Ο άγιος γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας ως υποτακτικός του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστού
Μία ημέρα, των Αγίων Αποστόλων ήταν, ήρθε ο παπα-Εφραίμ από τα Κατουνάκια να μας λειτουργήση. Και μου έδωσε εντολή ο Γέροντας Ιωσήφ να μαγειρέψω ένα καλό φαγάκι, επειδή ο παπα-Εφραίμ ήταν πολύ φιλάσθενος και στα πρόθυρα σχεδόν της φυματιώσεως.
Έσπευσα στην υπακοή και εκεί που του μαγείρευα, ο Γέροντας στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου και μου έλεγε:
– Δεν ξέρεις να μαγειρεύης τρομάρα να σου ’ρθη. Έτσι μαγειρεύει ο κόσμος και θες να το φάη κι ο παπάς;
– Μόλις τελείωσα, ήρθε στο τσαρδάκι που είχαμε για μαγειρείο και μου λέει:
– Άντε, ζαβέ, φέρ’ το γρήγορα!
– Πήγα το φαγάκι και το έδωσα στον παπά.
– Φύγε από μπροστά μου! Να χαθής, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου! Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στο κελί σου!
– Να ’ναι ευλογημένο, είπα.
Πήρα λοιπόν την ευχή του Γέροντα και πήγα στο κελλάκι μου, που ήταν δίπλα. Έ! Μόλις πάτησα το πόδι μου μέσα, ήρθε η ευλογία του Θεού με την ευχή του Γέροντα! Είχα τέτοια επίσκεψι από τον Θεό, που μόνο τα σωματικά μου μάτια δεν έβλεπαν τους Αγίους Αποστόλους! Τόση Χάρις! Τόση ευλογία! Παράδεισος στην καρδιά μου! Ποτάμι τα δάκρυά μου! Όχι γιατί με μάλωσε ο Γέροντας, αλλά επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω την χαρά και την θεία ευφροσύνη, που ένοιωθα από την παρουσία των Αγίων Αποστόλων.
Ήταν η γιορτή τους και επειδή οι Άγιοι Απόστολοι υβρίσθηκαν για τον Χριστό, χλευάσθηκαν και μαστιγώθηκαν από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, βλέποντας ο Χριστός και τον δικό μου μηδαμινό αγώνα έστειλε την ευλογία Του. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Έπεσα κάτω και έκλαιγα, από την πολλή μακαριότητα που ζούσε η ψυχή μου! Κι έλεγα μέσα μου: «Τι καλό μου έκανε ο Γέροντας!». Ο Γέροντας, παρ’ όλη την σωματική μου αδυναμία, αποφάσισε να με κάνη μάγειρα για την συνοδεία. Έτσι μια μέρα, χωρίς πολλές επισημότητες, έρχεται και μου λέει:
– Κούτσικο.
– Ευλόγησον!
– Μαγείρεψε.
– Πού να μαγειρέψω;
– Έξω.
Σκεφτόμουν: «Πού έξω, γειά;» Μήπως υπήρχε και κανένα μαγειρείο; Άντε να μαζέψω κλαδιά, να ανάψω φωτιά για να μαγειρέψω. Και τι φαΐ να κάνω αφού δεν είχα ιδέα από μαγειρική; Μ’ έπιασαν οι λογισμοί: «Πού να κάνης φαΐ τώρα εσύ; Πού να πλένης τα πιάτα έξω, αφού δεν υπάρχει μέρος;» Όμως, οι πατέρες δουλεύουν, σηκώνουν φορτία, κουράζονται, πεινάνε, τι θα φάνε;
Το μέρος ήτανε ανοιχτό και το έπιανε ο αέρας. Αλλά ένας αέρας! Παναγία βοήθα! Και αδύνατος όπως ήμουν, ο αέρας κόντευε να πάρη κι εμένα μαζί και να με ρίξη στον γκρεμό. Άμα ξεκινούσε αυτός ο αέρας, έπρεπε να επιστρατεύσω όλους τους καλούς λογισμούς υπομονής, διότι αμέσως είχα πόλεμο. Το πονηρό πνεύμα του γογγυσμού και της βλασφημίας ήταν διαρκώς δίπλα μου και λίγο να έσπαζε η υπομονή μου, μου ψιθύριζε: «Τι Θεός αγάπης είναι Αυτός που σε τυραννά με τόσους μανιασμένους αέρηδες;» Κι εγώ αντέλεγα: «Σκάσε, μη μιλάς καθόλου!».
