Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Γεννήθηκε τό ἔτος 1893 στήν Μάνδρα (Κούντουρα) Ἐλευσῖνος ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Κωσταντώνη καί τήν Εὐαγγελία. Ἦταν Ἀρβανίτης. Ἡ μακρυνή καταγωγή τῶν προγόνων του ἦταν ἀπό τήν μαρτυρική Βόρειο Ἤπειρο. Στήν βάπτιση τόν ὠνόμασαν Ἀθανάσιο. Ἦταν πρωτότοκος ἀπό ἄλλα τρία ἀδέλφια καί δύο ἀδελφές, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ Ἀντιγόνη ἔγινε καί αὐτή μοναχή μέ τό ὄνομα Ἀνυσία. Ὅταν ὁ Ἀθανάσιος ἦταν βρέφος, δέν θήλαζε τίς Τετάρτες καί τίς Παρασκευές, σάν τόν ἅγιο Νικόλαο, προοιμιάζοντας τήν μετέπειτα ἰσόβια ἐγκράτειά του.
Ἀγαποῦσε τήν Ἐκκλησία καί τήν προσευχή. Τά μικρότερα παιδιά τόν θαύμαζαν γιά τήν καλωσύνη του. Μεγαλώνοντας βοηθοῦσε τόν πατέρα του στίς ἀγροτικές καί κτηνοτροφικές ἐργασίες. Ἐκεῖ κοντά στό χωριό τους ὑπῆρχε μία σπηλιά πού τή νύχτα φαινόταν φῶς, γι᾿ αὐτό ὁλόκληρη τήν περιοχή ὠνόμαζαν «Καντήλι». Ἦταν σέ ἀπόκρημνα βράχια, πολύ ψηλά καί κανείς δέν κατάφερε ν᾿ ἀνεβῆ. Ὁ Ἀθανάσιος κατώρθωσε νά ἀνεβῆ καί ἔμεινε δύο μερόνυχτα στήν σπηλιά. Τοῦ συνέβη ἐκεῖ ἕνα θεϊκό γεγονός πού τόν ἐπηρέασε. Ὅταν κατέβηκε ἀπό τήν σπηλιά, χωρίς νά πῆ σέ κανέναν τίποτε, ἔφυγε γιά νά γίνη μοναχός. Πῆγε στό Μοναστήρι τῆς Πεντέλης, ἀλλά δέν ἔμεινε πολύ. Ἔγινε δόκιμος στήν μονή τοῦ Ὁσίου Μελετίου, ἀλλά ἐπιστρατεύτηκε καί ὑπηρέτησε στρατιώτης στόν Μικρασιατικό πόλεμο γιά δύο χρόνια. Μετά τήν ἀπόλυσή του ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος καί κοινοβίασε στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου τό ἔτος 1920 σέ ἡλικία 28 ἐτῶν.
Ἡ πρόθυμη διακονία του, ἡ ἀκρίβεια στήν ὑπακοή καί στήν μοναχική ζωή του, ἡ ἀγωνιστικότητα καί ἡ φιλοθεΐα του ἔκαναν ἐντύπωση στούς πατέρες, καί σέ ἕνα χρόνο ἔγινε μεγαλόσχημος.
