[…] Έμεινε πιστός στην υπηρεσία του στην Εκκλησία μέχρι τέλους. Όσοι τον γνώριζαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του μαρτυρούν για δύο όψεις του χαρακτήρα του που διέκριναν: Πρώτον, ήταν η αυστηρότητά του στα θέματα που αφορούσαν την Εκκλησία και τους νόμους του Θεού. Επέμενε στη σωστή συμπεριφορά των εκκλησιαστικών λειτουργών, μη επιτρέποντας ακόμα και την παραμικρή συζήτηση μέσα στο Ιερό. Ο ίδιος, έμπειρος στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας, διόρθωνε αυτοστιγμής τυχόν λάθη ή παραλείψεις κατά τη διάρκεια των ακολουθιών. Ήταν επίσης αυστηρός και με το ποίμνιο, μη επιτρέποντας στις γυναίκες να προσκυνούν τον Τίμιο Σταυρό ή τις εικόνες, φορώντας κραγιόν στα χείλη τους. Και συμβούλευε το εκκλησίασμα, ότι μόνο όσοι δεν είχαν φάει τίποτε το πρωί μπορούσαν να λάβουν το αντίδωρο. Μιλούσε εναντίον της βεβήλωσης της παραμονής των εορτών και Κυριακών με την οργάνωση χορών και άλλων ειδών διασκέδασης. Απαγόρευσε στους κληρικούς του να συμμετάσχουν σε πανορθόδοξες Λειτουργίες, όταν είχε αμφιβολίες για την κανονικότητα κάποιων από τους συμμετέχοντες. Οι δραστηριότητες των ορθοδόξων οικουμενιστών τον έκαναν να κουνά το κεφάλι του με δυσπιστία. Ήταν ο αυστηρότερος όλων, σε ό,τι είχε σχέση με τα δόγματα της Ορθοδοξίας.
Είναι σίγουρο πάντως πως όσοι είχαν δει τον Άγιο Ιωάννη την Κυριακή της Ορθοδοξίας, τη στιγμή που χαμήλωνε τα δικεροτρίκερα και διάβαζε τους αναθεματισμούς κατά των αιρετικών, θα θυμούνται το άγριο βλέμμα του. Και αυτό, όχι από φανατισμό ή στενόμυαλη σκέψη, αλλά από φόβο Θεού που κυριαρχούσε και διατηρούσε μεσα του σε ολόκληρη τη ζωή του.[…]
Μαρτυρία του Ιερομονάχου Σεραφείμ Ρόουζ, από το βιβλίο “Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Επίσκοπος Σαγγάης και Σαν Φρανσίσκο, ο θαυματουργός”, έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νεκταρίου Δωρίδος, σελ. 62-63