Ο Μοναχισμός των Ανατολικών Θρησκευμάτων στον Αντίποδα του Ορθόδοξου Μοναχισμού

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 4η Νοεμβρίου 2019

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

Ο άνθρωπος από τα πανάρχαια χρόνια αισθάνθηκε την ανάγκη του μονήρη βίου, της απαρνήσεως των εγκοσμίων και της αποξένωσης από κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Η απάρνηση αυτή εκδηλώθηκε κυρίως ως ασκητικότητα και ως απόλυτη αφοσίωση σε κάποιο υπέρτατο ον, συνδέθηκε δε με θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα. Στην αρχαία Ελλάδα συναντάμε τέτοια φαινόμενα στο θρησκειοφιλοσοφικό σύστημα του Ορφισμού, το οποίο θεωρούσε το σώμα «φυλακή της ψυχής» και γενικά τον υλικό κόσμο ως «κακό» και «απαξία». Ο Όμηρος μας αναφέρει πως οι ιερείς – μάντεις του Δωδωναίου Διός στην Δωδώνη, οι Τόμοροι, ζούσαν αυστηρή μοναχική και ασκητική ζωή, «χαμεύοντες και ανυπτόποδοι», δηλαδή εκοιμούντο στο έδαφος, περπατούσαν ξυπόλυτοι και δεν έπλεναν τα πόδια τους. Το ίδιο και οι πυθαγόρειοι. Περιβόητοι για την ασκητικότητά τους υπήρξαν και οι νεοπλατωνικοί των υστέρων χρόνων, οι οποίοι είχαν αναγάγει ως ύψιστη αρετή την παραίτηση από τη ζωή, δηλαδή την αυτοκτονία, ως «λύτρωση» από την «κακή» γήινη ζωή. Μοναχικές και ασκητικές τάσεις αναπτύχθηκαν και στον Ιουδαϊσμό, με κύριους εκπροσώπους τους Εσσαίους.

Μονήρη βίο και ασκητικότητα συναντάμε και σε άλλες θρησκείες του κόσμου, κυρίως στα ανατολικά θρησκεύματα της Άπω Ανατολής, (Ινδουισμό, Βουδισμό, Τζαϊνισμό, Σιντοϊσμό, κλπ), τα οποία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στις μέρες μας ασκούν ισχυρή γοητεία στις δυτικές κοινωνίες. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο και κυρίως τους νέους, είναι η στροφή τους προς τον Μοναχισμό και την ασκητικότητα των θρησκειών της Άπω Ανατολής, προκειμένου να γεμίσουν, όπως νομίζουν, τα υπαρξιακά τους κενά και να δώσουν νόημα στη ζωή τους.

Ας σημειωθεί επίσης ότι μεταξύ όλων των παρά πάνω μορφών ασκητικότητος αφ’ ενός και της Ορθοδόξου μοναστικής ζωής και πολιτείας αφ’ ετέρου υπάρχουν αρκετές εξωτερικές ομοιότητες, έτσι ώστε εύλογα να γεννώνται σε πολλούς τα ερωτήματα: Που άραγε βρίσκεται και πως βιώνεται η γνήσια και αυθεντική μοναστική ζωή και η εξ’ αυτής απορρέουσα πνευματική τελειότης; Και εν πάσει περιπτώσει ποια σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ της Ορθοδόξου και των άλλων μορφών μοναστικής ζωής; Επειδή δε τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται σκόπιμα από νεοεποχίτικους κύκλους, η άποψη ότι ο Μοναχισμός και η ασκητικότητα των ανατολικών θρησκευμάτων σε τίποτα δεν διαφέρει από τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, μέχρι σημείου μάλιστα να πιστεύεται ότι οι δύο Μοναχισμοί ταυτίζονται μεταξύ τους και ότι δήθεν είναι το ίδιο επωφελές να ασκούνται και οι δύο μορφές Μοναχισμού και ασκητικότητας, σκεφτήκαμε πως θα έπρεπε να ασχοληθούμε με το ζήτημα αυτό, παίρνοντας αφορμή από σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Documenta» (4-8-2019), του δημοσιογράφου κ. Γιώργου Αλλαμανή με τίτλο: «Αρνούνται τη νεότητα και τον κόσμο». Στις γραμμές που ακολουθούν θα παραθέσουμε κατ’ αρχήν με πολλή συντομία, ποιος είναι ο Τζαϊνισμός και ο Μοναχισμός του και στη συνέχεια ποια είναι η σχέση του με τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, έτσι ώστε να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο Μοναχισμών, να επισημανθούν οι χαώδεις μεταξύ των διαφορές και να αποφευχθούν συγχύσεις και παρεξηγήσεις.