Αργότερα κάναμε ένα τσαρδάκι, με κλαριά από πουρνάρια, για να στεγάσουμε το «μαγειρείο». Αλλά ο δυνατός αέρας τα έπαιρνε όλα και τα έκανε ανεμόπτερο! Έβαζα δύο πέτρες για πυροστιά και τον τέτζερη πάνω και μόλις φυσούσε ο αέρας έφευγαν τα καπάκια, έφευγε και ο τέτζερης και όλα κατρακυλούσαν στον κατήφορο.
Και φώναζε και ο Γέροντας:
– Ζαλισμένοοο!!! Βρε κούτσικοοο, σου φύγανε τα πράγματααα!!! Τρέξε να τα βρης.
Πού να τα βρης; Αυτά είχαν φύγει και έτρεχα στον κατήφορο, μέσα στο αγιάζι και την βροχή, να βρω τα τετζέρια και τα καπάκια. Ώχ, Θεέ μου! Ακόμα και τον χειμώνα μαγειρεύαμε έξω από το καλύβι του Γέροντα, τρώγαμε όμως μέσα στην καλύβα του.
Μετά το γεύμα, έπρεπε να πλύνω τα τσίγκινα πιάτα μας, έξω φυσικά. Χειμώνας, κρύο, βροχή, αγιάζι, αυτά πλενόντουσαν έξω. Να είσαι άρρωστος, γριπιασμένος και να πρέπη να βγης στα βράχια και στον παγωμένο αέρα, για να πλύνης τα πιάτα. Είχαμε μια στάμνα σπασμένη, με νερό από το καταστάλαγμα του βράχου και σε μια τρύπα που είχε, βάζαμε ένα σωλήνα και έτσι πλέναμε τα πιάτα, με «τρεχούμενο» νερό.
Τα χέρια μας ξύλιαζαν από το παγωμένο νερό, διότι δεν είχαμε μέρος να το ζεστάνουμε.
Τα δε μαχαιροπήρουνα, με τα οποία τρώγαμε, δεν τα πλέναμε. Όταν τελειώναμε το φαγητό μας, απλώς σκουπίζαμε το πηρούνι και το κουτάλι με την πετσέτα και τα τυλίγαμε. Αλλά αφού δεν πλέναμε ούτε τις πετσέτες, σιγά-σιγά κι αυτές γίνονταν σκληρές σαν το πετσί.. Έτσι οι πετσέτες είχαν γίνει τόσο βρώμικες που άμα τις έπλενες θα ’κανες σούπα με το απόνερο. Για τα πιάτα είχε ακόμη και μια άλλη πολύ πρωτότυπη τακτική υγιεινής ο Γέροντας. Μόλις τελειώναμε το γεύμα, ρίχναμε νερό μέσα σ’ αυτά και το απόπλυμα, όποιο κι αν ήταν, κατόπιν το πίναμε! Έτσι και τα πιάτα πρόχειρα επλένοντο και νερό δεν εξοδεύετο πολύ. Κι έτσι κάναμε όλοι μας. Και οι ξένοι που ήρχοντο έπρεπε να κάνουν το ίδιο….
Λίγοι ασκητές πέρασαν από το Άγιον Όρος τον 20ο αιώνα με τέτοια αυστηρή άσκησι και θεωρία Θεού. Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν αυστηρός αλλά και γενναίος. Ανυποχώρητος σε θέματα υπακοής αλλά και γεμάτος αγάπη. Είχε απόλυτη πίστι στον Θεό και πολλή διάκριση.
Από το βιβλίο: Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής και σπηλαιώτης»