Ἄφρονες καὶ Παράφρονες

Από την Σοφία Μπεκρή, φιλόλογο-θεολόγο

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ ἀναγιγνώσκεται τὴν Θ’ Κυριακὴ Λουκᾶ, ἀνήκει στὴν χορεία τῶν προπαρασκευαστικῶν γιὰ τὴν ἄσκησή μας περικοπῶν, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μόλις εἰσήλθαμε. Ἀφορμὴ γιὰ αὐτὴν τὴν παραβολὴ ἀποτελεῖ τὸ αἴτημα ἑνὸς ἀδελφοῦ νὰ μεσολαβήσῃ ὁ Κύριος στὴν κληρονομικὴ διαφορὰ μὲ τὸν ἀδελφό του. Ὁ Κύριος ὄχι μόνον ἀρνεῖται νὰ κάνῃ τὸν δικαστή, ἀλλὰ τὸν συμβουλεύει κιόλας «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ.», τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δὲν βρίσκεται στὸ περίσσευμα τῶν ἀγαθῶν του﮲ καὶ δι’ αὐτοῦ προτρέπει ὅλους μας: «φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας.» (Λουκ., ιβ’ 13-15).

«Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα.» (ὅ. π., 16), ξεκινάει τὴν παραβολή του ὁ Κύριος. Τί εὐλογία, θὰ σκεπτόταν κάποιος. Καὶ πόση χαρὰ νὰ γεμίζῃ ὅλη ἡ χώρα ἀπὸ πλοῦτο, νὰ χορταίνουν καὶ νὰ εὐφραίνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς». Ὁ Κύριος, ὁ δημιουργὸς πάσης κτίσεως, χορηγεῖ τὰ ἀγαθά Του πρὸς ὄφελος πάντων τῶν ἀνθρώπων, νὰ τὰ διαχειρίζωνται μὲ σωφροσύνη καὶ νὰ τὸν δοξάζουν γιὰ τὴν δαψιλῆ Του εὐλογία.

Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ «ἄφρων» πλούσιος τῆς παραβολῆς δὲν σκεπτόταν συνετά, ἀλλά «διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων: τί ποιήσω ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;» (ὅ. π., 17). Γι’ αὐτὸν δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι τριγύρω, ὑπάρχει μόνον ὁ ἑαυτός του. Αὐτὸς μόνος καρπώνεται τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν γενικὴ εὐφορία. Οὔτε σκέψη νὰ μοιραστῇ τὰ περισσὰ ἀγαθά του μὲ ἄλλους, ἐμπερίστατους ἢ ἀναγκεμένους. Οἱ ἄλλοι εἶναι ἀνύπαρκτοι γι’ αὐτόν, -μᾶλλον τοὺς ἔχει ἀπομακρύνει μὲ τὴν πλεονεξία καὶ τὸν ἐγωϊσμό του. Τὸ μόνο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ στοιβάξῃ κάπου τὰ ἀγαθά του, νὰ μὴν τὰ χάσῃ. Γι’ αὐτὸ βασανίζει τὸ μυαλό του καί, ἀντὶ νὰ χαρῆ, εἶναι δυστυχισμένος.

Δὲν ἔχει κάποιον δίπλα του, οὔτε κἂν γιὰ νὰ μοιραστῆ τὴν σκέψη του, χώρια τὰ ἀγαθά του. Ὁ τραγικὸς μονόλογος τοῦ πλεονέκτη ἐπισημαίνεται  στὸν ὑπέροχο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας» (P.G.  31, 261- 277). Τὸ ἀρρωστημένο του μυαλὸ βρίσκει τελικὰ τὴν λύση: «τοῦτο ποιήσω. καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω…» (ὅ. π., 18).

«Εὐτυχὴς ὁ ἐπὶ μετρίοισι χρήμασιν εὐθυμεόμενος, δυστυχὴς δὲ ὁ ἐπὶ πολλοῖσι δυσθυμεόμενος», κατὰ τὸν ἀρχαῖο φιλόσοφο Δημόκριτο. Τά «μέτρια» χρήματα εὐθυμοῦν τὸν ἄνθρωπο, τὰ πολλὰ τὸν κάνουν δυστυχισμένο καὶ δύσθυμο, τὸν γεμίζουν ἔγνοιες καὶ σκοτοῦρες καὶ στὸ τέλος τόν «δένουν». Ψάχνει νὰ βρῆ τρόπο νὰ τὰ διασφαλίσῃ κι ὅλο καὶ περισσότερο σκοτίζεται καὶ μπερδεύεται στὰ ἀγαθά του. Νομίζει ὁ ἀνόητος πλούσιος τῆς παραβολῆς ὅτι μπορεῖ διαρκῶς νὰ γκρεμίζῃ τὶς παλαιὲς ἀποθῆκες καὶ νὰ οἰκοδομῇ νέες, «γιὰ νὰ συνάξῃ ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματα καὶ τὰ ἀγαθά του». Νομίζει, ἀκόμη, ὅτι μπορεῖ νὰ ξεγελάῃ διαρκῶς καὶ τὴν κατακαημένη του ψυχή, μονολογῶντας αὐτάρεσκα: «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.» (ὅ. π., 19).

Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εὐφραίνεται οὔτε μὲ γεννήματα οὔτε μὲ ἀγαθά, εἶναι οὐρανοδρόμος καὶ τὰ ἄνω ἐπιζητεῖ. Ποῦ χρόνος, ὅμως, νὰ τὸ σκεφθῆ αὐτὸ ὁ ζαλισμένος μέσα στὰ πλούτη του ἄφρων πλούσιος! Ἔτσι, τὸν ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, διότι δὲν προνόησε γιὰ τὴν ψυχή του: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (ὅ. π., 20).

 Ποιοί τὴν ἀπαιτοῦν; Αὐτοὶ στοὺς ὁποίους τὴν ἔχει ἤδη παραδώσει ὁ πλούσιος μὲ τὰ πάθη του, καὶ κυρίως μὲ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, τώρα τοῦ τὴν ζητοῦν καὶ ἐπισήμως: οἱ κακοὶ δαίμονες. Τὸ ἐρώτημα τοῦ καλοῦ Θεοῦ εὔλογο: «ἅ ἠτοίμασας τίνι ἔσται;» (ὅ. π., 21). Ποιός θὰ εἶναι πλέον ὁ ἰδιοκτήτης ὅλων ὅσων συσώρρευσες τόσα χρόνια καὶ μὲ τόσο κόπο; Ὁ Ἰάκωβος Ἀδελφόθεος δίνει τὴν ἀπάντηση, στὸ ἐρώτημα αὐτό, στὴν ἐπιστολή του, ποὺ ἀποτελεῖ κόλαφο γιὰ τοὺς ἀδίκως πλουτοῦντες: «ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε (ἔχει σαπίσει) καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν (ἔχουν φαγωθῆ ἀπὸ τὸν σκόρο)…ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς, ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς, κατεδικάσετε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον» (Ἐπιστολὴ Ἰακώβου ε’ 1-6).

Ἑπομένως, μόνον «ὁ εἰς Θεὸν πλουτῶν» καταξιώνεται, ἐνῶ «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ» καταδικάζεται. Ἡ ἐπένδυση στὸν Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια ἀγαθὰ εἶναι ὑψίστη ἀρετή, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία. Ὅταν, μάλιστα, νηστεύομε, μᾶς θυμίζουν οἱ σοφοί μας Πατέρες, νὰ μὴν λησμονοῦμε, παράλληλα, τὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς ἐλέους καὶ θέλει καὶ ἐμεῖς νὰ εὐεργετοῦμε τὸν ἐμπερίστατο ἀδελφό μας (Ματθ., κε’ 31-46). Ἐὰν θέλωμε νὰ ἀγοράσωμε τὸν οὐρανό, λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Χρυσόστομος, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ προσφέρωμε ἔστω καὶ τὸν ὀβολό μας. Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ μᾶς χαρίζει πλουσιοπάροχα τὰ οὐράνια ἀγαθά του, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ παραμικρὸ περίσσευμα ἀγάπης ἐκ μέρους μας.

Αὐτήν, λοιπόν, τὴν Σαρακοστὴ ἂς μὴν περιοριστοῦμε μόνον σὲ ἀποχὴ βρωμάτων ἀλλὰ ἂς προχωρήσωμε σταθερὰ καὶ συστηματικὰ καὶ σὲ ἀποχὴ ἁμαρτημάτων, ξεκινῶντας ἀπὸ τὰ κορυφαῖα πάθη, τῆς φιλαυτίας, τῆς φιλαργυρίας -ἄλλη ὄψη τῆς πλεονεξίας, «ἥτις ἐστὶ εἰδωλολατρία» (Κολοσ., γ’ 6)- καὶ τῆς φιληδονίας. Νεκρώνοντες τὰ πάθη μας ἐπὶ τῆς γῆς «ποιήσωμεν ἑαυτοῖς θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει, οὐδὲ σὴς διαφθείρει», διότι «ὅπου ὁ θησαυρὸς ἡμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ἡμῶν.» (Λουκ., ιβ’ 33-34).

Ἐπιτέλους, ἂς μὴν φανοῦμε ἄφρονες καὶ παράφρονες, σὰν τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς, ποὺ καταδικάστηκε ἀπὸ τὰ πάθη του. Ἂς δειχθοῦμε σώφρονες καὶ συνετοί, προσανατολισμένοι στά «ἄνω», ὥστε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐλογίες πάντων τῶν Ἁγίων νὰ κερδίσωμε τὴν σωτηρία μας. Ἀμήν! Γένοιτο!