ­γω­ϊ­σμό πού ἔ­χεις θά σέ τι­μω­ρή­ση ὁ Θε­ός, παι­δί μου. Θά σέ βλέ­πουν οἱ γι­α­τροί­”. Λοι­πόν, τό ᾽πα­θα αὐ­τό. Ἐ­κεῖ πού λέ­τε, εἴ­χα­με τόν πα­τέ­ρα Νι­κό­δη­μο, ἦ­ταν ἀ­π᾽ τήν Κύ­μη ὁ μα­κα­ρί­της καί ἤ­τα­νε πνευ­μα­τι­κοί ἀ­δελ­φοί μέ τόν Ἰ­ά­κω­βο τόν Σχί­ζα, τόν πρώην Λα­ρί­σης, πρίν ἀ­πό τόν Θε­ο­λό­γο. Λοι­πόν, ἦ­ταν ἀ­πό τῆς Κύ­μης τά μέ­ρη, καί λέ­ει: “Παιδί μου, θά σέ τι­μω­ρή­ση ὁ Θε­ός, για­τί λές τώ­ρα. ”Γυ­ναῖ­κα, δέν μέ εἶ­δε, παι­δί δέν μέ εἶ­δε­””. Ἀ­πό μι­κρός, (ἤ­μουν) στό σπί­τι μου πού ἦ­ταν σάν Μο­να­στή­ρι καί ἔ­λε­γα ”νά μήν μέ δῆ ἄν­θρω­πος. Ὅ­ταν θά πε­θά­νω στήν ἔ­ρη­μο, ἔ, (τό­τε) θά μέ δοῦν ἐ­κεῖ πέ­ρα, θά μέ πιά­σουν, θά ἀ­νοί­ξουν μί­α λάκ­κα, θά μέ χώ­σουν ἐ­κεῖ μέ­σα­”. Παι­διά μου, νό­μι­ζα πώς θά ἔ­με­να μό­νος μου στήν ἔ­ρη­μο ν᾽ ἀ­σκη­τεύ­σω. Πα­ρα­πά­νω εἶ­χα σκά­ψει μί­α γα­λα­ρί­α, νά πά­ω νά μπῶ μέ­σα, νά κά­νω προ­σευ­χές καί με­τά­νοι­ες. Ὕ­στε­ρα μέ μά­λω­σε ὁ Γέ­ρον­τας καί μοῦ εἶ­πε: ”Βρέ, πά­τερ μου, ὁ­λό­κλη­ρο Μο­να­στή­ρι, δέν ἔ­χει κανέ­ναν ἐ­δῶ πέ­ρα, ἔ­λα δῶ παι­δά­κι μου, ἔ­χει ἐ­δῶ δύ­ο κελ­λά­κια”. Με­τά σέ τρεῖς μῆ­νες μέ κά­ναν καί ἱ­ε­ρέ­α, με­τά μέ φορ­τώ­σα­νε ἕ­ξι–ἑ­φτά χω­ριά, γύ­ρι­ζα τά χω­ριά μέ τό μου­λά­ρι νά ᾽ξο­μο­λο­γῶ τόν κό­σμο, ἐ­πί Γρηγο­ρί­ου, τοῦ Δε­σπό­τη τοῦ ἀ­ει­μνήστου καί πολ­λά. Ἔ! ”Δό­ξα τῷ Θε­ῷ­”.

»Τί νά κά­νω­με τώ­ρα; Ἐ­πέ­μει­να στό Μο­να­στή­ρι, ἔ­χω 38 χρό­νια, μέ­νω ἐ­δῶ στό Μο­να­στή­ρι μ᾽ ὅ­λη μου τήν ψυ­χή. Ἀλ­λά μ᾽ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός δο­κι­μα­σί­ες. Κά­θε τρεῖς μῆ­νες, πά­ω στήν Ἀ­θή­να καί ἐκ­θέ­τω τό σῶ­μα μου στούς για­τρούς καί γυ­ρί­ζω. Αὐ­τό κά­νω, παι­διά μου. Πά­ω καί μέ βλέ­πουν οἱ για­τροί, σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη, παι­διά μου,… Καί μέ βλέ­πει ὁ για-τρός, μέ κά­νει μί­α ἐ­ξέ­τα­ση στήν καρ­διά –ἔ­χω βη­μα­το­δό­τη, δέν λει­τουρ­γεῖ κα­λά– καί μέ τήν κού­ρα­ση πού ἔ­χω ἀ­πό τόν κό­σμο,…

»Περ­νά­ει πο­λύς κό­σμος ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι, χι­λιά­δες κό­σμος, θέ­λω νά τούς δῶ τούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά τί νά (πρω­το)δῶ; Χθές πε­ρά­σα­νε καμ­μιά σα­ραν­τα­ριά ἄ­το­μα, ἤ­τα­νε ἀ­π᾽ τό Ἄρ­γος. Ἔ­κλαι­γε λοι- πόν, (κά­ποι­ος καί ἔ­λε­γε) : ”Πά­τερ μου, τήν εὐ­χή νά πά­ρω­με­”.

