ΙΑ’. Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1893 στήν Μάνδρα  (Κού­ν­του­ρα) Ἐ­λευ­σῖ­νος ἀ­πό τόν Κων­σταν­τῖ­νο Κω­σταν­τώ­νη καί τήν Εὐ­αγ­γε­λί­α. Ἦ­ταν Ἀρ­βα­νί­της. Ἡ μακρυνή καταγωγή τῶν προγόνων του ἦταν ἀ­πό τήν μαρτυρική Βόρειο Ἤ­πει­ρο. Στήν βά­πτι­ση τόν ὠ­νό­μα­σαν Ἀ­θα­νά­σιο. Ἦταν  πρω­τό­το­κος ἀ­πό ἄλ­λα τρί­α ἀ­δέλ­φια καί δύ­ο ἀ­δελ­φές, ἐκ τῶν ὁ­πο­ί­ων ἡ Ἀν­τι­γό­νη ἔ­γι­νε καί αὐ­τή μο­να­χή μέ τό ὄ­νο­μα Ἀ­νυ­σί­α. Ὅ­ταν ὁ Ἀ­θα­νά­σιος ἦ­ταν βρέ­φος, δέν θή­λα­ζε τίς Τε­τάρ­τες καί τίς Πα­ρα­σκευ­ές, σάν τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, προ­οι­μι­ά­ζον­τας τήν με­τέ­πει­τα ἰ­σό­βια ἐγ­κρά­τειά του.

Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τήν προ­σευ­χή. Τά μι­κρό­τε­ρα παι­διά τόν θα­ύ­μα­ζαν γιά τήν κα­λω­σύ­νη του. Με­γα­λώ­νον­τας βο­η­θοῦ­σε τόν πα­τέ­ρα του στίς ἀ­γρο­τι­κές καί κτη­νο­τρο­φι­κές ἐρ­γα­σί­ες. Ἐ­κεῖ κοντά στό χω­ριό τους ὑ­πῆρ­χε μία σπη­λιά πού τή νύ­χτα φαι­νό­ταν φῶς, γι᾿ αὐ­τό ὁ­λό­κλη­ρη τήν πε­ρι­ο­χή ὠ­νό­μα­ζαν «Καν­τή­λι». Ἦ­ταν σέ ἀ­πό­κρη­μνα βρά­χια, πο­λύ ψη­λά καί κα­νε­ίς δέν κα­τά­φε­ρε ν᾿ ἀ­νε­βῆ. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος κα­τώρ­θω­σε νά ἀ­νε­βῆ καί ἔ­μει­νε δύο με­ρό­νυ­χτα στήν σπη­λιά. Τοῦ συ­νέ­βη ἐκεῖ ἕ­να θε­ϊ­κό γε­γο­νός πού τόν ἐ­πη­ρέ­α­σε. Ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τήν σπη­λιά, χω­ρίς νά πῆ σέ κα­νέ­ναν τί­πο­τε, ἔ­φυ­γε γιά νά γί­νη μο­να­χός. Πῆ­γε στό Μο­να­στή­ρι τῆς Πεν­τέ­λης, ἀλ­λά δέν ἔ­μει­νε πο­λύ. Ἔ­γι­νε δό­κι­μος στήν μο­νή τοῦ Ὁ­σί­ου Με­λε­τί­ου, ἀλ­λά ἐ­πι­στρα­τε­ύ­τη­κε καί ὑ­πη­ρέ­τη­σε στρα­τι­ώ­της στόν Μι­κρα­σι­α­τι­κό πό­λε­μο γιά δύ­ο χρό­νια. Με­τά τήν ἀ­πό­λυ­σή του ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί κοι­νο­βί­α­σε στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου τό ἔ­τος 1920 σέ ἡ­λι­κί­α 28 ἐ­τῶν.

Ἡ πρό­θυ­μη δι­α­κο­νί­α του, ἡ ἀ­κρί­βεια στήν ὑ­πα­κοή καί στήν μο­να­χι­κή ζωή του, ἡ ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα καί ἡ φι­λο­θε­ΐ­α του ἔ­κα­ναν ἐν­τύ­πω­ση στο­ύς πα­τέ­ρες, καί σέ ἕ­να χρό­νο ἔ­γι­νε με­γα­λό­σχη­μος.

