Πρωτοπρεσβυτέρου
Ἀναστασίου Παρούτογλου
Ἡ ἀρχή τῆς ὀλιγαρκείας, τῆς ὑπερβάσεως δηλαδή τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν, ἀνάγεται στήν παραδείσια ζωή τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἦταν γυμνοί καί δέν εἶχαν ἀνάγκη οὔτε ἀπό ἐνδύματα, οὔτε ἀπό σπίτι, οὔτε ἀπό τίποτα παρόμοιο, διότι ἐνῶ εἶχαν σώματα δέν ὑπέφεραν τά σωματικά πάθη, καθώς ἡ ἀγάπη καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ τούς σκέπαζε καί τούς περιέβαλε. Ἡ ἀπαθής καί ἀνώδυνη ζωή τους χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ὡς κατάσταση πλούτου, ἐνῶ ἡ ἀναγκαιότητα ἐνδυμάτων καί οἰκίας καί ἄλλων σωματικῶν πραγμάτων, στήν ὁποία περιέπεσαν μετά τήν ἔξωση ἀπό τόν παράδεισο, ὀνομάζεται ἐσχάτη φτώχεια (1).
.
Τό νά μήν ἔχη ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά σωματικά πράγματα καί νά ἔχη ἄμεση ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἀποτελεῖ τήν πραγματική, φυσική του κατάσταση. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ἐπαναφέρη τόν ἄνθρωπο σ᾿ αὐτήν τήν παραδείσια κατάσταση, προσφέροντάς του τήν δυνατότητα αὐτή μέσα ἀπό τό παράδειγμά Του καί κυρίως μέσα ἀπό τήν σταύρωση καί τήν ἀνάστασή Του, κατά τήν ὁποία νικήθηκε ἡ φθορά καί ὁ θάνατος. Προϋπόθεση γιά νά μπορέση νά ἀξιοποιήση ὁ ἄνθρωπος τήν δυνατότητα τῆς ὑπερβάσεως τῆς φθορᾶς πού τοῦ δίνει ὁ Χριστός, εἶναι νά ζήση περιφρονώντας τά περιττά καί δίνοντας τήν προσοχή του στήν ρύθμιση τῶν πνευματικῶν του ἀναγκῶν. Ὁ Χριστός στήν προσευχή του «Πάτερ ἡμῶν», διδάσκει στούς ἀνθρώπους νά ζητοῦν μόνο τόν ἀπαραίτητο καθημερινό τους ἄρτο καί ὄχι χρήματα καί τρυφηλό βίο ἤ πολυτελῆ φορέματα (2).
Σέ ἄλλο σημεῖο ἐπίσης προτρέπει νά μήν μεριμνοῦν γιά τίς καθημερινές τους ἀνάγκες, ὄχι γιατί τίς παραγνωρίζει, ἀλλά γιά νά τούς ἐλευθερώση ἀπό τό βάσανο τῆς κουραστικῆς φροντίδος καί νά τούς ὁδηγήση σ᾿ αὐτό πού ἔχει πραγματική ἀξία. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τά λόγια Του τονίζει, ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀναγκαία τά καθημερινά, γι᾿ αὐτό καί δέν πρέπει καθόλου νά μεριμνᾶ ὁ ἄνθρωπος γι᾿ αὐτά. «Ποῖος γὰρ ἐστι πατήρ, ὅς ὑπομένει μηδὲ τὰ ἀναγκαῖα παρασχεῖν τοῖς παισίν» (3). Ἐξ ἄλλου εἶναι Αὐτός πού δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί γνωρίζει πολύ καλά τήν φύση του καί τίς ἀνάγκες της, ἑπομένως δέν εἶναι δύσκολο γι᾿ Αὐτόν νά τίς πραγματοποιήση (4). Γιά νά δείξη ὁ ἱερός Χρυσόστομος πιό ξεκάθαρα τό ἄκαιρο τῆς καθημερινῆς φροντίδος, τήν παραλληλίζει μέ τήν φροντίδα πού ἐπιδεικνύει κάποιος γιά τήν τροφή, ἐνῶ πρόκειται νά μεταβῆ σέ πλουσιοπάροχο γεῦμα καί γιά τό νερό, ἐνῶ πηγαίνει πρός τήν πηγή (5).
