«Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι»
Εὐρισκόμαστε, Ἀδελφοί μου, στὴν τελευταῖα Κυριακή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ νὰ μᾶς τονόσει καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὸν κοπιαστικό ἀγῶνα κατά τὼν παθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς προσφέρει σήμερα πλούσια τὰ ἐφόδια γιὰ νὰ τελειώσουμε αἰσίως τὴν νηστεία γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν νηστεία γιὰ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου.
Κατ’ἀρχήν μᾶς προβάλλει μὲ τὸν Συναξαριστή τῆς ἡμέρας τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, τὴν ὁποία ἔχοντες μπροστά μας ὡς ὑπόδειγμα πρὸς ἔμπνευση καὶ προτροπή ὅλων μας ὥστε νὰ μετανοήσουμε καὶ ἐμεῖς εἰλικρινά καὶ ἀληθινά κατὰ τὴν κατανυκτική αὐτή περίοδον τοῦ λειτουργικοὺ ἔτους. Δεύτερον ἐφόδιον οἱ ὕμνοι τοὺς ὁποίους ψάλλαμε κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου μὲ ἀποκορύφωμα τὸ δοξαστικό τῶν αἴνων: «Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρώσις καὶ πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις σὺν ἁγιασμῷ. Ὅθεν οὐδέ οἱ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλά ὅσοι τοὺς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσί πενήτων ἀποτίθενται». Τρίτον ἐφόδιον τὸ ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖον διδάσκει τὴν δύναμη τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λέγοντας ὅτι αὐτό καθαρίζει τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μᾶς καθιστᾶ, ὅταν ἄξίως μεταλαμβάνουμε αὐτό μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀληθινούς λάτρες τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἐνώνεται δὲ τὸτε καὶ μένει μαζί μας καὶ μέσα μας ὁ Χριστός. Καὶ τ[ελος ἡ πνευματική πανδεσία ὅλοκληρώνεται μὲ τὸ Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει τρεῖς ὑποθέσεις. Πρώτη ὑπόθεσις, ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἡ ὁποία προεφανέρωσε ὅλα ὅσα αὐτόςἐπρόκειτο νὰ πάθει καὶ ἐπὶ πλέον τὸν θάνατον Αὐτοῦ καὶ τὴν τριήμερονἈνάστασί Του. Δεύτερη ὑπόθεσις εἶναι ἡ αἴτησις τῶν δύο ἀδελφῶν, τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, ἡ ὁποία προκάλεσε τὴν διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου διὰ τὸ ποίοι εἶναι ἄξιοι τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας. Τρίτη ὑπόθεσις εἶναι ἡ νουθεσία τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς δέκα ἀγανακτήσαντες Ἀποστόλους, ἡ ὁποία διδάσκει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον, κάθε ἕνας ποὺ πιστεύει, ἀνεβαίνει εὶς τὸν βαθμόν τῆς ἀληθινῆς δόξης καὶ ἁγιότητος. Ἡ νουθεσία αὐτή τοῦ Κυρίου σκοπόν εἶχε τὴν ταπεινοφροσύνην. Προβάλλει τὸ παράδειγμα τῆς ταπεινώσεως ἀλλά καὶ τὸ παράδειγμα τὴς ὑπερβολικῆς αὐτοῦ ἀγάπης. Εἶπεν ὁ Κύριος: Ἑγώ ἦλθα στὸν κόσμο, ὅχι γιὰ νὰ ὑπηρετηθῶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀλλά γιὰ νὰ ὑπηρετήσω.Ὅταν βλέπουμε τὸν δημιουργό τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸν ἐξουσιαστή ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, τὸν βασιλέα τῶν πάντων, τὸν προσκυνούμενον καὶ λατρευόμενον ἀπό ὅλες τὶς ἐπουράνιες στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων, νὰ ὑπερετεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ πλένει τὸ πόδια τῶν δούλων του, ποῖο ἄλλο παράδειγμα μεγαλύτερο θέλουμε γιὰ νὰ πειστοῦμε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε ἀλλά τὰ ταπεινά νὰ στοχαζόμαστε; Καὶ ὅταν λέγει: “καὶ δοῦναι τὴν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» δὲν προβάλλει μαζὶ καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ταπεινώσεως καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ὑπερβολικῆς αὐτοῦ ἀγάπης; Οἱ μὲν δύο Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν ἸησοῦΧριστό πρωτεῖα καὶ πρωτοκαθεδρίες, ἔδειξαν σημεῖα ὑπερηφανείας· οἱ δε ὑπόλοιποι δέκα, οἱ ὁποῖοι ἀγανάκτησαν μὲ τὸ αἴτημα τῶν δύο, ἔδειξαν σημεῖα φθόνου. Ὁ δὲ φθόνος εἶναι γνωστὸν πῶς εἶναι στέρησις ἀγάπης. Γι’αὐτό λοιπόν καὶ ὁ θεάνθρωπος θέλοντας νὰ διδάξει μαζί μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του καὶ ὅλους ἐμᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’αὐτόν, μᾶς τονίζει ὅτι οἱ δύο αὐτές μεγάλες ἀρετές, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀχώριστες. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν ἔχει ὄρον ὅλον τὸν ἄνθρωπον, ἐπειδή χρέος μας εἶναι νὰ ἀγαπάμε τὸν Θεόν «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Εἰς τὴν ἀγάπην ὅμως προς τὸν πλησίον μας ὁ Θεός ἔβαλε τὸν ὄρο τῆς ἰσότητας. «ἀγαπήσεις, εἶπε, τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» Ὅταν ἀγαπῶ τὸν πλησίον μου κατὰ τὸν ὄρο τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ τότε ὅτι καὶ ἄν κάνω ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μου τὸ ἴδιο κάνω καὶ γιὰ τὸν πλησίον μου. Ἐν ὅσῳ λοιπόν ἀγαπῶ τὸν πλησίον μου σὰν τὸν ἑαὐτόν μου, εἶναι ἀδύνατον νὰ ζητήσω πρωτοκαθεδρία, προτίμιση καὶ ὑπεροχή ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τότε ἡ ταπείνωση θὰ εἶναι στὴν καρδιὰ μου καὶ ἀντιθέτως ὅταν ζητῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους πρωτεία, προτιμήσεις καὶ ἀναγνωρίσεις ὑπεροχῆς φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιὰ μου ἡ ἀγάπη καὶ ἀπό τὸν νοῦ μου ἡ ταπείνωση καὶ φωλιάζει ἡ ὑπερηφάνεια. Καὶ ὅταν λέμε ἀγαπάμε τὸν πλησίον μας δὲν ἐννοοῦμε μόνον τὸν φίλο μας ἀλλά καὶ τὸν ἐχθρό μας καὶ ἑκεῖνον ποὺ μᾶς μισεῖ καὶ μισοῦμε καὶ γιὰ νὰ τὸ κάνουμε αὐτό πρέπει νὰ ἔχουμε ταπείνωση. Καὶ τὸ παράδειγμα τὸ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων, ἐκένωσεν ἑαυτόν, μορφήν δούλου λαβὼν· καὶ σχήματι εὐρεθείς ὥς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου. Καὶ αὐτό ἔγινεν ἀπό τὴν ἄμετρον ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὀς τὸν .ανθρωπο: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τὸν ἄνθρωπον, ὥστε ἔδωκεν τὸν υἱόν αὐτοῦ τὸν μονογενή». Αὐτή δὲ εἶναι ἀγάπη, τῆς ὁποίας ἄλλη μεγαλύτερη δὲν ὑπάρχει· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὺδείς ἔχει, ἵνα τὴν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Καὶ ὅμως ὁ Χριστός ἔδειξε γιὰ μᾶς μεγαλύτερη καὶ αὐτῆς τῆς ἀγάπης. «Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὅντων ἤμῶν, Χριστὸς ὑπέρἥμῶν ἀπέθανεν῾», διότι ὄταν ἀπέθανεν ὑπέρ ἡμῶν ἐμεῖςδὲν εἴμαστε φίλοι Του, ἀλλά ἐχθροί Του, δὲν εἴμαστε δίκαιοι ἀλλά ἁμαρτωλοί. Ἐάν ἠ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσις εὐρίσκοντο πάντοτε εἰς τὴν καρδιά μας, τότε θὰ ἔπαυε τὸ μίσος, θὰ ἔφευγε ἡ συκοφαντία, θὰ ἐξηφανίζετο τὸ ψέμα καὶ θὰ ἔλλειπε ὁ δόλος, ὁ φθόνος καὶ ἡ καταδυνάστευσις, δὲν θὰ ἀκούετο ποτέ φόνος, θὰ ἐδιώκοντο οἱ ὕβρεις καὶ θὰ ἔλειπαν ἀπό τὴν γῆ ὅλα τὰ κακά. Τότε θὰ βλέπαμε τὴν εἰρήνη στὴ γῆ, τὴν ἀλήθεια στὴν ἀγορά, τὴν σωφροσύνη εὶς τὶς συναναστροφές, τὴν δικαιοσύνη στὶς συναλαγές, τὴν εὐλάβεια στῆν Ἐκκλησία. Τότε ἡ γῆ θὰ ἐγίνετο παράδεισος, ὁ κόσμος οὐρανοί καὶ οἱ ἐπίγειοι ἄνρωποι, οὐράνιοι ἄγγελοι.
Ἀδελφοί μου. Τὴν τελευταία αὐτή ἐβδομάδα τῆς Μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἀφιερώνει γιὰ περισυλλογή καὶ ἀπολογισμό τῶν μέχρι σήμερα ἀποτελεσμάτων στὸν πνευματικό ἀγῶνα ποὺ κάναμε. Μᾶς ἔδωσε σήμερα πλῆθος ἐφοδίων καὶ πρότυπα προς μίμηση καὶ ὅλα αὐτά «προς νουθεσίαν ἡμῶν, ὅπως χρηστότητα ποιήσωμεν καὶ δώῃ ἠμῖν Κύριος ἀντί τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια».Ἀμήν.