Δι­α­κό­νη­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό μύ­λο, στό μα­γει­ρεῖ­ο, ἔ­ξω στόν κό­σμο στά Με­τό­χια καί στο­ύς κή­πους. Ἦ­ταν φι­λό­πο­νος, ἐρ­γα­τι­κός καί ἐ­πι­με­λής στό δι­α­κό­νη­μά του. Κου­ρα­ζό­ταν πο­λύ καί στίς ἀρ­χές γιά ἕν­δε­κα χρό­νια εἶ­χε πό­λε­μο μέ τόν ὕ­πνο. Στε­νο­χω­ρι­ό­ταν πού καμ­μί­α φο­ρά με­τά ἀ­πό τήν ὁ­λο­ή­με­ρη κό­πω­ση στό δι­α­κό­νη­μα τόν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος στήν ἀ­κο­λου­θί­α. Τό ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο πα­πα–Θα­νά­ση καί ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε νά μή στε­νο­χω­ρῆ­ται, δι­ό­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι σάν τό κα­ρά­βι πού τα­ξι­δε­ύ­ει. Ἄλ­λος ἀ­γρυ­πνεῖ, ἄλ­λος κοι­μᾶ­ται, ἀλ­λά τό κα­ρά­βι προ­χω­ρᾶ καί θά φθά­σουν κά­πο­τε στόν προ­ο­ρι­σμό τους. Ἐ­νι­σχύ­θη­κε, ἔ­λα­βε θάρ­ρος, συ­νέ­χι­σε τόν ἀ­γῶ­να του καί νί­κη­σε τόν ὕ­πνο. Ἔ­τσι ἔ­φθα­σε νά ἀ­γρυ­πνῆ ὅ­λη τή νύ­χτα στό κελ­λί του, εἴ­τε κα­θή­με­νος σέ εἰ­δι­κό κά­θι­σμα εἴ­τε κά­νον­τας με­γά­λες με­τά­νοι­ες καί σταυ­ρω­τά κομ­πο­σχο­ί­νια· ξε­κου­ρα­ζό­ταν  λί­γο τήν ἡ­μέ­ρα. Αὐ­τό τό συ­νέ­χι­σε καί ἀρ­γό­τε­ρα πού ἔ­χα­σε τό φῶς του καί ἔ­πα­σχε ἀ­πό κή­λη, ἀ­κό­μη καί στά γε­ρά­μα­τά του. Ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος εἶ­χε ὁ­ρί­σει κά­θε νύ­χτα νά ἀ­γρυ­πνῆ ἕ­νας ἀ­δελ­φός. Ἔ­κα­νε χρέ­η νυ­χτο­φύ­λα­κα, γυρ­νοῦ­σε στό Μο­να­στή­ρι καί πή­γαι­νε νά δῆ, ἄν ἤ­θε­λε κά­τι ὁ τυ­φλός πλέ­ον γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος. Ὅ­σες φο­ρές ἔμ­παι­νε στό κελ­λί του, ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος ἦ­ταν πάν­τα ὄρ­θιος. Μόλις ὅ­μως ἄ­κου­γε θό­ρυ­βο, κα­θό­ταν στό κρεβ­βά­τι καί ἔ­κα­νε πώς κοι­μό­ταν. Οἱ πα­τέ­ρες πού ἔ­μα­θαν τό τυ­πι­κό του φρόν­τι­ζαν νά μπα­ί­νουν ἀ­θό­ρυ­βα γιά νά μήν τόν δι­α­κό­πτουν, καί τόν ἔ­βλε­παν πάν­τα ὄρ­θιο νά προ­σε­ύ­χε­ται.          

Ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος ἦ­ταν μο­να­χός σι­ω­πη­λός καί φι­λή­συ­χος. Ὅ­ταν ἔ­βλε­πε σκάν­δα­λα, ἔ­φευ­γε ἀ­μέ­σως. Μι­λοῦ­σε λί­γο, ἀλ­λά ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ. Ἀ­πέ­φευ­γε τίς συ­ζη­τή­σεις, για­τί ὅ­πως ἔ­λε­γε «ὅ­ταν ὁ­μι­λῶ, με­τά δυ­σκο­λε­ύ­ο­μαι στήν πνευ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α, δι­ό­τι μοῦ ἔρ­χον­ται λο­γι­σμοί ἄλ­λοι»[1]. Οὔ­τε καί ὅ­ταν γή­ρα­σε ἤ­θε­λε πα­ρέ­α καί συ­ζή­τη­ση, ὅ­πως συ­νή­θως συμ­βα­ί­νει μέ το­ύς γέ­ρους. Αὐ­τός προ­τι­μοῦ­σε τήν σι­ω­πή, τήν ἡ­συ­χί­α γιά νά μή δι­α­κό­πτη τή νο­ε­ρά του ἐρ­γα­σί­α. Καί ὅ­ταν κα­νε­ίς ἀπ᾿ το­ύς νέ­ους πα­τέ­ρες κα­θό­ταν πα­ρα­πά­νω στό κελ­λί του, μέ τόν τρό­πο του ἔ­κο­βε τήν συ­ζήτηση καί τοῦ ἔ­δι­νε νά κα­τα­λά­βη ὅ­τι πρέ­πει νά τόν ἀ­φή­ση μό­νο του. Κάποτε ὁ δι­α­κο­νη­τής πού τόν βο­η­θοῦ­σε νά πά­η ἀ­πό τό κελ­λί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τοῦ μι­λοῦ­σε στήν δι­α­δρο­μή. Ὁ­πό­τε τοῦ λέ­γει αὐ­στη­ρά ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος: «Δέν θά μοῦ μι­λᾶς στόν δρό­μο». Δέν ἤ­θε­λε νά τόν ἀ­πο­σποῦν ἀ­πό τήν προ­σευ­χή. Ἦ­ταν μο­να­χός τῆς πρά­ξε­ως ἀλ­λά καί τῆς θε­ω­ρί­ας. Ἦ­ταν κυ­ρί­ως ἕ­νας νη­πτι­κός μέ­σα στό Κοι­νό­βιο, σέ με­γά­λα μέ­τρα, πού σάν αὐ­τόν εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά συ­ναν­τή­ση κα­νε­ίς ἀ­κό­μα καί στήν ἔρη­μο. Μέχρι τήν κο­ί­μη­σή του, ὅ­σο ἔ­ζη­σε σ᾿ αὐ­τόν τόν κό­σμο, δέν ἔ­παυ­σε τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Γι᾿ αὐ­τό ἔ­μενε ἔγ­κλει­στος στό κελ­λί του, δέν κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στήν αὐ­λή καί ἀ­πέ­φευ­γε τήν ὁ­μι­λί­α, γιά νά μή δι­α­κό­πτη τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή του.

Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης

Συμ­βο­ύ­λευ­ε: «Νά λέ­τε συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή, για­τί ἔ­τσι θά εἶ­στε μα­ζί μέ τόν Χρι­στό. Μέ τήν εὐ­χή αἰ­σθά­νε­ται κα­νε­ίς ἕ­νω­ση μέ τόν Θεό. Κα­τα­λα­βα­ί­νει ὅ­τι τό πᾶν εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Μέ τήν εὐ­χή νά δι­ώ­χνε­τε το­ύς λο­γι­σμο­ύς. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός θά σᾶς δι­δά­σκει καί θά σᾶς φω­τί­ζει. Μόνο νά κοι­τᾶ­τε ὁ νοῦς σας νά εἶ­ναι μέ­σα στήν καρ­διά. Ὅ­ταν ὅ­μως κου­ρά­ζε­στε, νά λέ­τε τό “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ…” μέ τό στό­μα. Ἐ­γώ αὐ­τό πού ἔ­χω νά σᾶς πῶ εἶ­ναι τό “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ…” καί τί­πο­τε ἄλ­λο»[2]. Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν, «τί πρέ­πει νά κά­νου­με γιά νά κερ­δί­σου­με τήν Βα­σι­λε­ί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Νά λέ­με συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”». Σέ ὅ­λους συ­νι­στοῦ­σε νά λέ­νε τήν εὐ­χή, καί μά­λι­στα ἔ­λε­γε «τήν εὐ­χή στήν καρ­διά», ἐ­νῶ στο­ύς λα­ϊ­κο­ύς ἔ­λε­γε νά τη­ροῦν τίς ἐν­το­λές καί νά δι­α­βά­ζουν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.  

Ὁ ἴ­διος εἶ­χε κά­νει πρά­ξη στήν ζωή του τό «ἀ­δι­α­λε­ί­πτως προ­σε­ύ­χε­σθε», καί μά­λι­στα ἔ­φθα­σε σέ προ­χω­ρη­μέ­νη κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή, ὥ­στε νά λέ­γη τήν εὐ­χή καί στόν ὕ­πνο του, ὅ­πως μέ ἁ­πλό­τη­τα ἀ­πε­κά­λυ­ψε στόν γέ­ρον­τα Πα­ΐ­σιο.

Ἄλ­λο­τε εἶ­πε ὁ ἴ­διος, ὄν­τας τυ­φλός, ὅ­τι, «ὅ­ταν λέ­ω τήν εὐ­χή βλέ­πω στό δε­ξιό μέ­ρος φῶς. Αὐ­τό τό βλέ­πω, ὅ­ταν κά­νω τόν κα­νό­να μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό βλέ­πω συ­χνά. Αὐ­τό φε­ύ­γει καί ὕ­στε­ρα πά­λι ξα­νάρ­χε­ται. Τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο ὅ­μως εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη πού ἔρ­χε­ται στήν καρ­διά γιά τόν Χρι­στό». Ἔ­βλε­πε τα­κτι­κά τό Ἄ­κτι­στο φῶς. Κά­ποι­α μέ­ρα πού ἀ­νη­σύ­χη­σε πού δέν τό εἶ­δε καί ζη­τοῦ­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ στόν Πνευ­μα­τι­κό του.

Κάποτε ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος πῆ­γε νά κοι­νω­νή­ση στό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, τοῦ Κτίτο­ρος, ὅ­που γι­νό­ταν θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α. Προ­σῆλ­θε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος μέ πο­λύ πό­θο καί εὐ­λά­βεια, ἀλλά ὁ λει­τουρ­γός Ἱ­ε­ρέ­ας τυ­φλώ­θη­κε ἀ­πό ἕ­να φῶς δυ­να­τό καί ἱ­λα­ρό πού ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό πρό­σω­πο τοῦ γέ­ρον­τος Αὐ­ξεν­τί­ου. Τό πρό­σω­πό του σκε­πά­στη­κε, ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πό ἕ­ναν φω­τει­νό ἥ­λιο, ὑ­πέρ τόν ἥ­λιο λάμ­πον­τα, καί ὁ ἱ­ε­ρέ­ας δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον ὄ­χι νά τόν κοι­νω­νή­ση ἀλ­λά οὔ­τε νά τόν ἀν­τι­κρύ­ση, ρί­χνον­τας τό βλέμ­μα του χα­μη­λά. «Ἔ­λαμ­πε τό­σο τό πρό­σω­πό του», δι­η­γεῖ­ται ὁ λει­τουρ­γός, «πού ὅ­ταν τόν  κοί­τα­ξα, ζα­λί­στη­κα καί πα­ρά λί­γο νά πέ­σω κά­τω. Ἔ­βα­λα τό χέ­ρι μου καί σκέ­πα­σα τά μά­τια μου για­τί δέν ἄν­τε­χα τό δυ­να­τό φῶς. Ἔ­λαμ­πε ὁ­λό­κλη­ρος». Ὅ­ταν σέ λί­γο ὑ­πε­στά­λη τό ἄ­κτι­στον φῶς καί συ­νῆλ­θε ὁ ἔκ­πλη­κτος ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε τόν κοι­νώ­νη­σε. 

Ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος ἔ­γι­νε θε­ω­ρός τοῦ ἀκτί­στου φω­τός καί ἔ­φθα­σε στήν κα­τά­στα­ση τοῦ θε­ί­ου ἔ­ρω­τος. Καί ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πό τήν ἐ­πι­μο­νή του στήν εὐ­χή.

