Ο γερω Κωνστάντιος ὁ Ἁγιοπαυλίτης, πρίν γίνη μοναχός, ἦταν στρατιώτης καί ἔλαβε μέρος στήν μάχη τοῦ Κιλκίς. Βρέθηκε κυκλωμένος ἀπό τούς ἐχθρούς. Μπροστά στόν κίνδυνο ἐπικαλέστηκε τήν Παναγία νά τόν σώση μέ τήν ὑπόσχεση νά γίνη καλόγερος. Σάν νά τυφλώθηκαν, δέν τόν εἶδαν, γλύτωσε καί, ὅταν ἀπολύθηκε καί πῆγε στό σπίτι του στήν Κεφαλλονιά, εἶπε στήν μητέρα του γιά τό τάμα. Ἐκείνη ἦταν εὐλαβής καί τόν παρώτρυνε νά μήν ἀναβάλη νά ἐκπληρώση τό τάμα. Τότε ὅμως ἐκοιμήθη ὁ ἀδελφός του καί ἔμειναν ὀρφανά τά παιδιά του. Ἀνέλαβε τήν προστασία τους ὁ λαϊκός τότε Κυριᾶκος. Ὅταν ἐνηλικιώθηκαν, τότε ἔγινε μοναχός.
Ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε μοναχός καί εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια τήν Παναγία. Ἀγωνιζόταν μέ ζῆλο, πρόκοψε καί ἔφθασε σέ μέτρα ἀπαθείας. Κρίνοντας ἀπό τόν ἑαυτό του ἔλεγε: «Ὅποιος βλέπει στίς ἐφημερίδες φωτογραφίες γυναικῶν καί σκανδαλίζεται, εἶναι τέλεια πόρνος». Τοῦ φαινόταν παράξενο, πῶς μερικοί διαβάζουν ἐφημερίδα καί σκανδαλίζονται. Γιά νά κατανοήση ὅμως ὅτι αὐτό εἶναι δῶρο Θεοῦ, ἐπέτρεψε ὁ Θεός μία φορά νά πειρασθῆ καθ᾿ ὕπνον καί ξύπνησε τρομαγμένος. Ἀπό τότε ἔγινε πιό ταπεινός. Ἔλεγε ὅτι τήν ἀπάθεια τήν ἀπέκτησε ἀπό τήν ὑπακοή.
Εἶχε μεγάλη ξενιτεία. Ποτέ στήν ζωή του δέν πῆγε στοῦ Διονυσίου νά προσκυνήση, παρόλο πού οἱ πατέρες ἀνταλλάσσουν ἐπισκέψεις, γιατί ἔχουν στενές σχέσεις τά δύο Μοναστήρια. Τόν ρωτοῦσαν: «Καλά, δέν πᾶς ποτέ νά προσκυνήσης τόν Τίμιο Πρόδρομο;». «Μά καί δῶ δέν ἔχομε Πρόδρομο;», ἀπαντοῦσε.
Ἔκανε ἑπτά χρόνια κοναξῆς στίς Καρυές. Στῶν Ἰβήρων δέν πῆγε ποτέ νά προσκυνήση τήν Παναγία Πορταΐτισσα, ἄν καί εἶχε πολλή εὐλάβεια στήν Παναγία. Ὅσες φορές ἀνέφερε τό ὄνομα τῆς Παναγίας συγκινεῖτο μέχρι δακρύων. Τόν ρωτοῦσαν: «Καλά, δέν πῆγες νά προσκυνήσης τήν Πορταΐτισσα;». «Ἀφοῦ προσκύνησα στό Ἄξιόν Ἐστιν», ἔλεγε.
Ἦταν πολύ μελετηρός καί ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω πολλά κείμενα. Γιά ἕνα διάστημα ἔμενε στό κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Τήν ἡμέρα ἔσκαβε τό ἀμπέλι καί τή νύχτα διάβαζε μέ τήν λάμπα, ἀλλά ἐπειδή ἦταν Κατοχή, χρησιμοποιοῦσαν ἀκάθαρτο πετρέλαιο καί μέσα ἔβαζαν καί ἁλάτι γιά νά μή βγάζη μαυρίλες. Ἔτσι πονοῦσαν τά μάτια του καί λιγόστεψε τό φῶς του. Εἶπε στόν ἡγούμενο Σεραφείμ νά τόν στείλη στόν γιατρό, ἀλλά τοῦ ἀπάντησε: «Γιατρός ἐδῶ εἶναι ἡ Παναγία. Πήγαινε νά κάνης κομποσχοίνι».
