Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Ὅταν ἡ ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἀντίθεσή της γιὰ κάποιο νομοσχέδιο, ποὺ ἑτοιμάζει ἡ κυβέρνηση καὶ ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴ διδασκαλία της, ἐμφανίζεται ὁ κυβερνητικὸς ἐκπρόσωπος, ὡς πυροσβέστης, καὶ δηλώνει: «Ἡ κυβέρνηση σέβεται τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ἡ κυβέρνηση νομοθετεῖ καὶ ὄχι ἡ Ἐκκλησία». Καὶ διερωτᾶται ὁ ἁπλὸς πολίτης: «Ὅταν ἡ κυβέρνηση ψηφίζει τὸν ἀντιχριστιανικὸ νόμο, ποῦ πηγαίνει ὁ σεβασμός της πρὸς τὴν Ἐκκλησία;». Προφανῶς δὲν ὑπάρχει σεβασμός. Μπορεῖ νὰ ἀκούγεται στὰ λόγια της, ἀλλὰ μὲ τὶς πράξεις της τὸν ἀρνεῖται καὶ ἐμφανίζεται ἀσεβὴς πέρα γιὰ πέρα. Αὐτὸ συμβαίνει διαχρονικά.
Οἱ πολιτικοί μας στὴν πλειονότητά τους δὲν ἔχουν ὀρθόδοξο κριτήριο, γι’ αὐτὸ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα τὰ χαρακτηρίζουν «δικαιώματα» καὶ μὲ νόμους τὰ προστατεύουν (πολιτικὸς γάμος, σύμφωνο συμβίωσης, ἐλεύθερες συμβιώσεις, ἐκτρώσεις, γάμος ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.). Τὴν Ἐκκλησία τὴ χρησιμοποιοῦν σὰν μία ψηλὴ ἐξέδρα κοσμικῆς προβολῆς καὶ ὄχι ὡς τόπο λατρείας τοῦ Θεοῦ. Στοὺς ναοὺς ἐμφανίζονται ἐπιλεκτικά, στὶς δοξολογίες, τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ γιὰ κοινωνικοὺς λόγους στὶς νεκρώσιμες ἀκολουθίες. Εἰσέρχονται στοὺς ἱ. ναοὺς χωρὶς νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, ἤ, ἂν τὸν κάνουν, δὲν εἶναι σταυρός, ἀλλὰ μία ἀδέξια καὶ διστακτικὴ κίνηση τοῦ χεριοῦ τους. Ἰδιαίτερα προκλητικὴ εἶναι ἡ παρουσία τους στὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ κρατοῦν ἀναμμένες λαμπάδες καὶ στὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων τὰ Θεοφάνεια, ὅπου κάνουν δηλώσεις καὶ μιλοῦν γιὰ τὸ φωτισμὸ τοῦ λαοῦ, οἱ ὄντως ἀφώτιστοι καὶ φανατικοὶ σκοταδιστές! Οἱ ἴδιοι μᾶς «φωτίζουν» μὲ τὶς πολιτικὲς τους ἰδέες καὶ τοὺς νόους τους καὶ στὴν πραγματικότητα προκαλοῦν τὸ «δημοκρατικὸ» σκοτάδι, ὅπου λείπει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἔχει ἐπιφυλάξεις ἀπέναντι στὰ ὅσα δηλώνουν οἱ πολιτικοὶ σχετικὰ μὲ τὸ ρόλο της στὴν κοινωνία καὶ νὰ διατυπώνει μὲ παρρησία τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀποφεύγοντας τὴ μετριοπάθεια σὲ γνωστὰ θέματα τῆς πίστης, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιδέχονται καμιὰ ἀλλαγή. Ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἀντιμετώπιση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ σημαίνει κατάργησή τους καὶ ὁ ἰσχυρισμὸς πολλῶν ἀρχιερέων πρὸς τοὺς πολιτικούς, ποὺ νομοθετοῦν ἀντιχριστιανικά, ὅτι θὰ μελετήσουν τὰ σχετικὰ θέματα καὶ θὰ ἀποφασίσουν – τὴν ὥρα ποὺ καὶ ὁ τελευταῖος χριστιανὸς γνωρίζει ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὰ εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας – εἶναι ἀπαράδεκτος. Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς μας ἡ παρρησία καὶ ἡ τόλμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Τοὺς χαρακτηρίζει ἡ μετριοπάθεια, ὁ συμβιβασμὸς μὲ τὸν κόσμο, ἡ μερικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴ μέθοδο τῆς «ποιμαντικῆς ἀγάπης», ἀλλὰ καὶ τῆς «διακριτικῆς» σιωπῆς. Λησμονοῦν, ἀλλοίμονο, οἱ πνευματικοὶ πατέρες ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι μία νέα ἁμαρτία ἐκ μέρους τους, ἀφοῦ ἡ συγχώρηση εἶναι ἀδύνατη, ὅταν συνεχίζεται ἡ ἁμαρτία.
Οἱ πολιτικοὶ εἶναι ἐφήμεροι διαχειριστὲς τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἐνῷ οἱ ἀρχιερεῖς εἶναι μόνιμοι καὶ ἰσόβιοι διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι κάλαμοι ὑπὸ διαφόρων ἀνέμων σαλευόμενοι. Εἶναι ἱερό τους καθῆκον νὰ ὑπερασπίζονται τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ διαφυλάττουν τὴν ἀκεραιότητα τῶν ἐντολῶν, ἀποφεύγοντας τὶς βαθιὲς «θεολογικὲς» ἀναλύσεις, ποὺ οὐσιαστικὰ τὶς καταργοῦν.