Ο ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ

Ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στό Τσουχούρ τῆς Καισάρειας
Νεκτάριος Γαλανόπουλος

Ἀναζητώντας μέ λαχτάρα κάθε τι πού ἀφορᾶ στήν Καππαδοκία καί ἰδιαίτερα στά χωριά τῆς καταγωγῆς τῶν παππούδων μας, τό Τασλίκ, τό Τσουχούρ, καί τό Ρούμ-Καβάκ, φτάσαμε μέ μικρό κλιμάκιο τοῦ Συλλόγου μας (τοῦ Λαογραφικοῦ Συλλόγου Θηριόπετρας “Ὁ ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ”) καί στά ἀρχεῖα τοῦ Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν στήν Ἀθήνα.
Μελετώντας τίς σελίδες πού ἀφοροῦν στό Τσουχούρ, βρήκαμε μία συγκλονιστική μαρτυρία ἀπό τρεῖς διαφορετικούς πληροφορητές: Ὅτι δηλαδή ὁ Μέγας Βασίλειος στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς του φροντίδας ἐπισκέφτηκε τό Τσουχούρ, διανυκτέρευσε, καί μάλιστα θαυματούργησε κατά τήν ἐπίσκεψή του ἐκεῖ!

Τό γεγονός τό περιγράφουν ἀρκετοί πρόσφυγες. Οἱ πιό ὁλοκληρωμένες μαρτυρίες εἶναι τῶν: Ἀλιοβάνογλου Νικολάου, Θεοδώρας Ζιρφαρίδου, καί Σοφίας Ζουρνατζῆ. Συνθέσαμε τίς ὅμοιες μαρτυρίες, καθώς ἡ καθεμιά εἶχε τίς δικές της λεπτομέρειες, καί σεβόμενοι τό ἁπλό τους ὕφος τίς παραθέτουμε σχεδόν αὐτολεξεί:
Στό χωριό μας στά χρόνια τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ζοῦσε ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος. Προέβλεπε τί θά γινόταν καί εἶπε μία μέρα στή Θεογνωσία, τήν Πρεσβυτέρα του:
– Σήμερα θά ἔρθει ὁ ἐπίσκοπος. Νά τόν προϋπαντήσεις καί θά ἔρθω καί ἐγώ ἀπό τό ἀμπέλι. Πάω γιά δουλειά.
Ἦρθε ὁ Ἅγιος Βασίλειος  καί τόν ὑποδέχτηκε ἡ Θεογνωσία. Τήν ρώτησε ὁ Ἅγιος:
Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου; Καί ἡ Θεογνωσία ἀπάντησε:
Τόν σύζυγό μου ἐννοεῖς· εἶναι στό ἀμπέλι.
 Ὄχι, ὄχι ἀδελφός σου εἶναι εἶπε ὁ ἅγιος καί στράφηκε στή βρύση καί εἶπε, ἄν λέει ψέματα, νά σταματήσεις νά τρέχεις τό νερό σου. Ἡ βρύση σταμάτησε, καί ἡ πρεσβυτέρα ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει τό μυστικό πού εἶχε μέ τόν σύζυγό της, ὅτι δηλαδή ζοῦσαν “ἐν παρθενείᾳ” σάν ἀδέλφια.
 Ὅταν γύρισε ἀπό τ’ ἀμπέλι ὁ π. Ἀναστάσιος προσκύνησε τόν ἐπίσκοπο καί συζήτησαν. Μετά λέει ὁ Ἅγιος Βασίλειος στόν Ἀναστάσιο δεῖξε μου τό σπίτι σου. Ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε ὅλο τό σπίτι, ἐδῶ εἶναι τό ἀλέτρι μας εἶπε, ἐδῶ ἡ ἀποθήκη, κ.τ.λ., ἔδειξε ὅλους τους χώρους, ἀλλά μία πόρτα δέν τήν ἄνοιξε.
-Τί ἔχεις ἐδῶ μέσα; Ρώτησε ὁ Ἅγιος.
-Τίποτε ἀπάντησε ὁ π. Ἀθανάσιος.
-Πῶς τίποτε. Ἐδῶ μέσα κρύβεις θυσαυρό!
 Τελικά τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα καί ἀντίκρισε ἕναν λεπρό ἄνθρωπο τόν ὁποῖον μυστικά  περιποιόντουσαν. Ὁ ἅγιος διανυκτέρευσε ἐκεῖ καί θεράπευσε τόν λεπρό.
Σέ αὐτό τό δωμάτιο, πού ἦταν σάν κελάρι σάν ἀποθήκη, ὑπῆρχε ἕνα λάξευμα πού χρησίμευε γιά τήν ἀποθήκευση τοῦ σιταριοῦ,  τό εὐλόγησε ὁ ἅγιος Βασίλειος καί ἀπό τότε ὅσο σιτάρι καί νά ἔπαιρνε ὁ π. Ἀναστάσιος δέν τελείωνε.
Τό θαῦμα μέ τόν πολλαπλασιασμό τοῦ σίτου ἦταν συνεχές μέχρι τίς ἡμέρες τῶν τελευταίων χριστιανῶν κατοίκων. Βάζανε μία χούφτα σιτάρι τό βράδυ καί τό πρωί γέμιζε! -θυμᾶται ὁ Ἀλιοβάνογλου Νικόλαος- . Τά λίγα τελευταῖα χρόνια, τό σπίτι εἶχε περάσει σέ ἰδιοκτησία Τούρκου. Τό θαῦμα ἔπαψε νά ἐπαναλαμβάνεται, ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν μία ἀτιμία ἐκεῖ (κατά τή  μαρτυρία ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ).
Στό ἴδιο σπίτι θυμοῦνται πώς ὑπῆρχε καί θαυματουργό ἁγίασμα, σάν πηγάδι πού μύριζε βασιλικό καί τό εὐλαβοῦντο καί οἱ τοῦρκοι πού ἔβλεπαν τά θαύματά του.
Τό σπίτι αὐτό βρισκόταν στόν Γιμάζ ἤ Καρλί μαχλέ (μαχαλά- γειτονιά) πού ἦταν Τουρκομαχαλᾶς.
Στό σπίτι αὐτό καθόταν κάποια Εὐπραξία πού τούρκεψε καί πῆρε τό ὄνομα Αϊσέ . Τό σπίτι (μέ τούς γύρω χώρους), τελευταῖα ἀνῆκε σέ Τούρκους μέ τό ὄνομα Κιοσέογλου.
Ἡ Εὐπραξία (Ἀϊσέ) καταγόταν ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν ὀρθοδόξων Παστεκίλ= Πασχαλίδη, (πεθερικά τῆς πληροφορήτριας κ. Θεοδώρας Ζιρφαρίδου).
Σέ πρόσφατη ἐπίσκεψή μας στό Τσουχούρ ὁ τοῦρκος ἐγγονός τῆς Εὐπραξίας, μᾶς ἔδειξε τόν τόπο ὅπου συνέβησαν αὐτά καί μέ καμάρι καί συμπάθεια, μᾶς δήλωσε πώς ἡ γιαγιά τοῦ ἦταν χριστιανή!
Μελετήσαμε τό κείμενο σέ νέο συναξαριστή ὅπου περιγράφεται τό θαῦμα τοῦ ἁγίου καί τό ἀντιπαραθέσαμε μέ τίς μαρτυρίες τῶν προσφύγων (συναξαριστής Ματθαίου Λαγγῆ).
Οἱ ὁμοιότητες τῶν κειμένων ἐκπλήσσουν τόν ἀναγνώστη!
Προβάλλει ἀπό τήν ἀρχή τό «ἰσόκυρον»  τῆς  γραπτῆς καί τῆς προφορικῆς ἱερᾶς παραδόσεως, ὅπως πρεσβεύει  ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.  
Τό ἐκπληκτικότερο ὅμως εἶναι πώς ἡ προφορική παράδοση διέσωσε μέ εὐλάβεια τό γεγονός μέ λεπτομέρειες, καί μέ ὀνόματα γιά 1600 χρόνια ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό μάνα σέ παιδί καί ἀπό γιαγιά σέ ἐγγόνι, καί μέσα σέ πάνω ἀπό 850 χρόνια τουρκικῆς σκλαβιᾶς! Ἄνθρωποι ἀγράμματοι πού ὄχι μόνο νά διαβάσουν, ἀλλά οὔτε νά μιλήσουν ἑλληνικά δέν μποροῦσαν, καθώς ἦταν τουρκόφωνοι Ρωμιοί τῆς Καππαδοκίας. Τό κείμενο δέν ὑπῆρχε στά Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε στό συναξάρι τοῦ «Ὡρολογίου» καί ἔτσι ἦταν ἀδύνατον νά τούς τό διάβασε ἄλλος.  
Ἔτσι καί τά δυό κείμενα πέρα ἀπό τόν κοινό κορμό διήγησης, ἔχουν καί τά ἴδια ὀνόματα: Βασίλειος ἐπίσκοπος, Ἀναστάσιος ἱερέας, Θεογνωσία πρεσβυτέρα, ὁ ἀνώνυμος λεπρός . Τά ἴδια γεγονότα, περιβάλλοντα καί ἀντικείμενα ἀκόμη:
Ἡ ἐν παρθενίᾳ βιωτή, ἡ ἐργασία στόν ἀγρό, τό διορατικό καί προορατικό χάρισμα καί τῶν δύο ἀνδρῶν, ἡ ὑποδοχή τοῦ Ἁγίου ἀπό μόνη τήν πρεσβυτέρα , τό σπίτι, ἡ κλειστή πόρτα, ἀκόμη καί τό ἄροτρο, ἀπαντῶνται καί στά δυό κείμενα!