Ἔκανε πολλή προσευχή κλαίγοντας καί παρακαλώντας τήν Παναγία νά μήν τυφλωθῆ. Ὁπότε μία νύχτα βλέπει στόν ὕπνο του ὅτι βρισκόταν σ᾿ ἕνα μέρος στήν πατρίδα του πού λέγεται Ἀρχάγγελος, καί συνάντησε μία γυναῖκα ἡλικιωμένη μέ ἕνα κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά της. Ἦταν ἡ Ἁγία Ἄννα καί εἶχε τήν Παναγία στήν ἀγκαλιά της. Λέει ἡ Παναγία:
–Μαμά, γιατί κλαίει αὐτό τό γεροντάκι;
–Κλαίει γιατί κοντεύει νά χάση τό φῶς του. Ἀλλά πάρε αὐτό τό μπουκαλάκι καί βάλε του σταγόνες στά μάτια του.
Μόλις τοῦ ἔβαλε τίς σταγόνες, ξύπνησε καί, ὅλως παραδόξως, ἔβλεπε καλά μέχρι τήν ἡλικία τῶν 95 ἐτῶν πού ἐκοιμήθη.
Ἄλλη φορά, ὅταν ἔμενε στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τελείωσε τό λάδι καί ζήτησε ἀπό τόν Δοχειάρη, ἀλλά ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε. Πῆγε ὁ γερω Κωνστάντιος στόν Ἅγιο Σπυρίδωνα, προσευχήθηκε στενοχωρημένος καί ὁ Ἅγιος ἀνέλαβε νά τακτοποιήση τό θέμα. Τή νύχτα ἐμφανίστηκε στόν Δοχειάρη ἀγριεμένος, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, καί τοῦ εἶπε: «Γιατί δέν δίνεις λίγο λάδι στόν γερω Κωνστάντιο γιά νά μοῦ ἀνάβη τό καντήλι; Δέν μπορῶ νά τό βλέπω σβηστό». Τρομαγμένος ξύπνησε καί πῆγε μόνος του τό λάδι, ζητώντας συγχώρεση ἀπό τόν γερω Κωνστάντιο.
Στό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος θεραπεύτηκε καί ἕνας δαιμονισμένος καλόγερος μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Τό δαιμόνιο φώναζε ὅτι τόν καίει ὁ ἅγιος Σπυρίδων, καί βγαίνοντας ἀπό τόν καλόγερο ἔπεσε σέ μία στέρνα τό δαιμόνιο καί τό νερό πετάχτηκε ἔξω σάν νά ἔγινε ἔκρηξη.
Κάποτε τήν Πρωτοχρονιά, πού δίνονται στούς πατέρες τά διακονήματα, ἔδωσαν καί σ᾿ αὐτόν κάποιο διακόνημα. Εἶπε «νἆναι εὐλογημένο». Ἔπειτα ἀπό λίγο τόν ξαναφώναξαν καί τοῦ ἄλλαξαν τό διακόνημα. Ἀπάντησε πάλι ἀτάραχος, «νἆναι εὐλογημένο». Ἔπειτα χρειάσθηκε πάλι νά τοῦ ἀλλάξουν τό διακόνημα καί αὐτό ἔγινε 7 φορές σέ ἕνα χρόνο. Οἱ προϊστάμενοι τόν θαύμασαν γιά τήν ὑπακοή του. Τόν ρώτησαν τί σκεφτόταν, καί ἀπάντησε: «Εἶπα στόν διάβολο. “Βρέ διάβολε, θές νά μέ σκάσης; Θά σέ σκάσω ἐγώ!”».
Εἶχε τό τυπικό τῆς ἀλουσίας. Οἱ κουβέρτες του εἶχαν πιάσει λίγδα.
Κάποτε παρεξηγήθηκε μέ κάποιον ἀδελφό. Ξεκίνησε θυμωμένος νά τόν βρῆ ἔξω στό κάθισμα πού ἔμενε. Στόν δρόμο σκέφθηκε: «Στό Περιβόλι τῆς Παναγίας εἶμαι. Τί πάω νά κάνω; ”Παναγία μου, συγχώρεσέ με”». Ἔκλαψε καί γύρισε πίσω.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ γερω Κωνστάντιος πλήρης ἡμερῶν καί ἀρετῶν εὐωδίασε τό λείψανό του. Γέμισε τό κελλί του μέ εὐωδία πού τήν αἰσθάνθηκαν οἱ πατέρες.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα