Νουθεσίες πρός λαϊκούς γ. Ἰάκωβου Τσαλίκη
«Νά μέ συγχωρῆτε τέκνα μου, ἀγράμματος ἄνθρωπος εἶμαι, δέν ξέρω τίποτα νά σᾶς πῶ, μόνον πού ἔχω πίστη στόν Θεόν καί ταπείνωση…»
«Κάποια πλούσια κυρία πῆγε τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν πρόσεχε καθόλου, καί ὁ νοῦς της γύριζε. Ὁμολόγησε καί μοῦ εἶπε:
«Γύριζε ὁ νοῦς μου ἀπ’ τήν ὥρα πού μπῆκα μέσα στήν ἐκκλησία. Εἶχα ἕνα σακκουλάκι καί σκεφτόμουν ὅτι εἶναι καλό νά βάλω τήν ζάχαρη τοῦ δελτίου μέσα. Μέ τό σακκουλάκι αὐτό ( στήν σκέψη μου ), πέρασα ὅλη τήν Λειτουργία χωρίς νά καταλάβω οὔτε ἕνα γράμμα, τίποτε, ἔ!… πῆρα ἀντίδωρο καί σηκώθηκα κι ἔφυγα…»
»Ἐνῷ ἡ ὑπηρέτριά της, πού ἦταν θεία μου καί ἀπό δέκα χρονῶν δούλευε ὑπηρέτρια, ἀλλά ἦταν πολύ εὐσεβής, ἄν καί λόγῳ τῆς δουλειᾶς δέν εἶχε πάει Ἐκκλησία, ἤξερε ποιόν Ἀπόστολο καί ποιό Εὐαγγέλιο εἶπαν, διότι δουλεύοντας ἔκανε προσευχή καί πνευματικά ἦταν μέσα στήν Ἐκκλησία.
»Βλέπετε, παιδιά μου, «ὅπου ὁ θησαυρός ἡμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ἡμῶν», λέει ὁ Χριστός. Καί πρέπει ὁ καθένας μας νά προσηλώνεται στά Θεῖα, νά προσεύχεται»…
«Εὐχόμεθα καί δεόμεθα, πάντοτε νά βάζη ὁ Θεός τό χέρι Του καί στήν Ἐκκλησία μας καί στό κράτος καί στόν κόσμο, διότι οἱ μέρες εἶναι πολύ πονηρές καί πολύ δύσκολα χρόνια. Ἄς φωτίζη ὁ Θεός ὅλον τόν κόσμο.
Εὐτυχῶς ὑπάρχουν καί καλοί Χριστιανοί. Ἄν (παλαιά) ὑπῆρχαν οἱ δέκα, δέν θά καταστρέφονταν τά Σόδομα καί τά Γόμορρα, οἱ πόλεις, ἀλλά δυστυχῶς οὔτε 10 δέν ὑπῆρχαν. Ἔ! τώρα ὑπάρχουν ἐδῶ πολλοί Χριστιανοί πιστοί, εὐλαβεῖς, κοντά στόν Θεό …
Βλέπω καθημερινῶς πλήθη λαοῦ περνᾶνε ἀπό τό Μοναστήρι.
Τήν περασμένη βδομάδα εἶχαν περάσει ἑπτά πούλμαν. Πολύς κόσμος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε τόν σταυρό του, ἄλλος εἶχε καρδιά, ἄλλος εἶχε τόν καρκίνο, ἄλλος εἶχε τό χέρι του, ἄλλος εἶχε τό πόδι του, ἄλλος εἶχε, μέ συγχωρεῖτε, τό κεφάλι του, πολλές ἀρρώστιες στόν κόσμο, πάρα πολλές ἀρρώστιες ἀλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προσευχή μας θά τίς περάσουμε μέ πολλή ὑπομονή…
Καί ὅταν βλέπουμε τόσα καί τόσα θαύματα πού κάνει ὁ Θεός, πρέπει νά πλησιάζουμε πε-ρισσότερο κοντά στόν Θεό. Ἐγώ πού ζῶ μέχρι σήμερα, εἶμαι ζωντανός ἀπό τούς Ἁγίους, διότι οἱ Ἅγιοι ἔχουν παρρησία στόν Θεό, πρεσβεύουν ὅπως ὁ ἅγιος Δαυΐδ, ὁ ἅγιος Ἰωάν-νης ὁ Ρῶσσος, ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μοῦ ἔλεγε ἕνας ἱερομόναχος, ἕνας εὐλαβέστατος Γέροντας: «Πάτερ, λέει, ὅταν τελεῖται θεία Λειτουργία σ’ ἕναν τόπο, ὅλος ὁ κόσμος ἐδῶ ἁγιάζεται, ὅλη ἡ περιφέρεια ἁγιάζεται ἀπό τήν θεία Λειτουργία»».