Στο δημοσίευμα γίνεται λόγος για μαζική στροφή πολλών και μάλιστα νέων σε μια από τις πιο ακραίες μορφές Μοναχισμού, τον Τζαϊνισμό, στην αχανή Ινδία: «Όλο και περισσότεροι νέοι και νέες στην Ινδία, μέλη των τζαϊνιστών, της έκτης μεγαλύτερης οργανωμένης θρησκείας στην αχανή χώρα, γυρνούν την πλάτη στα εγκόσμια και γίνονται μοναχοί και μοναχές. Επιλέγουν να περπατούν ξυπόλυτοι, να μη λούζονται ποτέ, να τρώνε ό,τι τους προσφέρει η ελεημοσύνη των ξένων και να μη χρησιμοποιούν την τεχνολογία». Παρά κάτω αναφέρει ότι κάποιος νέος από τη Δυτική Ινδία ο Χετ Ντόσι ηλικίας μόλις 12 ετών δήλωσε τα εξής συγκλονιστικά: «‘Ο γκουρού μου λέει ότι σε τούτο τον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε καλό. Κι εμένα δεν μου αρέσει τίποτε στον υλικό κόσμο. Θέλω να ξεφύγω από το κάρμα μου, από τις αμαρτίες μου. Θέλω τη δική μου ντέεκσα, (τελετή που αντιστοιχεί στην Ορθόδοξη μοναχική κουρά). Ο γκουρού μου λέει ότι πρέπει να το κάνω γρήγορα. Θα το κάνω πριν κλείσω τα 15 λέει στη ρεπόρτερ του BBC Πριγάνκα Παδάκ, η οποία σημειώνει ότι ο νεαρός ‘ξεστομίζει λέξεις τις οποίες μετά βίας δείχνει να καταλαβαίνει’».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα οι ρίζες του Τζαϊνισμού χάνονται στην προϊστορία, στην εποχή πριν από την έλευση των Ινδοευρωπαίων στην περιοχή. Οι οπαδοί του αριθμούν περί τα 4,5 εκατομμύρια, οι πεποιθήσεις τους έχουν τις ρίζες τους στις Βέδες και ορίζονται από τις διδαχές 24 φωτισμένων δασκάλων, με στόχο τη μακαριότητα της νιρβάνας, της ανώτατης κατάστασης της ψυχής. Από την διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια «Wikipedia» πληροφορούμαστε ότι: «O Τζαϊνισμός, ή Ζαϊνισμός, (εκ του ινδικού Τζάιν Ντάρμα, δηλαδή Νόμος του Τζάιν) αποτελεί θρησκεία που προέρχεται από την Ινδία και ιδρυτής της φέρεται ο Κύριος Ρισάμπα, το όνομα του οποίου αναφέρεται στις Βέδες και θεωρείται από ορισμένους Ινδουιστές ως μία από τις εικοσιτέσσερις ενσαρκώσεις του θεού Βισνού. Το έργο του συνεχίσθηκε διαχρονικά από 23 ακόμη φωτισμένους δασκάλους ‘Τιρθάνκαρα’. O 24oς και τελευταίος Τιρθάνκαρα ήταν ο Βαρνταμάνα που έγινε γνωστός με το όνομα Μαχαβίρα (μεγάλος ήρωας) επειδή νίκησε τα εσωτερικά πάθη και υπήρξε σύγχρονος του ‘Σακιαμούνι’ (Βούδα). Ο Τζαϊνισμός έχει δύο κύριες αρχαίες υποπαραδόσεις, τους Ντιγκάμπαρα και Σβετάμπαρα, και αρκετές μικρότερες υποπαραδόσεις που αναδύθηκαν στην 2η χιλιετία μ.Χ. Οι Ντιγκάμπαρα και Σβετάμπαρα έχουν μικρές δογματικές διαφορές, διαφορετικές απόψεις στις ασκητικές πρακτικές, και στο ποια τζαϊνιστικά κείμενα μπορούν να θεωρηθούν κανονικά. Οι Ντιγκάμπαρα μοναχοί είναι γυμνοί και έχουν αυστηρότερο κώδικα, ενώ οι Σβετάμπαρα φορούν λευκά ρούχα».

Από άλλη πηγή πληροφορούμαστε ότι ο καθένας από τους μαθητές του Μαχαβίρα συνέταξε μια προφορική επιτομή της διδασκαλίας του Μαχαβίρα. Όλες μαζί έγιναν γνωστές ως «δωδεκαμελές καλάθι». Το αρχαιότερο κείμενο που αποδέχονται οι Ντινγκάμπαρα είναι «η γραφή σε έξι μέρη», που προέρχεται από τα απομνημονεύματα του ασκητή Νταρασένα, ο οποίος έζησε κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος της τζαϊνιστικής διδασκαλίας ασχολείται με τη φύση της ψυχής και την απελευθέρωσή της από κάθε είδους δεσμά. Κάθε ζωντανό πλάσμα έχει ψυχή που είναι παγιδευμένη στο σαμσάρα, στον συνεχή κύκλο της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης, που δεσμεύει την ψυχή στην επίγεια ύπαρξή της. Η ψυχή δεσμευμένη στο σαμσάρα υποφέρει, διότι δεν έχει συνείδηση της αληθινής της φύσεως, η οποία έγκειται στην πανσοφία και την απόλυτη μακαριότητα. Όταν η ψυχή φθάσει σ’ αυτή την κατάσταση απελευθερώνεται και γίνεται μια ελεύθερη ψυχή, (αρχάτ), που δεν υπόκειται πια σε άλλες μετενσαρκώσεις, δεν υποφέρει από καμιά παγίδευση, φθάνει δηλαδή σε κατάσταση «νιρβάνα». Όταν το φυσικό σώμα μέσα στο οποίο είναι ενσαρκωμένη μια απελευθερωμένη ψυχή πεθάνει, η ψυχή επιτυγχάνει το λεγόμενο «μόκσα», κατάσταση απόλυτης καθαρότητας και τελειότητας, και ονομάζεται «σίντα». Οι «σίντα» δεν έχουν φυσικά σώματα, ενοικούν στο υψηλότερο σημείο του σύμπαντος και απολαμβάνουν μια κατάσταση μακαριότητος.

Οι Τζαϊνιστές δεν πιστεύουν σε κάποιο προσωπικό Θεό, δημιουργό του σύμπαντος. Το σύμπαν είναι αιώνιο και αδημιούργητο, αποτελούμενο από συνείδηση και από ό,τι δεν έχει συνείδηση. Δεν πιστεύουν ότι έχουν ανάγκη από κάποιον εξωτερικό λυτρωτή και σωτήρα. Οφείλουν μόνοι τους να αναλάβουν προσωπικά την αποκάθαρσή τους από το κάρμα και την απελευθέρωση τους από το σαμσάρα, εφαρμόζοντας τις διδαχές του Μαχαβίρα και των μαθητών του. Η διαδικασία της απελευθερώσεως περιλαμβάνει 14 σταθμούς καθαρότητος, μέσω των οποίων πρέπει να περάσει η ψυχή στην πορεία της προς το «μόκσα». Βασικές ηθικές αρχές της διδασκαλίας τους είναι η μη άσκηση βίας, η φιλαλήθεια, η αποδοχή πραγμάτων μόνον όταν δίνονται ελεύθερα, η αγαμία, (ή η συζυγική πίστη από την πλευρά των λαϊκών Τζαϊνιστών), και η μη προσκόλληση σε εγκόσμια αγαθά.