»Εἰ­δο­ποι­οῦν πολ­λοί νά ᾽ρθοῦν στήν Μο­νή καί τούς λέ­ω ”δέν μπο­ρῶ, δέν μπο­ρῶ­” ἀλ­λά τούς ἐ­ξυ­πη­ρε­τῶ. Τί νά κά­νω; Κά­νω τό σταυ­ρό μου, βά­ζω τό πε­τρα­χη­λάκι μου, βο­η­θά­ει ὁ ἅ­γι­ος Δαυ­ΐδ. Μᾶς δυ­να­μώ­νει καί ἡ Χά­ρις.

»Τώ­ρα μέ πει­ρά­ζει καί ὁ δι­ά­βο­λος καί λέ­ει: ”ὅλη σου τή ζω­ή φάρ­μα­κα θά παίρ­νης;”. Ἂν ἤ­μουν σέ καμ­μιά ἐ­ρη­μιά, δέν θά ᾽παιρ­να. Ἴ­σως νά μήν ἀρ-­ρω­στοῦ­σα μέ καρ­δι­ές καί πα­θή­σεις πού ἔ­χω. Ἀλ­λά τώ­ρα πού τά ᾽δω­σε ὁ Θε­ός, τί νά κά­νω­με, ”δό­ξα τῷ Θε­ῷ­”. Ὅ­λα τά κα­λά δέν πρέ­πει νά τά ᾽χου­με. Καί τώ­ρα πά­ω καί παίρ­νω τά φάρ­μα­κα 7–8 τήν ἡ­μέ­ρα. Ἤ ἀ­π᾽ τίς ἁ­μαρ­τί­ες μου τώ­ρα, ἤ ἀπ᾽­ τήν κα­λω­σύ­νη του ὁ Θε­ός μέ δο­κι­μά­ζει, ἀλ­λά λέ­ω ”εἴη τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νο­”».

 

κβ΄. Βά­πτι­ση καί εὐ­ω­δί­α

Ηρ­θε ἕ­νας φαρ­μα­κο­ποι­ός Νι­κό­λα­ος, μέ τήν γυ­ναῖ­κα του. Μοῦ εἶ­πε ἡ γυ­ναῖ­κα του: “Δέν ἔχου-με παι­διά, ἀλ­λά ὁ ἄν­τρας μου δί­νει φάρ­μα­κα χω­ρίς νά παίρ­νη λε­φτά. Τοῦ λέ­ω ὅ­τι θά κλεί­ση τό φαρ­μα­κεῖ­ο μας. “Εὐ­λο­γεῖ ὁ Θε­ός”, μοῦ λέ­ει. Μό­νο, π. Ἰ­ά­κω­βε, πού δέν βα­φτί­στη­κε””.

»Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νά βα­φτιστῆ, τό λέ­ει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο: “Πο­ρευ­θέν­τες εἰς πάν­τα τὰ ἔ­θνη, βα­πτί­ζον­τες αὐ­τοὺς …”, ἀλ­λοι­ῶς δέν ἔ­χου­με ζω­ήν αἰ­ώ­νιον. Καί μοῦ λέ­ει:

— Τί μέ κω­λύ­ει νά μέ βα­πτί­σε­τε; Νε­ρό ἔ­χε­τε, βάλ­τε μιά κο­λυμ­βή­θρα, πέ­στε τά γράμ­μα­τα!

»Τόν ἔ­στει­λα μέ ἕ­ναν εὐ­λα­βή γνω­στό μου στόν Δε­σπό­τη τῆς πε­ρι­ο­χῆς του, γιά νά τόν ἀ­να­θέ­ση σέ κά­ποι­ον Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα, πα­τέ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά τόν κα­τη­χή­ση καί με­τά, ἄν θέ­λη ὁ ἄν­θρω­πος νά βα­πτι­στῆ, νά τόν βα­πτί­σω­με.

»Πῆ­γαν στόν Δε­σπό­τη, τόν ἔ­στει­λε σέ ἕ­ναν Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κα καί με­τά ἀ­πό λί­γο και­ρό μοῦ ἔ­στει­λε ὁ Δε­σπό­της ἕ­να ἔγ­γρα­φο, μέ τήν ἄ­δειά του νά τόν βαπτί­σου­με.

»Ἦ­ταν τῆς Πεν­τη­κο­στῆς πού θά τόν βα­πτί­ζα­με. Κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας ἦρ­θε ἕ­να παιδά­κι 10 ἐ­τῶν καί μοῦ λέ­ει ὅ­τι ὁ Νι­κό­λα­ος ἔ­φυ­γε. Ἄ­φη­σε τήν γυ­ναῖ­κα του στό Μο­να­στή­ρι πού ἦ­ταν καί εἶ­χε φτά­σει ἤ­δη στόν Ἁ­γι­ό­καμ­πο.

(Ἀ­μέ­σως προ­σευ­χή­θη­κα) : “Πα­να­γί­α μου! Ἐγώ χά­ρη­κα πού θά βα­πτι­στῆ καί θά γί­νη Χρι­στια­νός. Πα­να­γί­α μου! βά­λε τό χέ­ρι σου. Σκέ­πα­σέ τον μέ τήν σκέ­πη σου τήν ἁ­γί­α, τό ἅ­γιό σου μα­φό­ριο καί γύ­ρι­σέ τον πί­σω. Ἅ­γι­έ μου Δαυ­ΐδ! ἐ­μεῖς κά­να­με τό­σα γιά τόν ἄν­θρω­πο αὐ­τόν…”.

»Ξαφ­νι­κά, σέ ἕ­να τέ­ταρ­το, τόν βλέ­πω στό Ἱ­ε­ρό μέ­σα, βά­ζει μιά με­τά­νοι­α:

— Σέ ζη­τῶ συγ­γνώ­μη, πά­τερ μου. Ση­κώ­νει τό στιχά­ρι καί φι­λά­ει τά πό­δια μου…

— Τί κά­νεις τώ­ρα καί μέ φι­λᾶς τά πό­δια καί θά σκαν­δα­λι­στοῦν καί οἱ ἄλ­λοι!

— Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη πού ἔ­φυ­γα. Μέ πεί­ρα­ξε ὁ δι­ά­βο­λος. Μοῦ ἔ­λε­γε: “Θά σέ βά­λουν κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λε­ο, θά σέ ξεν­τύ­σουν, θά σέ βλέ­πη ὁ κό­σμος. Τρι­α­κό­σια ἄ­το­μα θά σέ βλέ­πουν γυ­μνό!”.

— Ποι­ός, παι­δί μου, σοῦ εἶ­πε ὅ­τι θά σέ βλέ­πω­με γυ­μνό;

— Ὁ δι­ά­βο­λος!… Ἀ­φοῦ πῆ­γα στόν Ἁ­γι­ό­καμ­πο, βλέ­πω μιά σκο­τει­νιά μπρο­στά μου, ἕ­να ἐμ­πό­διο καί λέ­ω: “Θε­έ μου! Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας πα­πάς, δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μιά ἐκ­κλη­σί­α νά μπῶ μέ­σα νά βο­η­θή­ση νά πά­ω πί­σω στόν ὅ­σιο Δαυ­ΐδ; Ἔ­στω καί ἕ­νας κο­σμι­κός νά μοῦ πῆ νά γυ­ρί­σω! Ποῦ βρί­σκο­μαι!…”. Ξαφ­νι­κά, ἀ­κού­ω μιά φω­νή νά μοῦ λέ­η: “Νι­κό­λα­ε, γύ­ρι­σε σύν­το­μα στόν Ὅ­σιο Δαυ­ΐδ, νά πᾶς νά βα­πτι­στῆς”. Βλέ­πω μιά σκιά σάν κα­λό­γε­ρο. (Σκέφθηκα): “Πῶς νά πά­ω νά ἀν­τι­κρύ­σω τόν π. Ἰ­ά­κω­βο με­τά ἀ­πό αὐ­τό πού ἔ­κα­να;”. (Τε­λι­κά ἐ­πέ­στρε­ψα).

»Τόν κα­θη­σύ­χα­σα καί τοῦ εἶ­πα ὅ­τι δέν θά τόν βα­φτί­σου­με στήν με­γά­λη ἐκ­κλη­σί­α καί οὔ­τε θά εἶ­ναι τε­λεί­ως γυ­μνός. Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε καί ἤ­μα­σταν τρεῖς ἱ­ε­ρεῖς, ἡ γυ­ναῖ­κα του καί ὁ νου­νός, στό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους.

»Με­τά τήν βά­πτι­ση εὐ­ω­δί­α­ζε τό ἐκ­κλη­σά­κι γιά 15 μέ­ρες. Ὁ ἄν­θρω­πος συ­νε­χί­ζει νά κά­νη τίς ἐ­λε­η­μο­σύ­νες του, ἀλ­λά τώ­ρα με­τα­λαμ­βά­νει καί εἶ­ναι μέ-σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α».

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4

ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 37-41

Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις