Ἕνα ὑπέροχο πρότυπο κοινωνικοῦ ἀνθρώπου ἀπό τρεῖς φτωχούς ἀσκητές.

π. Δημητρίου Μπόκου

Ζοῦσαν μαζί κάποτε σ’ ἕνα φτωχό μέρος τρεῖς καλόγεροι. Γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν φτώχεια τους, δούλευαν ὡς θεριστές τήν ἐποχή τοῦ θερισμοῦ. Μία χρονιά λοιπόν ἀνέλαβαν νά θερίσουν ἑξήντα χωράφια. Ἕνας ὅμως ἀπ’ τούς τρεῖς ἀπό τήν πρώτη κιόλας ἡμέρα ἀρρώστησε καί γύρισε στό κελλί του. Λέει τότε ὁ ἕνας ἀπό τούς ἐναπομείναντες στόν ἄλλον:

– Βλέπεις, ἀδελφέ, ὁ ἀδελφός μας ἀρρώστησε. Ἄς στριμωχτοῦμε λοιπόν λίγο περισσότερο οἱ δύο μας καί πιστεύω πώς μέ τίς εὐχές του θά προλάβουμε νά θερίσουμε καί τό δικό του μερίδιο.

Πράγματι κατάφεραν νά τελειώσουν ἐγκαίρως ὅλο τό ἔργο καί ἀφοῦ πληρώθηκαν γιά τήν δουλειά τους, φώναξαν τόν τρίτο καλόγερο καί τοῦ εἶπαν:

– Ἔλα, ἀδελφέ, πάρε τόν μισθό σου.

– Ποιό μισθό ἔχω νά πάρω, ἀφοῦ δέν θέρισα; ρώτησε ἐκεῖνος.

– Ὁ θερισμός ἔγινε, ἐπειδή βοήθησαν οἱ εὐχές σου! ἀπάντησαν οἱ συνασκητές του. Ἔλα λοιπόν, πάρε τόν μισθό σου.

Τότε ἔγινε ἀνάμεσά τους μεγάλος «καυγάς». Ὁ ἕνας ἔλεγε «δέν τά παίρνω», οἱ ἄλλοι πάλι δέν δέχονταν μέ τίποτε νά ὑποχωρήσουν. Τελικά πῆγαν σ’ ἕναν μεγάλο Γέροντα νά τούς λύσει τό ζήτημα.

Ὁ ἕνας λοιπόν εἶπε, ὅτι, ἐνῷ δέν θέρισε οὔτε μία μέρα, τόν ἀναγκάζουν τώρα νά πάρει τό μερίδιό του καί τόν φέρνουν σέ πολύ δύσκολη θέση. Οἱ ἄλλοι εἶπαν ὅτι, ἐνῷ ἡ δουλειά ἦταν τόσο πολλή, πού δύσκολα θά τήν τελείωναν καί οἱ τρεῖς μαζί, ὅμως τώρα, μέ τίς προσευχές τοῦ ἄρρωστου ἀδελφοῦ τους, ὁλοκλήρωσαν πολύ γρηγορώτερα ὅλο τό θέρισμα. Γι’ αὐτό ἐπιμένουν νά πάρει τόν μισθό του. Ὁ Γέροντας θαύμασε ἀκούοντας τήν διχογνωμία καί φιλονικία τους. Φώναξε ἀμέσως κάποιον καλόγερο πού ἦταν κοντά ἐκεῖ καί τοῦ εἶπε:

– Χτύπα τήν καμπάνα νά μαζευτεῖ ὅλο τό μοναστήρι.

Ὅταν ἦρθαν ὅλοι, τούς εἶπε:

– Ἐλᾶτε, ἀδελφοί, νά θαυμάσετε δικαιοσύνη.

Καί τούς εἶπε τά καθέκαστα. Τότε οἱ μοναχοί τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου ἔβγαλαν ἀπόφαση ὅλοι μαζί, νά πάρει τό μερίδιό του ὁ καλόγερος πού δέν εἶχε θερίσει καί ἄς τό κάνει μετά ὅ,τι θέλει. Καί ἐκεῖνος ὁ μακάριος, μή μπορώντας πιά νά κάνει ἀλλιῶς, ἔφυγε κλαίγοντας ἀπό τήν λύπη του (ἀπό τό Γεροντικό).

Νά, λοιπόν ἀπό τρεῖς φτωχούς ἀσκητές ἕνα ὑπέροχο πρότυπο κοινωνικοῦ ἀνθρώπου. Παρά τήν φτώχεια τους, δέν εἶχαν καμμιά προσκόλληση στά λεφτά. Ὁλόψυχα ἤθελαν νά συνδράμουν, νά μή ζημιώσουν τόν ἀδελφό τους. Κανένα ἴχνος πλεονεξίας, ἐκμετάλλευσης, κατάχρησης. Τί κόσμος ἄραγε θά ὑπῆρχε, ἄν οἱ ἄνθρωποι σκέπτονταν καί ἐνεργοῦσαν ἔτσι; Θά εἴχαμε τήν οἰκονομική κρίση καί τά προβλήματα πού ἔχουμε σήμερα; Πόση δικαιοσύνη, τιμιότητα καί ἀνιδιοτέλεια θά βασίλευαν ἀνάμεσά μας! Πόσο πρόθυμοι θά ἦταν ὅλοι νά βοηθήσουν στήν δυσκολία τοῦ ἄλλου, στήν ἀρρώστια του, στήν φτώχεια του! Δέν θά ὑπῆρχε φτωχός ἀνάμεσά μας (Δευτ. 15, 4).

Θά ’λεγε ὅμως κανείς πώς οἱ μοναχοί αὐτοί, παρά τήν φτώχεια τους, εἶχαν κάποιο πλεονέκτημα. Βρῆκαν μία μικρή δουλειά, πῆραν κάτι λίγα λεφτά καί συνεπῶς μποροῦσαν νά δώσουν μία κάποια βοήθεια σέ κάποιον. Πῶς νά βοηθήσουμε ὅμως ἐμεῖς, ὅταν τό βασικό πρόβλημα σή-μερα εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἔλλειψη δουλειᾶς; Τί νά δώσεις στόν ἄλλον, ὅταν δέν βγάζεις τίποτε;

Εὔλογο τό ἐρώτημα, παρ’ ὅλ’ αὐτά ὅμως δέν παύει νά εἶναι παραπλανητικό. Ὁ Χριστός δέν λέει: «Γιά νά δῶ! Πόσα ἔχεις; Γιά νά σοῦ πῶ ἄν μπορεῖς νά δώσεις». Πουθενά δέν βάζει πλαφόν στό εἰσόδημάα σου, δέν σοῦ λέει πόσο ὕψος πρέπει νά ἔχει, γιά νά ἔχεις ὑποχρέωση νά δώσεις. Δέν σέ ρωτάει ἄν ἔχεις νά δώσεις, ἀλλά ἄν θέλεις νά δώσεις· ἄν ἔχεις τήν διάθεση νά δώσεις· ἄν ὑπάρχει ἔλεος, εὐσπλαχνία, ἀγάπη μέσα σου. Ἄν δέν ὑπάρχουν αὐτά, ἀκόμα καί νά δώσεις, ἀκόμα καί πολλά νά δώσεις, δέν ἔχει καμμιά ἀξία. «Οὐδέν ὠφελεῖσαι» (Α΄ Κορ. 13, 3).

Ἄν ὅμως αὐτά ὑπάρχουν, ἀκόμα καί δουλειά νά μήν ἔχεις, ἀκόμα καί τίποτα νά μή σοῦ βρίσκεται νά δώσεις, δίνεις πολλά, τόσο πολλά, πού καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ξεσπάει σέ ἔπαινο γιά σένα («ἡ χήρα ἡ πτωχή αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλεν» [Λουκ. 21, 3). Ἀληθινός πλοῦτος εἶναι ἡ καρδιά πού ξεχειλίζει ἀπό ἀγάπη. Αὐτή θεραπεύει τόν κόσμο ἀπό ὅλα τά κακά. Τέτοια καρδιά εἶχαν οἱ τρεῖς φτωχοκαλόγεροι. Ἀπό ἀνθρώπους μέ τέτοια καρδιά ἔχει ἀνάγκη ὁ κόσμος καί ὄχι, ὅπως νομίζουμε, ἀπό τό ψυχρό, τό ἄψυχο χρῆμα.

Ἕνας μοναχός κάποτε εἶδε τόν ἀββᾶ Νισθερῶο νά φοράει δύο κολόβια (ζακέτες ἀμάνικες) καί τόν ρώτησε:

– Ἄν ἔλθει ἕνας φτωχός καί σοῦ ζητήσει τό ἕνα ροῦχο, ποιό θά τοῦ δώσεις;

– Τό καλύτερο! ἀποκρίθηκε.

– Κι ἄν σοῦ ζητήσει καί ἄλλος, τί θά τοῦ δώσεις; ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός.

– Τό μισό ἀπ’ τό ἄλλο μου ροῦχο! ἀπαντάει ὁ Γέροντας.

– Κι ἄν σοῦ ζητήσει καί τρίτος, τί θά τοῦ δώσεις;

– Θά κόψω τό ὑπόλοιπο σέ δύο κομμάτια, θά τοῦ δώσω τό ἕνα καί μέ τό ἄλλο θά ζωστῶ ἐγώ.

– Κι ἄν καί αὐτό σοῦ τό ζητήσει κάποιος, τί θά κάνεις; τόν ρωτάει πάλι.

– Ε, τότε, ἀπαντάει ὁ Γέροντας, θά τοῦ δώσω αὐτό πού μοῦ ἔχει ἀπομείνει κι ἐγώ θά πάω νά κρυφτῶ σέ μία ἐρημιά, ὥσπου νά στείλει ὁ Θεός νά μέ σκεπάσει. Δέν θά ζητήσω ἀπό κανέναν τίποτε (ἀπό τό Γεροντικό).

Νά καί κάποιος χωρίς δουλειά, χωρίς εἰσόδημα, πού ὅμως δέν διστάζει νά δώσει ὅ,τι ἔχει καί ἄς μείνει χωρίς τίποτε· στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· χωρίς κανένα φόβο γιά τό μέλλον του· γεμάτος ἀπό ἀγάπη· ἀπόλυτα ἀ-παλλαγμένος ἀπό κάθε φιλόϋλο δέσιμο, ἀπό κάθε πλεονεξία. Καμμιά λοιπόν δικαιολογία δέν στέκει πραγματικά, ὅταν διστάζουμε ἤ ἀρνούμαστε νά δώσουμε. Τό ἔλλειμμα εἶναι στήν καρδιά κι ὄχι στήν τσέπη μας. Ἀκόμα καί μέ ἄδεια τσέπη, μία πλούσια καρδιά ἔχει πολλά νά δώσει.

Αὐτά μήνυσαν οἱ τρεῖς φτωχοί ἀσκητές, αὐτά λέει ὁ ἀββᾶς Νισθερῶος.

Ἐσύ; Τί γνώμη καί προπαντός τί διάθεση ἔχεις;

Οἱ φτωχοί πάντως εἶναι ἐδῶ. Καί ἄν θέλεις, τούς ἀνοίγεις τήν καρ-διά σου καί τούς ἁπλώνεις τό χέρι σου.