Προτρέπεται, λοιπόν, ὁ χριστιανός νά ἀγαπήση ἑκουσίως τήν πενία βασιζόμενος στήν ἐμπιστοσύνη του πρός τόν οὐράνιο Πατέρα καί γιά νά καταδειχθῆ μέσα ἀπό τήν ζωή του ἡ δύναμη καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τόν ἴδιο σκοπό εἶχε καί ἡ ὀλιγάρκεια πού ἐπιδείκνυε ὁ πλούσιος Ἀβραάμ. Αὐτός μετά ἀπό θεία ἐντολή, κατέλιπε τά οἰκεῖα καί τήν πατρίδα του καί ἔτσι φάνηκε στήν ζωή του ἡ ὑπερβολή τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ, «ὁ καὶ τὴν περιουσίαν αὐτῷ αὔξων ἐφ᾿ ἑκάστης καὶ ἅπασαν δυσκολίαν ἀναιρῶν» (6). Ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε περίτρανα καί στήν ζωή τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἔζησαν μέ λιτότητα καί ἀκτημοσύνη. Ἀπό τίς διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων γνωρίζουμε ὅτι ἄφησαν τά πάντα, οἰκείους, σπίτια, ὑπάρχοντα καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό. Δέν κουβαλοῦσαν μαζί τους τρόφιμα καί παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτά δέν ἀποτελοῦσε γι᾿ αὐτούς κύρια μέριμνά τους ἡ καθημερινή τους διατροφή. Φρόντιζαν νά ἀγοράζουν τά ἀπαραίτητα τρόφιμα μόνο τήν ὥρα πού ἔπρεπε νά φᾶνε καί δέν ἀσχολοῦνταν ἀπό τό πρωΐ μέ τό μαγείρεμα, ἐπειδή προέτασσαν τήν ἐνασχόληση μέ τά πνευματικά (7).
.
Ὅταν ὁ Χριστός τούς ἔστειλε νά κηρύξουν στά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ, τούς διέταξε νά μήν πάρουν μαζί τους οὔτε χρήματα, οὔτε ὑποδήματα8. Τούς ἀπάλλαξε, δηλαδή, ἀπό τίς φροντίδες γιά νά τούς ἰσχυροποιήση καί νά τούς προετοιμάση γιά τό σπουδαῖο ἔργο πού ἐπρόκειτο νά κάνουν. Διότι σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, τίποτα δέν θέτει στήν ψυχή τόσο μεγάλη δύναμη, ὅσο τό νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τίς φροντίδες καί τίποτα δέν τήν ἐξασθενεῖ τόσο πολύ, ὅσο τό νά εἶναι δεσμευμένη ἀπό αὐτές (9) . Λειτούργησε, δηλαδή, ὁ Θεός ὅπως τά πουλιά πού προστατεύουν τά μικρά τους μέσα στήν φωλιά, ὅσο αὐτά δέν μποροῦν νά πετάξουν. Ἔπειτα τά βοηθοῦν στά πρῶτα πετάγματά τους ὁδηγώντας τα κοντά στήν φωλιά καί ὑποβαστάζοντάς τα, στήν συνέχεια τά περιφέρουν καί πιό μακριά, ὥσπου καταλήγουν νά τά ἀφήσουν γιά νά φροντίσουν μόνα τους τόν ἑαυτό τους (10).
Καί πράγματι οἱ Ἀπόστολοι καλλιέργησαν στό ἔπακρο τήν ἀρετή τῆς ὀλιγαρκείας, ἐπιτυγχάνοντας τέλεια ἄφεση τῆς ζωῆς τους στόν Χριστό. Πολλές φορές οὔτε τά ἀναγκαῖα ἀπολάμβαναν, ἀλλά ζοῦσαν μέ πείνα, μέ δίψα καί μέ γύμνια (11). Καί ἐνῶ θεωροῦνταν φυσικό οἱ ἐργάτες τοῦ κηρύγματος νά λαμβάνουν ὡς μισθό τήν τροφή τους, διότι τό εἶχε νομιμοποιήσει ὁ Χριστός (ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ ἐστί) (12), ἐν τούτοις δέν τό ἐκμεταλλεύονταν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, ἔλεγε: «Ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (13). Ἔτσι πορεύονταν «ὡς μηδὲν ἔχοντες, ἀλλὰ τὰ πάντα κατέχοντες» (14).
Καί ἐδῶ σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, δέν ἐννοοῦνται μόνο τά πνευματικά ἀγαθά, ἀλλά καί τά βιοτικά. Ἐφ᾿ ὅσον τά σπίτια ὅλων ἦταν ἀνοιχτά γι᾿ αὐτούς, πῶς μπορεῖ νά πῆ κανείς ὅτι δέν εἶχαν ὑλικό πλοῦτο; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά παράδειγμα, ἦταν «κύριος» τῶν χρημάτων πολλῶν ἀνθρώπων, διότι εἶχε ἐπιρροή σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Οἱ πόλεις τόν ὑποδέχονταν σάν ἄγγελο καί
γιά χάρη του ἦταν ἕτοιμοι νά θυσιάσουν καί τήν ζωή τους ἀκόμη. Τό κυριώτερο ὅμως εἶναι ὅτι κατεῖχαν πλοῦτο πνευματικό. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τό χάρισμα τῆς θεραπείας ἀσθενῶν καί δαιμονισμένων, ἀλλά καί ἀπό τό προνόμιο τῆς ἐγγύτητος πρός τόν Θεό (15). Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἑκουσίας πενίας ἀπό τούς Ἀποστόλους, προβάλλεται συνεχῶς στό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος προτρέπει τούς πιστούς νά τήν ἐξασκήσουν τονίζοντας τίς ἀγαθές συνέπειες αὐτῆς στήν ζωή τους. Ἐκεῖνος πού περιφρονεῖ τά χρήματα μᾶς πληροφορεῖ, μπορεῖ νά περιφρονήση τά πάντα, ὡς καί τόν θάνατο ἀκόμη (16). Διότι μέ τό νά χρειάζεται κανείς λίγα, καθίσταται ἀκατανίκητος σέ ὅλες τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς (17). Ἄλλωστε αὐτή ἡ ἔλλειψη κάθε ἀνάγκης ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή φιλοσοφία (18) πού βασίζεται στήν βαθύτερη γνώση, ὅτι ἡ ἀκτημοσύνη προσφέρει πλούσια εὐχαρίστηση, καθώς εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τίς φροντίδες, τίς θλίψεις καί τίς ἀγωνίες πού ἐπιφέρει ἡ πλεονεξία.
Ποιό εἶναι πιό δύσκολο καί θλιβερό, ρωτᾶ ὁ ἱερός πατήρ, τό νά ἔχη κανείς ἕνα μόνο ἔνδυμα καί νά μήν ζητᾶ τίποτα τό περισσότερο ἤ νά ἔχη πολλά ἐνδύματα στό σπίτι καί νά διακατέχεται συνεχῶς ἀπό ἄγχος, μήπως τυχόν φθαροῦν ἤ κλαποῦν; (19). Καί ἀναφέρει τούς ἐραστές τῆς ἀκτημοσύνης, οἱ ὁποῖοι σκιρτοῦν ἀπό χαρά καί καυχῶνται γιά τήν πενία τους περισσότερο ἀπό ἐκείνους πού φοροῦν βασιλικό στέμμα (20). Πέρα ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά, ὁ βασικώτερος λόγος ἐξασκήσεως τῆς πενίας ἀναφέρεται στήν ἔκφραση ἀγάπης πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο. Διότι σύμφωνα μέ τήν χριστιανική φιλοσοφία, ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ἐλλειπής χωρίς τήν θυσιαστική ἔκφραση τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί χωρίς τήν ἐλεημοσύνη πρός τούς ἔχοντας ἀνάγκη. Ὁ Χρυσόστομος τονίζει: «Οὐκ ἄρα ἀρκεῖ τὸ χρημάτων καταφρονεῖν, ἀλλὰ δεῖ καὶ διαθρέψαι πένητας, καὶ προηγουμένως ἀκολουθεῖν τῷ Χριστῷ, τοὐτέστι, πάντα τὰ παρ᾿ αὐτοῦ κελευόμενα ποιεῖν, πρὸς σφαγὰς εἶναι ἕτοιμον, καὶ θάνατον καθημερινόν» (21). Ταυτόχρονα ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά χρήματα συμβάλλει στό νά μπορέση ὁ ἄνθρωπος νά ἐφαρμόση αὐτήν τήν διπλῆ ἀγάπη (πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον) (22). Ἡ προσφορά πρός τούς φτωχούς ἰσοδυναμεῖ μέ τήν προσφορά πρός τόν ἴδιο τόν Χριστό καί ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν εἴσοδο στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἡ «ἀπαίτηση» αὐτή τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μεγάλη εὐεργεσία πρός τόν ἄνθρωπο, μεγαλύτερη ἀπό τήν εὐεργεσία ἐκείνου πού χαρίζει τήν σωτηρία σέ κάποιον κατάδικο μέ ἀντάλλαγμα τήν οἰκειοποίηση τῆς περιουσίας του. Καί εἶναι μεγαλύτερη, διότι στήν περίπτωση αὐτή ὁ Χριστός, προκειμένου νά χαρίση τήν αἰώνια ζωή, ζητάει νά δοθοῦν στούς φτωχούς μόνο τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντα, τά ὁποῖα στήν οὐσία δέν ἀποτελοῦν ἀληθινή ἰδιοκτησία τοῦ ἀνθρώπου (23). Ἡ ὀλιγάρκεια, λοιπόν, ἐφαρμόζεται ἀπό τόν χριστιανό μέ σκοπό τήν ἐλεημοσύνη καί ἀπώτερο στόχο τήν εἴσοδο στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί ἐδῶ βρίσκεται ἡ εἰδοποιός διαφορά μέ τούς ἐθνικούς, στούς ὁποίους βλέπουμε πολλές φορές μία θαυμαστή ἐξάσκηση τῆς ὀλιγαρκείας, ἡ ὁποία μάλιστα ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιά τούς χριστιανούς. «Εἰ δέ, μηδὲ τοῦτο ποιοῦμεν τίνος ἄν εἴημεν συγγνώμης ἄξιοι, οἱ τοὺς ἐν τῇ παλαιᾷ ὑπερβῆναι κελευόμενοι, καὶ τῶν παρ᾿ ἕλλησι φιλοσόφων ἐλάττους φαινόμενοι;»(24). Ἡ πτωχεία ὅμως ἡ δική τους, εἶχε βαθύτερη σύνδεση μέ τήν κενοδοξία «διὰ τὸ θαυμάζεσθαι οὐκ ἐλάμβανον» (25).
Ἡ φτώχεια, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, δέν ἐπιφέρει καμμία ζημιά στόν ἄνθρωπο, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ψυχή εἶναι πλούσια καί γενναία. Ἡ δυσφορία γιά τήν φτώχεια καί οἱ βλασφημίες εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μικροψυχίας καί ὄχι τῆς ἰδίας τῆς φτώχειας. Καί γιά νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο, ἀναφέρει ὡς παράδειγμα τόν Λάζαρο, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο φτωχός ἦταν, ἀλλά καί ἀσθενής καί ἔρημος ἀπό προστασία, χωρίς περιποίηση καί δυνατότητα θεραπείας, πράγματα πού ἔκαναν τήν φτώχεια του πικρότερη. Ἐπί πλέον, ἐνῶ ἔβλεπε καθημερινά δίπλα του τόν πλούσιο νά ζῆ μέ ἀφθονία, πολυτέλεια καί ἀπολαύσεις, ἐν τούτοις δέν βλάφθηκε ἡ ψυχική του δύναμη, ἀλλά παρέμεινε γενναῖος καί πιστός καί δέν ἐκστόμισε λόγο βλάσφημο (26). Ἐάν, λοιπόν, ἡ ψυχή εἶναι πλούσια (καί γίνεται πλούσια, ὅταν περιφρονῆ τά χρήματα), καμμία ζημιά δέν παθαίνει ἀπό τήν πενία (27). Μάλιστα ἡ κατάσταση τῆς φτώχειας βοηθάει περισσότερο στό νά μπορέση κανείς νά περιφρονήση τά χρήματα, ἐνῶ ὁ πλοῦτος δημιουργεῖ ὁλοένα καί περισσότερη ἐπιθυμία (28).
Ἡ πενία, λοιπόν, εἶναι κατάλληλη γιά τήν ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν, διότι σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση εἶναι πιό εὔκολο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ταπεινός καί μετριοπαθής (29). Ἀκόμη ἡ ὠφέλεια ἐπεκτείνεται
καί στό γεγονός ὅτι ὁ ἀδικημένος μέ τό νά γίνη φτωχότερος ἀπαλλάσεται ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρνητικές συνέπειες τοῦ πλούτου, φροντίδες, ἀγωνία, φθόνο, συκοφαντίες, ταραχή καί συνεχῆ φόβο (30). Στήν οὐσία, δηλαδή, ζημιώνεται ὁ ἀδικήσας, διότι ἐκτός τῶν παραπάνω κακῶν πού ἐπισωρεύει στό κεφάλι του, καταδικάζεται καί ἀπό τούς θείους νόμους (31). Γι᾿ αὐτό καί ὁ πραγματικά ζημιωμένος παρομοιάζεται μέ ἕναν μανιακό, ὁ ὁποῖος κλέβει ἕνα ξῖφος καί ἔπειτα φονεύει τόν ἑαυτό του. Αὐτός στόν ὁποῖο ἀνῆκε τό ξῖφος, δέν βλάφθηκε τό ἴδιο μέ αὐτόν πού αὐτοκτόνησε (32).
Ἐάν, λοιπόν, ἔτσι φιλοσοφεῖ τήν ζωή ὁ ἄνθρωπος καί ἔχει τήν ἐπίγνωση ὅτι τά πράγματα πού στερήθηκε μέ τήν κλοπή οὕτως ἤ ἄλλως ἀργότερα μέ τόν θάνατο θά τόν ἐγκατέλειπαν, τότε ἡ ἀκούσια πενία ἀποβαίνει γι᾿ αὐτόν κέρδος καί οἱ θεῖοι νόμοι τόν στεφανώνουν καί τόν ἐπαινοῦν (33) γιά τήν ἀδικία πού ὑπέστη, καθαρίζοντάς τον ἀπό τίς ἁμαρτίες καί κάνοντάς τον συμπολίτη τῶν ἁγίων (34). Ἐνῶ ὅταν προσπαθῆ μέ ἀδικίες νά ἀπαιτήση τά ἁρπαγέντα, τότε ζημιώνει πραγματικά τόν ἑαυτό του καί ἐπιβουλεύεται τήν σωτηρία του (35). Ὅλα αὐτά δέν σημαίνουν ὅτι ὁ φτωχός δέν θά διεκδικήση τό δίκαιό του καί δέν θά προσπαθήση νά καλυτερεύση τό οἰκονομικό ἐπίπεδο τῆς ζωῆς του. Ἄλλωστε ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπέδειξε μέ τόν λόγο του καί τήν ζωή του ὅτι τασσόταν πάντα στό πλευρό τῶν φτωχῶν τάξεων, ὅταν αὐτές διεκδικοῦσαν τό δίκαιό τους. Ἄς θυμηθοῦμε πῶς ὑπερασπίσθηκε τό ἐξεγερμένο πλῆθος τῆς Ἀντιοχείας πού ἀντιδροῦσε στήν βαριά φορολογία τοῦ Θεοδοσίου.
