Αλήθεια, τι γυρεύουμε;

Όλα τα δέντρα χαράξαμε, όλες τις θάλασσες στερέψαμε
και πάλι ούτε καρπούς μαζέψαμε στις παλάμες μας ούτε καράβια βρήκαμε
να μας ταξιδέψουν πέρα από το σύνορο της αγάπης.
Πιστέψαμε πως ανεβαίνοντας στα βουνά θα κατακτήσουμε την κορυφή
και κατεβαίνοντας τις πλαγιές πως θα νικήσουμε τον Άδη.
Μα, σταματούν οι πέτρες όταν τις πετάς στα κεφάλια των αδελφών σου, αντέχουν τα σχοινιά τα ακροπατήματα και τις θυσίες
όταν τα γδέρνεις να κοπούν;
Αξομολόγητοι θα πάμε και δε θα προφτάσει ούτε ο Άη Γιώργης
να μας τραβήξει πάνω στο λευκό του άτι
να μας γλυτώσει από τους δαιμόνους μας.
” Έξω ψύλλοι και κοριοί και μεγάλοι ποντικοί”, μη και καθαρίσουμε
την ψυχή απ’ τ’ αγκάθια και τα δαγκωμένα μήλα.
Ακούτε; Χθες αντάμωσαν δυο γραμματείς και τρεις φαρισαίοι
να πνίξουν τα πουλιά με τις ίδιες τους τις φτερούγες. 
Ακόμα και ο λούστρος που γυάλισε τα υποδήματα του βασιλιά,
πίστεψε ότι του ανήκει το παλάτι.
Σε αρένα κατοικούμε, ω Έλληνες, σε αρένα που τη βαφτίσαν
ανθόκηπο, ποταμό και ελευθερία.
Πλανεμένοι θα μείνουμε, να κοιτάμε στη νύχτα μήπως και βρούμε
τον ήλιο να μας ρίξει λίγο φως πάνω στους ίσκιους μας…
Πόσο ωραία ήταν η κυρία τις Απόκριες με τη μάσκα από μετάξι.
Μέχρι και η Ιταλίδα φίλη της ντροπιάστηκε για τη βενετσιάνικη
δική της μάσκα. Αχ! Γλεντοκόπι που έστησαν οι Σάτυροι και οι Φαύνοι.
Πού βρίσκονται οι ήρωες να τους αγκαλιάσουμε, πού είναι τα ματωμένα χώματα να τρυγήσουμε φιλότιμο για να πάρουμε ζωή;
“Ω! Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα”.
Πόσα μνήματα ανοίξανε για να ταφούν οι αδικοχαμένοι.
Πόσα δάκρυα κυλήσανε και πάλι με παράπονο έφυγαν οι νεκροί;
Λυπημένη με κοιτάς, αλλά δε θες να καταλάβεις πως ανάμεσα
στη σιωπή και την κραυγή βρίσκεται η μνήμη και η τόλμη…
Σκοτεινό το σπήλαιο του Πλάτωνα και συ επιμένεις να κοιτάς τις σκιές
στους τοίχους και ν’ ακούς τα είδωλα που φωνάζουν απεγνωσμένα.
Έξω είναι το φως, οι φωνές και τα πρόσωπα, έξω είναι η τιμή και το αγαθό.
Μη βιάζεσαι να με σκοτώσεις, δες, στα χέρια μου κρατώ κρίνους
και σταυρό. Αυτοί είναι που φταίνε, αυτοί που κρατούν σπαθιά
και με τα προστάγματά τους σπαθίζουν χαμόγελα και καρδιές…
Γιατί περιμένουμε πάντα τη Δευτέρα; 
Χθες, έπρεπε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.
Χθες, να προβάλλουμε ακάθιστοι στην Αγιά Σοφιά, δίπλα στους μαστόρους. Δίπλα και μπροστά να σταθούμε στα μάρμαρα και να σκίσουμε τα φιρμάνια.
Α! Δεν αλλάζει ο τόπος αυτός κι είναι καταδίκη. 
“Δυστυχία σου Ελλάς με τα τέκνα που γεννάς”.
Άλλα οράματα δεν έχουμε. Εξαντλήθηκαν στα προνόμια και τις ψευδαισθήσεις. Μας μάθανε να θρηνούμε τον θάνατό μας και ξεχάσαμε
να χαμογελάμε στη ζωή.
Αλίμονο! Υπάρχει ουρανός κι εμείς κοιτάμε κατάχαμα την άβυσσο.
Αέρας φυσάει κι εμείς κλεινόμαστε μέσα να προστατευτούμε από τις ανάσες των αδελφών. Αχ! Και να ξέραμε πώς να φυσήξουμε τις πνοές μας μέσα στα στόματα των αθλίων, μπας και κερδίσουν λίγο ουρανό.
Ε! Εσείς, ειδικοί των σωμάτων και των ψυχών. Ξεχάσατε ότι γεννηθήκατε άνθρωποι και τώρα μέσα σας το θεριό δαγκώνει τα σωθικά σας.
Πότε θα σταματήσετε να σπέρνετε διχόνοια, πότε θα πάψετε να θερίζετε χαρές;
Ω! Έλληνες, ας αφήσουμε τα λόγια κι ας ξαναπιάσουμε τα λουριά.
Αυτοί δε φοβούνται μήτε Θεό μήτε άνθρωπο.
Ας τους δείξουμε πως η λευτεριά βρίσκεται στα δουλεμένα χέρια,
στις γερές τις πλάτες και τις παιδικές ψυχές.
Εμπρός, Αργείοι! Το μόνο βέβαιο που μας περιμένει είναι να σωθούμε
μαζί με τις ρίζες μας και τα θάματά μας.

Ιωάννα Α. Αγγελή
(Εκπαιδευτικός)