1ον Ε΄. Κυριακή των Νηστειών – «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι»

«Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι»

Εὐ­ρι­σκό­μα­στε, ­δελ­φοί μου, στὴν τε­λευ­ταῖ­α Κυ­ρια­κή τῆς Με­γά­λης Σα­ρα­κο­στῆς. Ἐκ­κλη­σί­α μας γιὰ νὰ μᾶς το­νό­σει καὶ νὰ μᾶς ­νι­σχύ­σει στὸν κο­πι­α­στι­κό ­γῶ­να κα­τά τὼν πα­θῶν καὶ τῶν ­μαρ­τι­ῶν μας, μᾶς προ­σφέ­ρει σή­με­ρα πλού­σια τὰ ­φό­δια γιὰ νὰ τε­λει­ώ­σου­με αἰ­σί­ως τὴν νη­στεί­α γιὰ τὶς ­μαρ­τί­ες μας καὶ νὰ προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με γιὰ τὴν νη­στεί­α γιὰ τὰ πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου.

Κα­τ’­ἀρ­χήν μᾶς προ­βάλ­λει μὲ τὸν Συ­να­ξα­ρι­στή τῆς ­μέ­ρας τὴν μνή­μη τῆς ­σί­ας Μα­ρί­ας τῆς Αἰ­γυ­πτί­ας, τὴν ­ποί­α ­χον­τες μπρο­στά μας ὡς ­πό­δειγ­μα πρὸς ἔμ­πνευ­ση καὶ προ­τρο­πή ­λων μας ­στε νὰ με­τα­νο­ή­σου­με καὶ ­μεῖς εἰ­λι­κρι­νά καὶ ­λη­θι­νά κα­τὰ τὴν κα­τα­νυ­κτι­κή αὐ­τή πε­ρί­ο­δον τοῦ λει­τουρ­γι­κοὺ ­τους. Δεύ­τε­ρον ­φό­διον οἱ ­μνοι τοὺς ­ποί­ους ψάλ­λα­με κα­τὰ τὴν ­κο­λου­θί­α τοῦ Ὄρ­θρου μὲ ­πο­κο­ρύ­φω­μα τὸ δο­ξα­στι­κό τῶν αἴ­νων: «Οὐκ ­στιν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ βρώ­σις καὶ πό­σις, ἀλ­λά δι­και­ο­σύ­νη καὶ ­σκη­σις σὺν ­για­σμῷ. ­θεν οὐ­δέ οἱ πλού­σιοι εἰ­σε­λεύ­σον­ται ἐν αὐ­τῇ, ἀλ­λά ­σοι τοὺς θη­σαυ­ρούς αὐ­τῶν ἐν χερ­σί πε­νή­των ­πο­τί­θεν­ται».  Τρί­τον ­φό­διον τὸ ­πο­στο­λι­κό ­νά­γνω­σμα, τὸ ­ποῖ­ον δι­δά­σκει τὴν δύναμη τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ­μῶν ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, λέ­γον­τας ­τι αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει τὴν ψυ­χή μας ­πὸ τὶς ­μαρ­τί­ες μας καὶ μᾶς κα­θι­στᾶ, ­ταν ­ξί­ως με­τα­λαμ­βά­νου­με αὐ­τό μὲ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ­λη­θι­νούς λά­τρες τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ. ­νώ­νε­ται δὲ τὸ­τε καὶ μέ­νει μα­ζί μας καὶ μέ­σα μας Χρι­στός. Καὶ τ[ε­λος πνευ­μα­τι­κή παν­δε­σί­α ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κό ­νά­γνω­σμα, τὸ ­ποῖ­ον πε­ρι­λαμ­βά­νει τρεῖς ­πο­θέ­σεις. Πρώ­τη ­πό­θε­σις, προ­φη­τεί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ­η­σοῦ, ­ποί­α προ­ε­φα­νέ­ρω­σε ­λα ­σα αὐ­τό­ςἐ­πρό­κει­το νὰ πά­θει καὶ ­πὶ πλέ­ον τὸν θά­να­τον Αὐ­τοῦ καὶ τὴν τρι­ή­με­ρο­νἈ­νά­στα­σί Του. Δεύ­τε­ρη ­πό­θε­σις εἶ­ναι αἴ­τη­σις τῶν δύ­ο ­δελ­φῶν, τοῦ ­α­κώ­βου καὶ ­ω­άν­νου, ­ποί­α προ­κά­λε­σε τὴν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Θε­αν­θρώ­που διὰ τὸ ποί­οι εἶ­ναι ­ξιοι τῆς ­που­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας. Τρί­τη ­πό­θε­σις εἶ­ναι νου­θε­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς τοὺς δέ­κα ­γα­να­κτή­σαν­τες ­πο­στό­λους, ­ποί­α δι­δά­σκει τὸν τρό­πο μὲ τὸν ­ποῖ­ον, κά­θε ­νας ποὺ πι­στεύ­ει, ­νε­βαί­νει εὶς τὸν βαθ­μόν τῆς ­λη­θι­νῆς δό­ξης καὶ ­γι­ό­τη­τος. νου­θε­σί­α αὐ­τή τοῦ Κυ­ρί­ου σκο­πόν εἶ­χε τὴν τα­πει­νο­φρο­σύ­νην. Προ­βάλ­λει τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς τα­πει­νώ­σε­ως ἀλ­λά καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τὴς ­περ­βο­λι­κῆς αὐ­τοῦ ­γά­πης. Εἶ­πεν Κύ­ριος: ­γώ ἦλ­θα στὸν κό­σμο, ­χι γιὰ νὰ ­πη­ρε­τη­θῶ ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλ­λά γιὰ νὰ ­πη­ρε­τή­σω.­ταν βλέ­που­με τὸν δη­μι­ουρ­γό τοῦ οὐρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, τὸν ἐξουσιαστή ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ο­ρά­του κτί­σε­ως, τὸν βα­σι­λέ­α τῶν πάν­των, τὸν προ­σκυ­νού­με­νον καὶ λα­τρευ­ό­με­νον ­πό ­λες τὶς ­που­ρά­νι­ες στρα­τι­ὲς τῶν Ἀγ­γέ­λων, νὰ ­πε­ρε­τεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ νὰ πλέ­νει τὸ πό­δια τῶν δού­λων του, ποῖ­ο ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα με­γα­λύ­τε­ρο θέ­λου­με γιὰ νὰ πει­στοῦ­με νὰ μὴ ­ψη­λο­φρο­νοῦ­με ἀλ­λά τὰ τα­πει­νά νὰ στο­χα­ζό­μα­στε; Καὶ ­ταν λέ­γει: “καὶ δοῦ­ναι τὴν ψυ­χήν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τί πολ­λῶν» δὲν προ­βάλ­λει μα­ζὶ καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ­περ­βο­λι­κῆς αὐ­τοῦ ­γά­πης; Οἱ μὲν δύ­ο ­πό­στο­λοι, οἱ ­ποῖ­οι ζή­τη­σαν ­πὸ τὸν ­η­σοῦ­Χρι­στό πρω­τεῖ­α καὶ πρω­το­κα­θε­δρί­ες, ­δει­ξαν ση­μεῖ­α ­πε­ρη­φα­νεί­ας· οἱ δε ­πό­λοι­ποι δέ­κα, οἱ ­ποῖ­οι ­γα­νά­κτη­σαν μὲ τὸ αἴ­τη­μα τῶν δύ­ο, ­δει­ξαν ση­μεῖ­α φθό­νου. δὲ φθό­νος εἶ­ναι γνω­στὸν πῶς εἶ­ναι στέ­ρη­σις ­γά­πης. Γι­­αὐ­τό λοι­πόν καὶ θε­άν­θρω­πος θέ­λον­τας νὰ δι­δά­ξει μα­ζί μὲ τοὺς δώ­δε­κα μα­θη­τάς του καὶ ­λους ­μᾶς ποὺ πι­στεύ­ου­με σ’­αὐ­τόν, μᾶς το­νί­ζει ­τι οἱ δύ­ο αὐ­τές με­γά­λες ­ρε­τές, ­γά­πη καὶ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη εἶ­ναι ­χώ­ρι­στες. ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­όν ­χει ­ρον ­λον τὸν ἄν­θρω­πον, ­πει­δή χρέ­ος μας εἶ­ναι νὰ ­γα­πά­με τὸν Θε­όν «ἐξ ­λης τῆς καρ­δί­ας, ἐξ ­λης τῆς ψυ­χῆς, ἐξ ­λης τῆς ­σχύ­ος καὶ ἐξ ­λης τῆς δι­α­νοί­ας». Εἰς τὴν ­γά­πην ­μως προς τὸν πλη­σί­ον μας Θε­ός ­βα­λε τὸν ­ρο τῆς ­σό­τη­τας. «­γα­πή­σεις, εἶ­πε, τὸν πλη­σί­ον σου ὡς ­αυ­τόν» Ὅταν ἀγαπῶ τὸν πλησίον μου κατὰ τὸν ὄρο τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ τότε ὅτι καὶ ἄν κάνω ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μου τὸ ἴδιο κάνω καὶ γιὰ τὸν πλησίον μου. Ἐν ὅσῳ λοιπόν ἀγαπῶ τὸν πλησίον μου σὰν τὸν ἑαὐτόν μου, εἶναι ἀδύνατον νὰ ζητήσω πρωτοκαθεδρία, προτίμιση καὶ ὑπεροχή ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τότε ταπείνωση θὰ εἶναι στὴν καρδιὰ μου καὶ ἀντιθέτως ὅταν ζητῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους πρωτεία, προτιμήσεις καὶ ἀναγνωρίσεις ὑπεροχῆς φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιὰ μου ἀγάπη καὶ ἀπό τὸν νοῦ μου ταπείνωση καὶ φωλιάζει ὑπερηφάνεια. Καὶ ὅταν λέμε ἀγαπάμε τὸν πλησίον μας δὲν ἐννοοῦμε μόνον τὸν φίλο μας ἀλλά καὶ τὸν ἐχθρό μας καὶ ἑκεῖνον ποὺ μᾶς μισεῖ καὶ μισοῦμε καὶ γιὰ νὰ τὸ κάνουμε αὐτό πρέπει νὰ ἔχουμε ταπείνωση. Καὶ τὸ παράδειγμα τὸ ἔδωσε ἴδιος Θεός, ὁποῖος «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων, ἐκένωσεν ἑαυτόν, μορφήν δούλου λαβὼν· καὶ σχήματι εὐρεθείς ὥς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου. Καὶ αὐτό ἔγινεν ἀπό τὴν ἄμετρον ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὀς τὸν .ανθρωπο: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν Θεός τὸν ἄνθρωπον, ὥστε ἔδωκεν τὸν υἱόν αὐτοῦ τὸν μονογενή». Αὐτή δὲ εἶναι ἀγάπη, τῆς ὁποίας ἄλλη μεγαλύτερη δὲν ὑπάρχει· «μείζονα  ταύτης ἀγάπην οὺδείς ἔχει, ἵνα τὴν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Καὶ ὅμως Χριστός ἔδειξε γιὰ μᾶς μεγαλύτερη καὶ αὐτῆς τῆς ἀγάπης. «Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὅντων ἤμῶν, Χριστὸς ὑπέρἥμῶν ἀπέθανεν῾», διότι ὄταν ἀπέθανεν ὑπέρ ἡμῶν ἐμεῖςδὲν εἴμαστε φίλοι Του, ἀλλά ἐχθροί Του, δὲν εἴμαστε δίκαιοι ἀλλά ἁμαρτωλοί. Ἐάν ἀγάπη καὶ ταπείνωσις εὐρίσκοντο πάντοτε εἰς τὴν καρδιά μας, τότε θὰ ἔπαυε τὸ μίσος, θὰ ἔφευγε συκοφαντία, θὰ ἐξηφανίζετο τὸ ψέμα καὶ θὰ ἔλλειπε δόλος, φθόνος καὶ καταδυνάστευσις, δὲν θὰ ἀκούετο ποτέ φόνος, θὰ ἐδιώκοντο οἱ ὕβρεις καὶ θὰ ἔλειπαν ἀπό τὴν γῆ ὅλα τὰ κακά. Τότε θὰ βλέπαμε τὴν εἰρήνη στὴ γῆ, τὴν ἀλήθεια στὴν ἀγορά, τὴν σωφροσύνη εὶς τὶς συναναστροφές, τὴν δικαιοσύνη στὶς συναλαγές, τὴν εὐλάβεια στῆν Ἐκκλησία. Τότε γῆ θὰ ἐγίνετο παράδεισος, κόσμος οὐρανοί καὶ οἱ ἐπίγειοι ἄνρωποι, οὐράνιοι ἄγγελοι.

  Ἀδελφοί μου. Τὴν τελευταία αὐτή ἐβδομάδα τῆς Μεγάλης τεσσαρακοστῆς, Ἐκκλησία μας τὴν ἀφιερώνει γιὰ περισυλλογή καὶ ἀπολογισμό τῶν μέχρι σήμερα ἀποτελεσμάτων στὸν πνευματικό ἀγῶνα ποὺ κάναμε. Μᾶς ἔδωσε σήμερα πλῆθος ἐφοδίων καὶ πρότυπα προς μίμηση καὶ ὅλα αὐτά «προς νουθεσίαν ἡμῶν, ὅπως χρηστότητα ποιήσωμεν καὶ δώῃ ἠμῖν Κύριος ἀντί τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια».Ἀμήν.