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στό Τσουχούρ τῆς Καισάρειας.

Σέ αὐτόν λοιπόν τόν χῶρο πού ἔκανε τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ λεπροῦ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, χτίσανε ὅλοι οἱ χριστιανοί μαζί μία ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τό 1910 – 1912.
Ἡ Θεοδώρα Ζιρφαρίδου θυμᾶται πώς ὅλο τό χωριό, ἀκόμα καί γυναῖκες καί κορίτσια, κουβαλοῦσαν ἀσβέστη καί πέτρες νερό καί ξύλα. Μάλιστα κατά τίς ἐργασίες ἀνέγερσης ἔπεσε μία γυναίκα ἀπό τέσσερα μέτρα ὕψος καί δέν ἔπαθε τίποτα!
Οἱ πληροφορητές περιγράφουν τήν ἐκκλησία ὡς ἑξῆς:
Ἦταν πέτρινη ἀσοβάτιστη χωρίς τροῦλο μέ πολυέλεο, εἶχε καί μεγάλη καμπάνα δῶρο τῶν ξενιτεμένων τῆς Σμύρνης. Ὅταν χτυποῦσε ἀκουγόταν σέ ἀπόσταση τριῶν ὡρῶν. Θαυματουργοῦσε  καί στούς Τούρκους πού τήν εὐλαβοῦντο. Θυμοῦνται μία περίπτωση ἑνός παράλυτου μουσουλμάνου πού ἦρθε ἀπό τήν Ἑλλάδα μέ τήν ἀνταλλαγή τό 1024, κοιμήθηκε μέσα στόν ναό καί θεραπεύτηκε.
Μία νύχτα ἐμφανίστηκε στόν Κιοσέογλου (κάτοχο τότε τοῦ χώρου) ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος (ἔτσι ὀνομάζουν οἱ πληροφορητές τόν ἱερέα πού ἐπισκέφτηκε  ὁ ἅγιος Βασίλειος), καί τόν φοβέρισε λέγοντάς του: «Ἐδῶ εἶναι τό σπίτι μου καί μήν λερώνετε τόν τόπο». Τό ἄλλο πρωί εἶχε στραβώσει τό στόμα τοῦ Κιοσέογλου.
Κατά τόν Ἀλιβάνογλου Νικόλαο «τό πάθημα τοῦ τούρκου συνέβη, ὅταν ἦταν νά χτίσουν τήν ἐκκλησία καί χρειάζονταν λίγο χῶρο ἀκόμη γιά τό ἱερό πρός τό οἰκόπεδο τοῦ τούρκου καί δέν τό ἔδινε. Τή νύχτα ἔφαγε ξύλο στράβωσε τό στόμα του καί τό πρωί ἔδωσε τόν χῶρο πού χρειαζόταν. Ὅταν τελείωσε ἡ ἀνοικοδόμηση ἦρθε ὁ πασᾶς καί τήν εἶδε καί ἔδωσε συγχαρητήρια στούς χριστιανούς. Μετά οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν κι αὐτοί ἕνα σχολεῖο “νά καμαρώνουν κι αὐτοί λιγάκι”».
Ἡ κ. Σοφία Ζουρνατζῆ θυμᾶται πώς εἶχε καμπαναριό, ἱερέα, λειτουργοῦσε τακτικά καί μάζευε περισσότερο κόσμο ἀπό τόν Ἅϊ Νικόλα (τήν ἄλλη Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ).
Κατά τήν μαρτυρία ἄλλων δέν εἶχε καμπαναριό, ἀλλά ἡ καμπάνα κρεμόταν σέ μία ἰτιά πού ὑπῆρχε ἐκεῖ.

Ὁ κ. Παναγιωτίδης Ἀναστάσιος πού ζεῖ σήμερα στή Σουηδία λέει σχετικά μέ τήν Ἐκκλησία:
Ὁ τοῖχος τῆς Ἐκκλησιᾶς ἦταν ἀπό πελεκητή πετρά καί ἡ σκεπή ἦταν ἀπό ξύλα ἀγριοκυπαρισιοῦ πού τήν κάλυπταν μέ ἕνα εἶδος κόκκινου χώματος ἀπό τό ὁποῖον δέν περνοῦσε βροχή.
Μετά τήν ἔξοδο τῶν Ἑλλήνων οἱ Ἀγάδες γκρέμισαν καί τήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου  καί αὐτήν τήν Ἐκκλησία καί τά ὑλικά, ἄλλα τά πουλήσανε καί ἄλλα τά πῆραν οἱ ἴδιοι.
Ἡ ἐκκλησία εἶχε δικό της  παπᾶ (τελευταῖο τό παπα-Λάζαρο Γαλάδη=Σούτογλου πού κοιμήθηκε στό Καππαδοκικό Καρδίτσας) καί λειτουργοῦσε παράλληλα μέ τόν μεγάλο ναό τοῦ Ἅγ. Νικολάου.

Σχόλια φωτογραφιῶν:
1.Γενική ἄποψη τοῦ Τσουχούρ σήμερα
2.Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἱερουργῶν.
3.Ἐρείπια τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Κιοσεογλου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ζωοδόχου πηγῆς.
4. Τό καμπαναριό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Τσουχούρ

Παραπομπές:
1.Ὅλες τίς μαρτυρίες τῶν προσφύγων τίς ἀντλήσαμε ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ  Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν στήν Ἀθήνα, καί τούς εὐχαριστοῦμε.
2.Τό γεγονός περιγράφει καί ὁ συναξαριστής Ματθαίου Λαγγῆ τόμος Ἰανουάριος σελ.43 καί 44.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΦΕΒ. 2011