«Προχθές πέρασε πολύς κόσμος. Ρωτάω κάποιους:
–Πηγαίνετε στήν Ἐκκλησία;
–Δεν πᾶμε…, εἶπαν.
–Γιατί, παιδιά μου, δέν πᾶτε στήν Ἐκκλησία; Ἀπ’ τήν μέρα πού γεννιόμαστε μέχρι τήν μέρα πού θά φύγουμε, ἡ ζωή μας περνᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
–Ἔ! πᾶμε, παπᾶ, τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα, τί θές ἄλλο νά σοῦ ποῦμε;
–Με συγχωρεῖτε, δέν εἶναι μόνο τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα. Ὅταν ὁ Χριστιανός δέν πηγαίνει τρεῖς Κυριακές στήν Ἐκκλησία χωρίζεται! Ἐκτός ἄν ὑπάρχη τόσο μεγάλη ἀνάγκη, μέ συγχωρεῖτε, μπορεῖ νά εἶναι ἄρρωστος, μπορεῖ νά καίγεται τό σπίτι καί νά σηκωθῆ νά τό σβήση, τότε συγχωρεῖ ὁ Θεός…
–Ἔ! τά Χριστούγεννα καί τό Πάσχα πᾶμε στήν Ἐκκλησία καί τίποτα ἄλλο… Χαίρετε, χαίρετε…
»Καί τίποτα ἄλλο δέν εἴπανε, γιά Ἐκκλησία νά μήν ἀκούσουν. Στήν Ἐκκλησία ὅμως βρίσκουμε τήν παρηγορία, βρίσκουμε τήν ὑγεία μας, βρίσκουμε τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας».
«Ὑπάρχουν πολλά ἄσχημα στόν κόσμο, ἀρρώστιες, δοκιμασίες, θλίψεις, στεναχώριες καί ὅλα αὐτά πάντοτε (νά τά ἀντιμετωπίζουμε) μέ τήν προσευχή.
Ὁ Χριστός πού ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος καί πάλι ἐκεῖνος προσευχότανε καί νήστευσε καί τώρα λέμε δέν ὑπάρχει νηστεία. Μά πῶς δέν ὑπάρχει νηστεία; Νηστεία ὑπάρχει!
Εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἡ πρώτη ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Θεός ἦταν ἡ νηστεία… στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα. Καί Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος ἐνήστευσε.
Ἔρχεται μία γυναίκα καί μοῦ λέει ὅτι ὁ γαμπρός της τῆς ἔλεγε ὅτι οἱ καλόγηροι νηστεύουνε, γιά τούς καλογήρους εἶναι αὐτά, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἄν δέν νηστεύης, καί ἔρχεται ἡ γυναίκα καί μοῦ τό εἶπε.
Νά πῆς, λέω, στόν γαμπρό σου ὅτι ὑπάρχει νηστεία. Πῶς δέν ὑπάρχει; Στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς λέει, «εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ…».
Πρῶτα–πρῶτα ὁ Χριστός μας ἐνήστευσε καί δέν ἐνήστευσε ὅπως νηστεύουμε ἐμεῖς σή-μερα. Ἐκεῖνος πού ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος νήστευσε σαράντα μέρες καί ἐμεῖς σήμερα νά μήν νηστεύσουμε, πού (ἐμεῖς) νηστεύομε γιά τίς ἁμαρτίες μας».
«Πρό ἡμερῶν μέ πῆρε μία γυναίκα ἀπό τήν Ἀθήνα τηλέφωνο καί μοῦ λέει: «Πάτερ μου, μοῦ πονεῖ ἡ μέση μου, δέν ξέρω ἄν εἶναι ἀπό τόν πονηρό ἤ ἀπό τόν Θεό».
Τῆς λέω:
«Τέκνο μου, τώρα, εἴτε τοῦ πονηροῦ εἶναι, εἴτε ὁ Θεός ἐπιτρέπει, νά κάνης ὑπομονή ὅπως ὁ Ἰώβ. Εἶδες ὁ Ἰώβ τί ὑπόμεινε;
Ἔ! παιδί μου, κοίταξε. Ὅσο ἄρρωστος καί νά εἶναι κανείς, μέ συγχωρεῖτε, καί νά νευριάσης καί νά πῆς ὤχ! τί ἔπαθα, μά γιατί παίρνω τά φάρμακα καί θά πάω νά σκοτωθῶ, τίποτα δέν κάνεις, χειρότερα γίνεσαι…».
Μέ τήν ἠρεμία, μέ τήν πραότητα, μέ τήν προσευχή ἰδιαιτέρως, θά σέ βοηθήση ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ…».
Πηγή: “Ὁ Γέρων Ἰάκωβος. Διηγήσεις-Νουθεσίες-Μαρτυρίες.” Ἔκδοση «Ἑνωμένη Ρω-μηοσύνη» 2016, σελ. 93.