Διακόνησε στήν Ἐκκλησία, στό μύλο, στό μαγειρεῖο, ἔξω στόν κόσμο στά Μετόχια καί στούς κήπους. Ἦταν φιλόπονος, ἐργατικός καί ἐπιμελής στό διακόνημά του. Κουραζόταν πολύ καί στίς ἀρχές γιά ἕνδεκα χρόνια εἶχε πόλεμο μέ τόν ὕπνο. Στενοχωριόταν πού καμμία φορά μετά ἀπό τήν ὁλοήμερη κόπωση στό διακόνημα τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος στήν ἀκολουθία. Τό ἐξωμολογήθηκε στόν Ἡγούμενο παπα–Θανάση καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νά μή στενοχωρῆται, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σάν τό καράβι πού ταξιδεύει. Ἄλλος ἀγρυπνεῖ, ἄλλος κοιμᾶται, ἀλλά τό καράβι προχωρᾶ καί θά φθάσουν κάποτε στόν προορισμό τους. Ἐνισχύθηκε, ἔλαβε θάρρος, συνέχισε τόν ἀγῶνα του καί νίκησε τόν ὕπνο. Ἔτσι ἔφθασε νά ἀγρυπνῆ ὅλη τή νύχτα στό κελλί του, εἴτε καθήμενος σέ εἰδικό κάθισμα εἴτε κάνοντας μεγάλες μετάνοιες καί σταυρωτά κομποσχοίνια· ξεκουραζόταν λίγο τήν ἡμέρα. Αὐτό τό συνέχισε καί ἀργότερα πού ἔχασε τό φῶς του καί ἔπασχε ἀπό κήλη, ἀκόμη καί στά γεράματά του. Ὁ Ἡγούμενος εἶχε ὁρίσει κάθε νύχτα νά ἀγρυπνῆ ἕνας ἀδελφός. Ἔκανε χρέη νυχτοφύλακα, γυρνοῦσε στό Μοναστήρι καί πήγαινε νά δῆ, ἄν ἤθελε κάτι ὁ τυφλός πλέον γερω–Αὐξέντιος. Ὅσες φορές ἔμπαινε στό κελλί του, ὁ γερω–Αὐξέντιος ἦταν πάντα ὄρθιος. Μόλις ὅμως ἄκουγε θόρυβο, καθόταν στό κρεββάτι καί ἔκανε πώς κοιμόταν. Οἱ πατέρες πού ἔμαθαν τό τυπικό του φρόντιζαν νά μπαίνουν ἀθόρυβα γιά νά μήν τόν διακόπτουν, καί τόν ἔβλεπαν πάντα ὄρθιο νά προσεύχεται.
Ὁ γερω–Αὐξέντιος ἦταν μοναχός σιωπηλός καί φιλήσυχος. Ὅταν ἔβλεπε σκάνδαλα, ἔφευγε ἀμέσως. Μιλοῦσε λίγο, ἀλλά ἀγωνιζόταν πολύ. Ἀπέφευγε τίς συζητήσεις, γιατί ὅπως ἔλεγε «ὅταν ὁμιλῶ, μετά δυσκολεύομαι στήν πνευματική ἐργασία, διότι μοῦ ἔρχονται λογισμοί ἄλλοι»[1]. Οὔτε καί ὅταν γήρασε ἤθελε παρέα καί συζήτηση, ὅπως συνήθως συμβαίνει μέ τούς γέρους. Αὐτός προτιμοῦσε τήν σιωπή, τήν ἡσυχία γιά νά μή διακόπτη τή νοερά του ἐργασία. Καί ὅταν κανείς ἀπ᾿ τούς νέους πατέρες καθόταν παραπάνω στό κελλί του, μέ τόν τρόπο του ἔκοβε τήν συζήτηση καί τοῦ ἔδινε νά καταλάβη ὅτι πρέπει νά τόν ἀφήση μόνο του. Κάποτε ὁ διακονητής πού τόν βοηθοῦσε νά πάη ἀπό τό κελλί στήν Ἐκκλησία, τοῦ μιλοῦσε στήν διαδρομή. Ὁπότε τοῦ λέγει αὐστηρά ὁ γερω–Αὐξέντιος: «Δέν θά μοῦ μιλᾶς στόν δρόμο». Δέν ἤθελε νά τόν ἀποσποῦν ἀπό τήν προσευχή. Ἦταν μοναχός τῆς πράξεως ἀλλά καί τῆς θεωρίας. Ἦταν κυρίως ἕνας νηπτικός μέσα στό Κοινόβιο, σέ μεγάλα μέτρα, πού σάν αὐτόν εἶναι δύσκολο νά συναντήση κανείς ἀκόμα καί στήν ἔρημο. Μέχρι τήν κοίμησή του, ὅσο ἔζησε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, δέν ἔπαυσε τή νοερά προσευχή. Γι᾿ αὐτό ἔμενε ἔγκλειστος στό κελλί του, δέν κυκλοφοροῦσε στήν αὐλή καί ἀπέφευγε τήν ὁμιλία, γιά νά μή διακόπτη τή νοερά προσευχή του.
Νηπτικός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης
Συμβούλευε: «Νά λέτε συνεχῶς τήν εὐχή, γιατί ἔτσι θά εἶστε μαζί μέ τόν Χριστό. Μέ τήν εὐχή αἰσθάνεται κανείς ἕνωση μέ τόν Θεό. Καταλαβαίνει ὅτι τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός. Μέ τήν εὐχή νά διώχνετε τούς λογισμούς. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά σᾶς διδάσκει καί θά σᾶς φωτίζει. Μόνο νά κοιτᾶτε ὁ νοῦς σας νά εἶναι μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ὅμως κουράζεστε, νά λέτε τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…” μέ τό στόμα. Ἐγώ αὐτό πού ἔχω νά σᾶς πῶ εἶναι τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…” καί τίποτε ἄλλο»[2]. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, «τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά κερδίσουμε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», ἀπαντοῦσε: «Νά λέμε συνεχῶς τήν εὐχή “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”». Σέ ὅλους συνιστοῦσε νά λένε τήν εὐχή, καί μάλιστα ἔλεγε «τήν εὐχή στήν καρδιά», ἐνῶ στούς λαϊκούς ἔλεγε νά τηροῦν τίς ἐντολές καί νά διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή.
Ὁ ἴδιος εἶχε κάνει πράξη στήν ζωή του τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», καί μάλιστα ἔφθασε σέ προχωρημένη κατάσταση πνευματική, ὥστε νά λέγη τήν εὐχή καί στόν ὕπνο του, ὅπως μέ ἁπλότητα ἀπεκάλυψε στόν γέροντα Παΐσιο.
Ἄλλοτε εἶπε ὁ ἴδιος, ὄντας τυφλός, ὅτι, «ὅταν λέω τήν εὐχή βλέπω στό δεξιό μέρος φῶς. Αὐτό τό βλέπω, ὅταν κάνω τόν κανόνα μέ τό κομποσχοίνι. Τό βλέπω συχνά. Αὐτό φεύγει καί ὕστερα πάλι ξανάρχεται. Τό κυριώτερο ὅμως εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἔρχεται στήν καρδιά γιά τόν Χριστό». Ἔβλεπε τακτικά τό Ἄκτιστο φῶς. Κάποια μέρα πού ἀνησύχησε πού δέν τό εἶδε καί ζητοῦσε νά ἐξομολογηθῆ στόν Πνευματικό του.
Κάποτε ὁ γερω–Αὐξέντιος πῆγε νά κοινωνήση στό παρεκκλήσι τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ Κτίτορος, ὅπου γινόταν θεία Λειτουργία. Προσῆλθε προετοιμασμένος μέ πολύ πόθο καί εὐλάβεια, ἀλλά ὁ λειτουργός Ἱερέας τυφλώθηκε ἀπό ἕνα φῶς δυνατό καί ἱλαρό πού ἔβγαινε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ γέροντος Αὐξεντίου. Τό πρόσωπό του σκεπάστηκε, ἐξαφανίστηκε ἀπό ἕναν φωτεινό ἥλιο, ὑπέρ τόν ἥλιο λάμποντα, καί ὁ ἱερέας δέν μποροῦσε πλέον ὄχι νά τόν κοινωνήση ἀλλά οὔτε νά τόν ἀντικρύση, ρίχνοντας τό βλέμμα του χαμηλά. «Ἔλαμπε τόσο τό πρόσωπό του», διηγεῖται ὁ λειτουργός, «πού ὅταν τόν κοίταξα, ζαλίστηκα καί παρά λίγο νά πέσω κάτω. Ἔβαλα τό χέρι μου καί σκέπασα τά μάτια μου γιατί δέν ἄντεχα τό δυνατό φῶς. Ἔλαμπε ὁλόκληρος». Ὅταν σέ λίγο ὑπεστάλη τό ἄκτιστον φῶς καί συνῆλθε ὁ ἔκπληκτος ἱερέας, τότε τόν κοινώνησε.
Ὁ γερω–Αὐξέντιος ἔγινε θεωρός τοῦ ἀκτίστου φωτός καί ἔφθασε στήν κατάσταση τοῦ θείου ἔρωτος. Καί ὅλα αὐτά ἀπό τήν ἐπιμονή του στήν εὐχή.
Εἶχε μάθει καί πολλές ἄλλες προσευχές ἀπ᾿ ἔξω καί τίς ἔλεγε ἐναλλάξ μέ τήν εὐχή. Ἤξερε ὅλον τόν Ἀκάθιστο μαζί μέ τόν κανόνα καί τόν ἔλεγε συχνά. Στιχολογοῦσε κάθε βράδυ τό Ψαλτήρι, τό ὁποῖο εἶχε ἀποστηθίσει, ἔλεγε καί τήν εὐχή συνέχεια. Ἀγαποῦσε πολύ τήν ἀκολουθία. Ἤθελε νά μή χάνη τίποτε ἀπό τά γράμματα τῆς ἀκολουθίας. Τοῦ ἄρεσαν ἰδιαίτερα οἱ εὐχές τῆς θείας Μεταλήψεως. Τίς διάβαζε μέ πολύ πόθο. Μερικές φορές, ὅταν δέν ἄκουγε καλά, πήγαινε κοντά στόν διαβαστή, ἐνῶ ἄλλες φορές φώναζε: «Πιό δυνατά!».
Ὁ γερω–Αὐξέντιος τήρησε τήν ὑπόσχεση νά φυλάξη ἀκτημοσύνη. Ἦταν πάμπτωχος. Δέν εἶχε τίποτε καί δέν ἐπεθύμησε τίποτε σ᾿ αὐτή τήν ζωή παρά μόνο τόν Χριστό. Δέν φόρεσε καινούργιο ροῦχο σάν καλόγηρος καί ὅλη του τήν μοναχική ζωή πέρασε μέ ἕνα ζευγάρι παπούτσια. Στόν δρόμο, ὅταν δέν τόν ἔβλεπε κανείς, γιά νά μήν τά χαλάση ἀλλά καί γιά ἄσκηση, γιά νά καταπονῆ τό σῶμα του, τά κρατοῦσε στήν μασχάλη καί βάδιζε ἀνυπόδητος. Κάποτε πού ἔλειπε, πέταξαν τίς φθαρμένες φανέλλες του καί στενοχωρήθηκε. Ἔπειτα κατέβηκε στόν γκρεμό πού τίς εἶχαν πετάξει καί τίς ξαναμάζεψε. Στό κελλί του δέν εἶχε τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό μερικές εἰκόνες καί λίγα βιβλία.
Ἦταν τελείως ξένος, χωρίς καμμία ἐπικοινωνία μέ τούς κατά σάρκα συγγενεῖς του. Ὅταν μετά ἀπό τριάντα χρόνια ἦρθαν νά τόν δοῦν τ᾿ ἀδέλφια του, αὐτός γιά νά τούς ἀποφύγη ἔφυγε στό ἀμπέλι, καί μόνο ὅταν οἱ πατέρες ἐπέμεναν νά μιλήση στ᾿ ἀδέλφια του χάριν τῆς ὑπακοῆς, τούς μίλησε καί τούς εἶπε νά μήν τόν ἐνοχλήσουν ἄλλη φορά.
Ὁ γερω–Αὐξέντιος, ὅπως μαρτυροῦν οἱ συγκοινοβιάτες του, ἦταν πολύ βιαστής. Κουραζόταν στά διακονήματα, ἔσκαβε τό ἀμπέλι καί νήστευε αὐστηρά. Ἦταν ἀσκητής καί ἀγνοοῦσε τελείως μερικά φαγώσιμα. Ὅταν ἦταν ἄρρωστος στά γηράματά του, τόν ρώτησε ὁ διακονητής, ἄν θέλη χαλβά ἤ μαρμελάδα. Μέ ἀπορία ρώτησε «τί εἶναι μαρμελάδα;». Ὁ μάγειρας καί ὁ παραμάγειρας εἶχαν τήν φροντίδα νά πηγαίνουν τό φαγητό στόν γερω–Αὐξέντιο. Κάποια μέρα τόν εἶδαν νά ἔρχεται στό μαγειρεῖο καί τούς εἶπε: «Νά μοῦ δώσετε λίγο φαγητό. Ἔχω τρεῖς μέρες νά φάω». Τότε τοῦ ἔβαλαν μετάνοια, γιατί εἶχαν ξεχάσει νά τοῦ πᾶνε τό φαγητό, ἀλλά αὐτός οὔτε γόγγυσε οὔτε διαμαρτυρήθηκε.
Εἶχε μεγάλη αὐταπάρνηση. Γιά νά μή βγῆ στόν κόσμο νά ἐγχειρισθῆ στά μάτια του ἔμεινε τυφλός. Δέν ἔκανε ἐγχείρηση κήλης, παρ᾿ ὅλο πού πονοῦσε καί ὑπέφερε. Δέν θέλησε νά βάλη ξένα δόντια. Ἔμεινε χωρίς οὔτε ἕνα δόντι, καί δυσκολευόταν στίς σκληρές τροφές. Δέν ἤθελε νά τοῦ κάνουν ἰδιαίτερα φαγητά. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν τί φαγητό θέλει, ἀπαντοῦσε: «Ὅ,τι ἔχει τό κοινό». Πάντα ἔτρωγε μέ ἐγκράτεια καί μέτρο. Ἄν τόν πίεζαν νά φάη περισσότερο, ἔλεγε: «Μή μέ πιέζετε. Τό πολύ φαγητό δέν εἶναι κατά Θεόν». Ἔδινε καί στόν διακονητή του κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού τοῦ πήγαινε.
Ὅταν κοινωνοῦσε κλεινόταν στό κελλί του καί προσευχόταν. Δέν μιλοῦσε καί δέν ἀπαντοῦσε σέ κανέναν. Κάποτε, μετά τήν θεία Κοινωνία τόν βρῆκαν οἱ πατέρες μπρούμυτα μέσα στό κελλί του νά προσεύχεται. Ἦταν σέ θεωρία καί δέν ἔνιωθε τούς πατέρες πού τόν παρακολουθοῦσαν.
Τυφλός ὤν καί ἐνῶ δέν ἄκουγε καί καλά, μή ἔχοντας ἀκριβῆ αἴσθηση τοῦ χρόνου καί μή θέλοντας νά χάση τήν ἀκολουθία, ξεκινοῦσε ἀπό τό κελλί του ὡς συνήθως καί δύο ὧρες νωρίτερα. Μία νύχτα σκόνταψε, ἔπεσε, χτύπησε καί πλημμύρισε στά αἵματα πού ἔτρεχαν ἀπό τήν μύτη του. Ἐξαντλήθηκε καί δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ. Τόν βρῆκαν μετά ἀπό δύο ὧρες περίπου ξυλιασμένο μέσα στά αἵματα καί τόν μετέφεραν στό γηροκομεῖο. Ἐκεῖ τόν καθάρισαν καί κάθησε ἕνας ἀδελφός νά τόν προσέχη. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἔφυγαν οἱ πατέρες καί νομίζοντας ὅτι εἶναι μόνος, πέταξε τίς κουβέρτες σηκώθηκε ὄρθιος καί ἄρχισε νά κάνη τόν κανόνα του, συνεχίζοντας γιά ὧρες τά κομποσχοίνια του. Τοῦ εἶπαν οἱ πατέρες: «Γερω–Αὐξέντιε, ἐσύ τώρα εἶσαι γεροντάκι. Κάθησε στό κελλί σου, δέν χρειάζεται νά ἔρχεσαι στήν ἀκολουθία». Αὐτός ἀπάντησε: «Μή μοῦ στερῆτε τήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ αἰσθάνομαι πραγματική ἐλευθερία».
Ὅταν εἶχε τό φῶς του, διάβαζε τήν Φιλοκαλία καί μάλιστα στό πρωτότυπο. Τούς πέντε τόμους τούς διάβασε τέσσερις φορές. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν οἱ πατέρες, τί νά διαβάζουν, ἔλεγε: «Τήν Φιλοκαλία». Καί ὅταν τοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν τήν καταλαβαίνουν, ἀπαντοῦσε: «Δέν πειράζει. Σιγά–σιγά θά τήν καταλάβετε».
Ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως τήν Φιλοκαλία, γιατί καί ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας μεγάλος νηπτικός μέ ἀνάλογες ἐμπειρίες καί βιώματα σάν αὐτά πού διάβαζε στούς ἀγαπημένους του Νηπτικούς Πατέρες. Ὅπως ἐξωμολογήθηκε στόν Πνευματικό του, στό δωδέκατο κομποσχοίνι τοῦ κανόνος ἔβλεπε τό ἄκτιστο φῶς, ἐνῶ ἦταν τελείως τυφλός. Καί ἐνῶ εἶχε τήν εὐχή ἀδιάλειπτη καί στά γηράματά του ἔκανε 150 μεγάλες μετάνοιες, ταπείνωνε τόν ἑαυτό του καί αὐτομεμφόμενος ἔλεγε: «Σκοτεινά βαδίζω, ἀναισθησία μέ κρατάει καί ζῶ στήν ματαιότητα».
Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ὁ παπα–Ἰσαάκ ὁ Καψαλιώτης καί τόν ρώτησε πότε καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐχή γίνεται καρδιακή. Ἀπάντησε: «Ὅταν σταματοῦν οἱ λογισμοί». Καί ὅταν τόν ρώτησε γιά μεγάλες καταστάσεις, γιά φῶτα καί ὁράματα, ἀπάντησε μέ ἔντονη φωνή λέγοντας: «Μή ζητᾶς τέτοια πράγματα. Κάθαρση ἀπό τά πάθη νά ζητᾶς».
Σέ δύο νέους πού ἔβαλαν μετάνοια γιά δόκιμοι τούς εὐχήθηκε καί τούς συμβούλεψε: «Νά πορεύεσθε εἰς ὁδόν ἀληθοῦς μετανοίας».
Ὁ γερω–Αὐξέντιος ἀγωνιζόμενος καί ὑπομένοντας τό γῆρας καί τίς ἀσθένειες, ἔχοντας σύντροφο ἀχώριστο τήν ἀγαπημένη του εὐχή, ἔφθασε στό τέλος τοῦ μοναχικοῦ του δρόμου νικητής. Ἦταν ὑπάκουος μέχρι θανάτου, βιαστής μέχρις αἵματος, ἀκτήμων στό ἔπακρο, ξένος τοῦ κόσμου, οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητός καί ποθεινός στούς πατέρες, κανών μοναχικῆς ἀκριβείας καί νηπτικός μέγας, κατορθώσας τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ἐκοιμήθη τήν 1η Μαρτίου 1981, ξημερώνοντας Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ ἡλικία 89 ἐτῶν, προετοιμασμένος πλήρως γιά τήν ἄλλη ζωή. Ὁ Γέροντας καί οἱ πατέρες μιλοῦσαν μέ θαυμασμό καί συγκίνηση γιά τόν γερω–Αὐξέντιο, γιά τά ἀσκητικά του καί νηπτικά του κατορθώματα, καί εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι προπέμπουν ἕναν ὅσιο στήν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μετά τήν κοίμησή του, ἀδελφός ρώτησε τόν γερω–Παΐσιο ἐάν σώθηκε ὁ γερω–Αὐξέντιος καί ἀπάντησε: «Ἐάν αὐτός δέν σώθηκε, τότε κανείς ἀπό μᾶς δέν θά σωθῆ». Ἡ τιμία κάρα του κατά καιρούς ἐκπέμπει εὐωδία.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα
- Βλ. Περιοδικό Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, τεῦχος 6 (1981), σελ. 95. Ἀπό τά πολλά ὡραῖα πού γράφτηκαν ἀπό τόν γέροντα Γεώργιο καί τούς πατέρες τῆς Μονῆς γιά τόν γερω–Αὐξέντιο, χρησιμοποιοῦμε μερικά στοιχεῖα μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, γιά νά συμπληρώσουμε τό Συναξάρι του.
- Ὅπου παραπάνω, σελ. 95–96.