Σύμφωνα με την διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια, η «νιρβάνα», «υιοθετήθηκε από τον Βουδισμό και τον Τζαϊνισμό. Χαρακτηρίζει μια κατάσταση που επιτυγχάνεται με την άσκηση και εξαλείφει τον πόνο (που οφείλεται στο κάρμα) της γέννησης και του θανάτου στον κύκλο των αναγεννήσεων του ανθρώπου. Η νιρβάνα διαπιστώνεται στην αφύπνιση, ή φώτιση (μπόντι), με την οποία όλα τα στοιχεία της ύπαρξης φαίνονται καθορισμένα και, κατά συνέπεια, δεν έχουν λόγο ύπαρξης, ακόμα και το εγώ αποκαλύπτεται ως μία απατηλή συνένωση πέντε ομάδων ψυχομορφικών στοιχείων, (σκάντα). Στον αρχέγονο Βουδισμό, η νιρβάνα ισοδυναμούσε κυρίως με την εκμηδένιση και την εξαφάνιση του πόνου (ντούχκα) που είναι συνδεδεμένος με την επίγεια ζωή των αισθητών αντιλήψεων, της επιθυμίας (κάμα) και της δίψας (τρίσνα) της εμπειρίας. Ο βουδισμός μαχαγιάνα θεωρεί τη νιρβάνα ως μια απόλυτη κατάσταση, στην οποία το αρχέγονο φως της Συνείδησης (πραμπασβάρα-τσίττα) μοιάζει να έχει προέλθει από το κενό (σούνια), πέρα από τη διαφοροποίηση του είναι και του μη είναι. Η νιρβάνα αποτελεί το αποκορύφωμα του διαλογισμού και θεωρείται μια αρκετά αφηρημένη και αμφίσημη έννοια, για την οποία οι βουδιστές του ρεύματος μαχαγιάνα πρεσβεύουν ότι γίνεται κατανοητή μόνο όταν βιωθεί. Σύμφωνα με το φιλοσοφικό λεξικό του Ανδρούτσου ο όρος αυτός χαρακτηρίζει τη βουδιστική απάρνηση κάθε εγκόσμιας επιθυμίας, παντός γήινου, και κατά συνέπεια και η εξαφάνιση αυτού του ανθρώπου στο μηδέν δια της οποίας και επέρχεται η απολύτρωση από τα δεινά της ζωής και του κόσμου» (https://el.wikipedia.org/wiki/).

Ας έρθουμε τώρα στον Ορθόδοξο Μοναχισμό. Θα παραθέσουμε ελάχιστα μόνον χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, για να φανούν οι χαώδεις μεταξύ των δύο Μοναχισμών διαφορές και η ασύγκριτη υπεροχή του δευτέρου σε σχέση με τον πρώτο.

Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός, ως προφητικός, αποστολικός και μαρτυρικός βίος, ως αγγελομίμητος πολιτεία συνεχούς μετανοίας και αφιερώσεως, ανάγει την αρχή του σ’ αυτό τούτο το Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μας, ο Οποίος έζησε ως παρθένος, ακτήμων και κατά πάντα υπήκοος στο θέλημα του ουρανίου Πατρός του, ενσαρκώνοντας στο πρόσωπό Του τις τρείς βασικές και θεμελιώδεις αρετές του Μοναχισμού, την παρθενία, την ακτημοσύνη και την υπακοή και βρίσκει την πλήρη καταξίωσή του στο πρόσωπο της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Πράγματι ο Κύριός μας γεννήθηκε από παρθένο μητέρα και έζησε ως παρθένος, μακρυά από οικογενειακές μέριμνες και φροντίδες. Ήταν ακτήμων, «μη έχων που την κεφαλήν κλίνη», (Ματθ.8,20), και έπαιξε τον ρόλο του απολύτου υποτακτικού, υποτασσόμενος κατά πάντα στο θέλημα του ουρανίου Πατρός Του: «εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον», (Ιω.4,34). Ο κύκλος των δώδεκα μαθητών του Κυρίου μας αποτελεί το πρώτο κοινόβιο στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας μας, οι δε μακαρισμοί και γενικότερα η επί του Όρους ομιλία Του αποτελούν τους πρώτους κανόνες του Μοναχισμού. Οι μοναχοί είναι οι «άγγελοι του Θεού» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η «διηνεκής βία της φύσεως» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, οι «μάρτυρες τη προαιρέσει» κατά τον Μέγα Αθανάσιο, οι «συνεχιστές της μαρτυρικής Εκκλησίας» κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «η κόμη που κοσμεί την κεφαλή της Εκκλησίας» κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «οι ευαγγελικώς ζώντες» κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό.