Εἶ­χε μά­θει καί πολ­λές ἄλ­λες προ­σευ­χές ἀπ᾿ ἔ­ξω καί τίς ἔ­λε­γε ἐ­ναλ­λάξ μέ τήν εὐ­χή. Ἤ­ξε­ρε ὅ­λον τόν Ἀ­κά­θι­στο μα­ζί μέ τόν κα­νό­να καί τόν ἔ­λε­γε συ­χνά. Στι­χο­λο­γοῦ­σε κά­θε βρά­δυ τό Ψαλ­τή­ρι, τό ὁποῖο εἶ­χε ἀ­πο­στη­θί­σει, ἔλεγε καί τήν εὐ­χή συ­νέ­χεια. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν ἀ­κο­λου­θί­α. Ἤ­θε­λε νά μή χά­νη τί­πο­τε ἀ­πό τά γράμ­μα­τα τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Τοῦ ἄ­ρε­σαν ἰ­δι­α­ί­τε­ρα οἱ εὐ­χές τῆς θε­ί­ας Με­τα­λή­ψε­ως. Τίς δι­ά­βα­ζε μέ πο­λύ πό­θο. Με­ρι­κές φο­ρές, ὅ­ταν δέν ἄ­κου­γε κα­λά, πή­γαι­νε κοντά στόν δι­α­βα­στή, ἐ­νῶ ἄλ­λες φο­ρές φώ­να­ζε: «Πιό δυ­να­τά!».

Ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος τή­ρη­σε τήν ὑ­πό­σχε­ση νά φυ­λά­ξη ἀ­κτη­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν πάμ­πτω­χος. Δέν εἶ­χε τί­πο­τε καί δέν ἐ­πε­θύ­μη­σε τί­πο­τε σ᾿ αὐ­τή τήν ζωή πα­ρά μό­νο τόν Χρι­στό. Δέν φό­ρε­σε και­νο­ύρ­γιο ροῦ­χο σάν κα­λό­γη­ρος καί ὅ­λη του τήν μο­να­χι­κή ζωή πέ­ρα­σε μέ ἕ­να ζευ­γά­ρι πα­πο­ύ­τσια. Στόν δρό­μο, ὅταν δέν τόν ἔ­βλε­πε κα­νε­ίς, γιά νά μήν τά χα­λά­ση ἀλ­λά καί γιά ἄ­σκη­ση, γιά νά κα­τα­πο­νῆ τό σῶ­μα του, τά κρα­τοῦ­σε στήν μα­σχά­λη καί βά­δι­ζε ἀ­νυ­πό­δη­τος.  Κά­πο­τε πού  ἔ­λει­πε, πέ­τα­ξαν  τίς φθαρ­μέ­νες φα­νέλ­λες του καί στε­νο­χω­ρή­θη­κε.  Ἔ­πει­τα κα­τέ­βη­κε στόν γκρε­μό πού τίς εἶ­χαν πε­τά­ξει καί τίς ξα­να­μά­ζε­ψε. Στό κελ­λί του δέν εἶ­χε τί­πο­τε ἄλ­λο ἐ­κτός ἀ­πό με­ρι­κές εἰ­κό­νες καί λί­γα βι­βλί­α.

Ἦ­ταν τε­λε­ί­ως ξέ­νος, χω­ρίς καμ­μία ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ το­ύς κα­τά σάρ­κα συγ­γε­νεῖς του. Ὅ­ταν με­τά ἀ­πό τρι­άν­τα χρό­νια ἦρ­θαν νά τόν δοῦν τ᾿ ἀ­δέλ­φια του, αὐ­τός γιά νά το­ύς ἀ­πο­φύ­γη ἔ­φυ­γε στό ἀμ­πέ­λι, καί μό­νο ὅ­ταν οἱ πα­τέ­ρες ἐ­πέ­με­ναν νά μι­λή­ση στ᾿ ἀ­δέλ­φια του χά­ριν τῆς ὑ­πα­κο­ῆς, το­ύς μί­λη­σε καί το­ύς εἶ­πε νά μήν τόν ἐ­νο­χλή­σουν ἄλ­λη φο­ρά.

Ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος, ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν οἱ συγ­κοι­νο­βι­ά­τες του, ἦ­ταν πο­λύ βια­στής. Κου­ρα­ζό­ταν στά δι­α­κο­νή­μα­τα, ἔ­σκα­βε τό ἀμ­πέ­λι καί νή­στευ­ε αὐ­στη­ρά. Ἦ­ταν ἀ­σκη­τής καί ἀ­γνο­οῦ­σε τε­λε­ί­ως με­ρι­κά φα­γώ­σι­μα. Ὅ­ταν ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος στά γη­ρά­μα­τά του, τόν ρώ­τη­σε ὁ δι­α­κο­νη­τής, ἄν θέ­λη χαλβά ἤ μαρ­με­λά­δα. Μέ ἀ­πο­ρί­α ρώ­τη­σε «τί εἶ­ναι μαρ­με­λά­δα;». Ὁ μά­γει­ρας καί ὁ πα­ρα­μά­γει­ρας εἶ­χαν τήν φρον­τί­δα νά πη­γα­ί­νουν τό φα­γη­τό στόν γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιο. Κάποια μέ­ρα τόν εἶ­δαν νά ἔρ­χε­ται στό μα­γει­ρεῖ­ο καί το­ύς εἶ­πε: «Νά μοῦ δώ­σε­τε λί­γο φα­γη­τό. Ἔ­χω τρεῖς μέ­ρες νά φά­ω». Τότε τοῦ ἔ­βα­λαν με­τά­νοι­α, για­τί εἶ­χαν ξε­χά­σει νά τοῦ πᾶ­νε τό φα­γη­τό, ἀλ­λά αὐ­τός οὔ­τε γόγ­γυ­σε οὔ­τε δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε.

Εἶ­χε με­γά­λη αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Γιά νά μή βγῆ στόν κό­σμο νά ἐγ­χει­ρισ­θῆ στά μά­τια του ἔ­μει­νε τυ­φλός. Δέν ἔ­κα­νε ἐγ­χε­ί­ρη­ση κή­λης, παρ᾿ ὅ­λο πού πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε. Δέν θέ­λη­σε νά βά­λη ξένα δόν­τια. Ἔ­μει­νε χω­ρίς οὔ­τε ἕ­να δόν­τι, καί δυ­σκο­λευ­ό­ταν στίς σκλη­ρές τρο­φές. Δέν ἤ­θε­λε νά τοῦ κά­νουν ἰ­δι­α­ί­τε­ρα φα­γη­τά. Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν τί φα­γη­τό θέ­λει, ἀπαν­τοῦ­σε: «Ὅ,τι ἔ­χει τό κοι­νό». Πάντα ἔ­τρω­γε μέ ἐγ­κρά­τεια καί μέ­τρο. Ἄν τόν πί­ε­ζαν νά φά­η πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἔ­λε­γε: «Μή μέ πι­έ­ζε­τε. Τό πο­λύ φα­γη­τό δέν εἶ­ναι κα­τά Θε­όν». Ἔ­δι­νε καί στόν δι­α­κο­νη­τή του  κά­τι ἀπ᾿ αὐ­τά πού τοῦ πή­γαι­νε.

Ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε κλει­νό­ταν στό κελ­λί του καί προ­σευ­χό­ταν. Δέν μι­λοῦ­σε καί δέν ἀ­παν­τοῦ­σε σέ κα­νέ­ναν. Κάποτε, με­τά τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α τόν βρῆ­καν οἱ πα­τέ­ρες μπρο­ύ­μυ­τα μέ­σα στό κελ­λί του νά προ­σε­ύ­χε­ται. Ἦ­ταν σέ θε­ω­ρί­α καί δέν ἔ­νι­ω­θε το­ύς πα­τέ­ρες πού τόν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν.

Τυ­φλός ὤν καί ἐνῶ δέν ἄ­κου­γε καί κα­λά, μή ἔ­χον­τας ἀ­κρι­βῆ αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καί μή θέ­λον­τας νά χά­ση τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ξε­κι­νοῦ­σε ἀ­πό τό κελ­λί του ὡς συ­νή­θως καί δύ­ο ὧ­ρες νω­ρί­τε­ρα. Μία νύ­χτα  σκόν­τα­ψε, ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί πλημ­μύ­ρι­σε στά αἵ­μα­τα πού ἔ­τρε­χαν ἀ­πό τήν μύ­τη του. Ἐ­ξαν­τλή­θη­κε καί δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κω­θῆ. Τόν βρῆ­καν με­τά ἀ­πό  δύο ὧ­ρες πε­ρί­που ξυ­λι­α­σμέ­νο μέ­σα στά αἵ­μα­τα καί τόν με­τέ­φε­ραν στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο. Ἐ­κεῖ τόν κα­θά­ρι­σαν καί κά­θη­σε ἕ­νας ἀ­δελ­φός νά τόν προ­σέ­χη. Ὅ­ταν  κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἔ­φυ­γαν οἱ πα­τέ­ρες καί νο­μί­ζον­τας ὅ­τι εἶ­ναι μό­νος, πέ­τα­ξε τίς κου­βέρ­τες ση­κώ­θη­κε ὄρ­θιος καί ἄρ­χι­σε νά κά­νη τόν κα­νό­να του, συ­νε­χί­ζον­τας γιά ὧ­ρες τά κομ­πο­σχο­ί­νια του. Τοῦ εἶ­παν οἱ πα­τέ­ρες: «Γε­ρω–Αὐ­ξέν­τι­ε, ἐ­σύ τώ­ρα εἶ­σαι γε­ρον­τά­κι. Κάθησε στό κελ­λί σου, δέν χρει­ά­ζε­ται νά ἔρ­χε­σαι στήν ἀ­κο­λου­θί­α». Αὐ­τός ἀ­πάν­τη­σε: «Μή μοῦ στε­ρῆ­τε τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­κεῖ αἰ­σθά­νο­μαι πραγ­μα­τι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α».

Ὅ­ταν εἶ­χε τό φῶς του, δι­ά­βα­ζε τήν Φι­λο­κα­λί­α καί μά­λι­στα στό πρω­τό­τυ­πο. Το­ύς πέν­τε τό­μους το­ύς δι­ά­βα­σε τέ­σσερις φο­ρές. Ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν οἱ πα­τέ­ρες, τί νά δι­α­βά­ζουν, ἔ­λε­γε: «Τήν Φι­λο­κα­λί­α». Καί ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γαν ὅ­τι δέν τήν κα­τα­λα­βα­ί­νουν, ἀ­παν­τοῦ­σε: «Δέν πει­ρά­ζει. Σι­γά–σι­γά θά τήν  κα­τα­λά­βε­τε».

Ἀ­γα­ποῦ­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τήν Φι­λο­κα­λί­α, για­τί καί ὁ ἴ­διος ἦ­ταν ἕ­νας με­γά­λος νη­πτι­κός μέ ἀ­νά­λο­γες ἐ­μπει­ρί­ες καί βι­ώ­μα­τα σάν αὐ­τά πού δι­ά­βα­ζε στο­ύς ἀ­γα­πη­μέ­νους του  Νηπτι­κο­ύς Πα­τέ­ρες. Ὅ­πως ἐξωμο­λο­γή­θη­κε στόν Πνευ­μα­τι­κό του, στό δω­δέ­κα­το κομ­πο­σχο­ί­νι τοῦ κα­νό­νος ἔ­βλε­πε τό ἄ­κτι­στο φῶς, ἐ­νῶ ἦ­ταν τε­λε­ί­ως τυ­φλός. Καί ἐ­νῶ εἶ­χε τήν εὐ­χή ἀ­δι­ά­λει­πτη καί στά γη­ρά­μα­τά του ἔ­κα­νε 150 με­γά­λες με­τά­νοι­ες, τα­πε­ί­νω­νε τόν ἑ­αυ­τό του καί αὐ­το­μεμ­φό­με­νος ἔ­λε­γε: «Σκο­τει­νά βα­δί­ζω, ἀ­ναι­σθη­σί­α μέ κρα­τά­ει καί ζῶ στήν μα­ται­ό­τη­τα».

Κάποτε τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ὁ πα­πα–Ἰ­σα­άκ ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της καί τόν ρώ­τη­σε πό­τε κα­τα­λα­βα­ί­νου­με ὅ­τι ἡ εὐ­χή γί­νε­ται καρ­δια­κή. Ἀ­πάν­τη­σε: «Ὅ­ταν στα­μα­τοῦν οἱ λο­γι­σμοί». Καί ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σε γιά με­γά­λες κα­τα­στά­σεις, γιά φῶ­τα καί ὁ­ρά­μα­τα, ἀ­πάν­τη­σε μέ ἔν­το­νη φω­νή λέ­γον­τας: «Μή ζη­τᾶς τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Κάθαρση ἀ­πό τά πά­θη νά ζη­τᾶς».

Σέ δύ­ο νέ­ους πού ἔ­βα­λαν με­τά­νοι­α γιά δό­κι­μοι το­ύς εὐ­χή­θη­κε καί το­ύς συμ­βο­ύ­λε­ψε: «Νά πο­ρε­ύ­ε­σθε εἰς ὁ­δόν ἀ­λη­θοῦς με­τα­νο­ί­ας».               

Ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος ἀ­γω­νι­ζό­με­νος καί ὑ­πο­μέ­νοντας τό γῆ­ρας καί τίς ἀ­σθέ­νει­ες, ἔ­χον­τας σύν­τρο­φο ἀχώ­ρι­στο τήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του εὐ­χή, ἔ­φθα­σε στό τέ­λος τοῦ μο­να­χι­κοῦ του δρό­μου νι­κη­τής. Ἦ­ταν ὑ­πά­κου­ος μέ­χρι θα­νά­του, βια­στής μέ­χρις αἵ­μα­τος, ἀ­κτή­μων στό ἔ­πα­κρο, ξέ­νος τοῦ κό­σμου, οἰ­κεῖ­ος τοῦ Θε­οῦ, ἀ­γα­πη­τός καί πο­θει­νός στο­ύς πα­τέ­ρες, κα­νών μο­να­χι­κῆς ἀ­κρι­βε­ί­ας καί νη­πτι­κός μέ­γας, κα­τορ­θώ­σας τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή.

Ἐ­κοι­μή­θη  τήν  1η Μαρ­τί­ου 1981, ξη­με­ρώ­νον­τας Κυ­ρια­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, σέ ἡ­λι­κί­α 89 ἐ­τῶν, προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος πλή­ρως γιά τήν ἄλ­λη ζωή. Ὁ Γέροντας καί οἱ πα­τέ­ρες μι­λοῦ­σαν μέ θαυ­μα­σμό καί συγ­κί­νη­ση γιά τόν γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιο, γιά τά ἀ­σκη­τι­κά του καί νη­πτι­κά του κα­τορ­θώ­μα­τα, καί εἶ­χαν τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι προ­πέμ­πουν ἕ­ναν ὅ­σιο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν πρω­το­τό­κων, στήν Βα­σι­λε­ί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

Με­τά τήν κο­ί­μη­σή του, ἀ­δελ­φός ρώ­τη­σε τόν γε­ρω–Πα­ΐ­σιο ἐ­άν σώ­θη­κε ὁ γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιος καί ἀ­πάν­τη­σε: «Ἐάν αὐ­τός δέν σώ­θη­κε, τό­τε κα­νε­ίς ἀ­πό μᾶς δέν θά σω­θῆ». Ἡ τι­μί­α κά­ρα του κα­τά και­ρο­ύς ἐκ­πέμ­πει εὐ­ω­δί­α.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

  1. Βλ. Πε­ρι­ο­δι­κό Ὅ­σιος Γρη­γό­ριος, τεῦ­χος 6 (1981), σελ. 95. Ἀ­πό τά πολ­λά ὡ­ραῖ­α πού γρά­φτη­καν ἀ­πό τόν γέροντα Γε­ώρ­γιο καί το­ύς πα­τέ­ρες τῆς Μο­νῆς γιά τόν γε­ρω–Αὐ­ξέν­τιο, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με με­ρι­κά στοι­χεῖ­α μέ τήν εὐ­λο­γία­ τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου, γιά νά συμ­πλη­ρώ­σου­με τό Συ­να­ξά­ρι του.
  2. Ὅ­που πα­ρα­πά­νω, σελ. 95–96.