Ἔτσι, λοιπόν, βλέποντας συνολικά τήν θεολογία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, κατανοοῦμε ὅτι ὅταν μιλάη γιά τά ὀφέλη τῆς ἀκουσίας πενίας, ἀναφέρεται στόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως ἑνός κακοῦ, τό ὁποῖο δέν ἐπιδέχεται ἀλλαγή (ὅπως εἶναι ἡ κλοπή) καί τό ὁποῖο μπορεῖ νά μετατραπῆ σέ καλό, ὅταν ἡ θεώρησή του εἶναι φιλοσοφημένη. Τό νά ἔχη ὁ φτωχός τήν ἐσχατολογική αὐτή προοπτική καί τήν ἐπίγνωση τῆς βαθύτερης ἀληθείας τῶν πραγμάτων, τόν καθιστᾶ γενναῖο στίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει καί δυνατό γιά νά μπορῆ νά ἀνταπεξέλθη σ᾿ αὐτές. Δέν τοῦ ἀφαιρεῖ ὅμως τήν διάθεση γιά διεκδίκηση τοῦ δικαίου καί ἀνύψωση τοῦ οἰκονομικοῦ ἐπιπέδου τῆς τάξεώς του, ἡ ὁποία διάθεση ἄλλωστε, μπορεῖ κάλλιστα νά στηριχθῆ στούς συνεχεῖς ἐλέγχους τῶν πλουσίων καί στήν καταδίκη τους ὑπό τοῦ Χρυσοστόμου γιά τίς κοινωνικές ἀδικίες, στίς ὁποῖες προβαίνουν.
1. Bλ. Εἰς Γέν. ὁμ. ΙΣΤ΄, PG 53, 126.
2. Bλ. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΙΘ΄, PG 57, 280.
3. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΚΒ΄, PG 57, 302.
4. Bλ. ὅπ.π.
5. Bλ. ὅπ.π.
6. Bλ. Εἰς Γέν. ὁμ. ΛΑ΄, PG 53, 290.
7. Bλ. Εἰς Ἰωάν. ὁμ. ΛΑ΄, PG 59, 179.
8. Bλ. Ματθ. 10, 9 – 10.
9. Bλ. Εἰς ΡΘ΄ Ψαλμόν, PG 55, 279.
10. Bλ. Εἰς Πρίσκιλλαν καί Ἀκύλαν, ὁμ. Β΄, PG 51, 199.
11. Bλ. Εἰς Πρίσκιλλαν καί Ἀκύλαν, ὁμ. Β΄, PG 51, 196.
12. Ματθ. 10, 10.
13. Πράξ. 20, 33 – 34.
14. Γαλ. 4, 15.
15. Bλ. Εἰς Β΄ Κορ. ὁμ. ΙΒ΄, PG 61, 486
16. Bλ. Περί παρθενίας, PG 48, 592.
17. Bλ. Εἰς Ρωμ. ὁμ. ΚΕ΄, PG 60, 628.
18. Bλ. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΛΒ΄, PG 57, 384
19. Bλ. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΛΗ΄, PG 57, 432.
20. Bλ. ὅπ.π.
21. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΞΓ΄, PG 58, 605.
22. Bλ. ὅπ.π.
23. Bλ. Εἰς Ἰωάν. ὁμ. ΛΘ΄, PG 59, 228.
24. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΚΑ΄, PG 57, 300.
25. Εἰς Α΄ Κορ. Λόγ. ΛΕ΄, PG 61, 301.
26. Bλ. «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα», PG 52, 470 – 471.
27. Bλ. Εἰς Ἰωάν. ὁμ. Π΄, PG 58, 729 – 730.
28. Bλ. Εἰς Ἰωάν. ὁμ. Π΄, PG 58, 730.
29. Bλ. Εἰς Πράξ. ὁμ. ΙΓ΄, PG 60, 111 – 112.
30. Bλ. Εἰς Α΄ Κορ. ὁμ. ΙΣΤ΄, PG 61, 138.
31. Bλ. Εἰς Ματθ. ὁμ. ΝΑ΄, PG 58, 518.
32. Bλ. ὅπ.π.
33. Bλ. ὅπ.π.
34. Bλ. Εἰς Α΄ Κορ. ὁμ. ΙΣΤ΄, PG 61, 138.
35. Bλ. Εἰς Θεσ. ὁμ. PG 62, 414.