Μεταξύ Ορθοδοξίας και Τζαϊνισμού και κατ’ επέκταση μεταξύ των αντιστοίχων σ’ αυτούς μορφών μοναστικής ζωής υπάρχουν θεμελιώδεις και αγεφύρωτες διαφορές τόσο ως προς τον τρόπο θεωρήσεως του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου, των παρόντων και των μελλόντων, όσο και ως προς τον τρόπο ερμηνείας του νοήματος της παρούσης ζωής και του αιωνίου προορισμού του. Μ’ άλλα λόγια πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά και ανόμοια μεγέθη, στα οποία δεν υπάρχει μέτρο συγκρίσεως, αφού η Ορθοδοξία διαφέρει ουσιωδώς από τον Τζαϊνισμό και ως προς την κοσμολογία και ως προς την ανθρωπολογία και ως προς την σωτηριολογία και ως προς την εσχατολογία και ως προς την ηθική διδασκαλία. Οι δε ουσιώδεις μεταξύ αυτών δογματικές διαφορές διαφοροποιούν, όπως είναι επόμενο, τις δύο αντίστοιχες μορφές Μοναχισμού. Κατ’ αρχήν ο Ρισάμπα, και στη συνέχεια ο Μαχαβίρα οι ιδρυτές του τζαϊνιστικού Μοναχισμού, αλλά και μεταγενέστεροι διδάσκαλοι του υπήρξαν απλοί και θνητοί άνθρωποι, δούλοι της φθοράς και του θανάτου, εν αντιθέσει με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος ήταν Θεάνθρωπος και ο οποίος νίκησε με την ανάστασή του τον θάνατο. Ο Μαχαβίρα διετύπωσε κάποιες θεωρίες, χωρίς όμως να μπορεί να τις αποδείξει με θαύματα, ή άλλα έκτακτα υπερφυσικά έργα. Αντιθέτως ο Κύριός μας απέδειξε την αυθεντικότητα και γνησιότητα της διδασκαλίας του με άπειρα θαύματα, αλλά και με την ανάσταση και ανάληψή του.

Πέραν αυτών Ορθόδοξος μοναχός δεν εγκαταλείπει τον κόσμο γιατί ο κόσμος είναι κακός από τη φύση του, ούτε για να φθάσει σε μια κατάσταση «νιρβάνα», όπου έχουμε μια εκμηδένιση της ανθρώπινης προσωπικότητος, αλλά για να φθάσει στον φωτισμό και την θέωση, έτσι ώστε να καταστεί πηγή πνευματικής ωφέλειας και πνευματικών δωρεών σε όλο τον πιστό λαό του Θεού. Απαρνείται τον κόσμο για να τον προσλάβει τελικά με ένα άλλο τρόπο και σε μια άλλη, θεανθρώπινη διάσταση. Με την αγιότητα του βίου του ακτινοβολεί προς πάσα κατεύθυνση, γίνεται εμπνευστής και διδάσκαλος και παράδειγμα προς μίμηση στους εν τω κόσμω αγωνιζομένους χριστιανούς. Με τα θαύματά του παρηγορεί, ενισχύει, καθοδηγεί στηρίζει ενώ με την θεανθρώπινη αγάπη του γίνεται «τοις πάσι τα πάντα». Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος έλεγε σχετικά: «Ουκ έστιν άλλως σωθήναι ει μη διά του πλησίον». Και ο μέγας Αντώνιος συνεχίζει: «Εκ του πλησίον εστι η ζωή και ο θάνατος. Εάν γαρ κερδήσωμεν τον αδελφόν τον Θεόν κερδαίνομεν. Εάν δε σκανδαλίσωμεν τον αδελφόν, εις Χριστόν αμαρτάνομεν». Δεν μισεί την κοινωνία, αλλά προσεύχεται για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και συμπάσχει με όλη την κτίση. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει σχετικά: «Φίλος γενού πάσιν ανθρώποις και μόνος γενού εν τη διανοία σου. Κοινωνός γενού τοις παθήμασι των πάντων και τω σώματί σου μακράν γενού εκ πάντων», (Ασκητικά 239). Δεν απεχθάνεται τη ζωή, την οποία θεωρεί ως υπέρτατο δώρο του Θεού, αλλά γενόμενος ο ίδιος μέτοχος της όντως ζωής, την μεταδίδει σε όσους την ποθούν. Δεν καταστρέφει το σώμα του, το οποίο θεωρεί ως ποίημα του Θεού, αλλά το δουλαγωγεί διά της ασκήσεως, ώστε με τη Χάρη του Θεού, να κυριαρχήσει των κατωτέρων σαρκικών και κοσμικών επιθυμιών.

Δεν είναι φυγόπονος, οκνηρός και ράθυμος και δεν ζεί με τις ελεημοσύνες των άλλων, όπως συμβαίνει στον τζαϊνιστικό Μοναχισμό. Αντίθετα μάλιστα εργάζεται και μάλιστα σκληρά, στο εργόχειρό του για να εξασφαλίσει τας προς το ζήν και να ασκήσει και την ελεημοσύνη. Στο πρώτο κοινόβιο του άγιου Παχωμίου υπήρχε αρτοποιείο, μαγειρείο βαφείο, ξυλουργείο ραφείο και εργαστήρια καλλιγραφίας, αγιογραφίας, κατεργασίας χαλκού, δερμάτων και καλαθοποιίας. Στη Μονή του Στουδίου λειτουργούσαν επί πλέον ξενώνας, νοσοκομείο, βιβλιοθήκη και εργαστήριο αντιγραφής έργων των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Με δαπάνες της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου αγίου Όρους κτίστηκε σε μικρή απόσταση από την Μονή και λειτούργησε επί μακρά σειρά ετών, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η περιβόητη Αθωνιάδα Σχολή.

Από τις τάξεις των μοναχών προήλθαν στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, κορυφαίοι επίσκοποι, ποιμένες και διδάσκαλοι του εκκλησιαστικού σώματος, πολυγραφότατοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, φλογεροί ιεραπόστολοι, γενναίοι ομολογητές της πίστεως, που με τους αντιαιρετικούς των αγώνες και με το αίμα τους διεφύλαξαν ανόθευτη και απαραχάρακτη την αλήθεια της πίστεως από τον κίνδυνο των αιρέσεων, μουσουργοί, ποιητές και υμνογράφοι, που εισήγαγαν την βυζαντινή μουσική και τις ασματικές ακολουθίες στη λατρεία της Εκκλησίας και τέλος κορυφαίοι καλλιτέχνες της ιερής τέχνης της αγιογραφίας, που με τις απαράμιλλες εικονογραφικές τους παραστάσεις κοσμούν το εσωτερικό χώρο των ναών μας και μας ανυψώνουν προς τον Κύριο.

Επίσης οι Γέροντες και οι Γερόντισσες στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, ουδεμία σχέση έχουν με τους γκουρού των ανατολικών θρησκευμάτων και εν προκειμένω του Τζαϊνισμού. Οι γκουρού κινούμενοι από εγωισμό και ιδιοτέλεια, επιδιώκουν να αποκτήσουν οπαδούς, προκειμένου να τους καταστήσουν πειθήνια όργανά τους, ενώ οι αληθινοί γέροντες της Ορθοδοξίας με πολλή υπομονή, αγάπη και ταπείνωση αγωνίζονται να χειραγωγήσουν τα πνευματικά τους τέκνα στην εν Χριστώ ζωή και ελευθερία, «άχρις ου μορφωθεί Χριστός», (Γαλ.4,19) σ’ αυτά.

Κλείνοντας την αναφορά μας στον Τζαϊνισμό, θα θέλαμε να τονίσουμε για πολλοστή φορά την ανησυχία μας και τον προβληματισμό μας για τη ραγδαία εξάπλωση στο δυτικό κόσμο και φυσικά στην Ορθόδοξη πατρίδα μας, των ανατολικών θρησκευμάτων. Να εκφράσουμε την λύπη μας για το γεγονός ότι κάποιοι, εκόντες – άκοντες, θέλουν να ταυτίσουν τον Ορθόδοξο αγιοπνευματικό Μοναχισμό, με τον διακατεχόμενο από δαιμονική ενέργεια Μοναχισμό των ανατολικών θρησκευμάτων. Παρακαλούμε λοιπόν τους αναγνώστες μας να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, διότι στις πονηρές ημέρες μας το κακό προσφέρεται με επικάλυψη του «καλού», για την απώλεια και καταστροφή ανθρωπίνων ψυχών!

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών