Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

   Ο γερω Κο­σμᾶς, ὑ­πο­τα­κτι­κός τοῦ γε­ρω  Ἀ­βέρ­κιου ἀ­πό τό Κα­ρυ­ώ­τι­κο Κελ­λί τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων, ἦ­ταν ἕ­να ἁ­πλό καί ἀ­γα­θό γε­ρον­τά­κι. Ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν πα­τρί­δα του τό Κρα­νί­δι καί ἦρ­θε μέ κα­ΐ­κι στόν Πει­ραιᾶ. Θυ­μόταν τά κά­στρα τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος πε­σμέ­να, ὅ­πως τά εἶ­χε βομ­βαρ­δί­σει ὁ Κι­ου­τα­χῆς, καί μέ­χρι ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἡ προ­κυ­μα­ί­α. Εἶ­χε δεῖ τό­τε τά τραῖ­να πού τά τρα­βοῦ­σαν τά ἄ­λο­γα.

   Ἐρ­χό­με­νος στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος πῆ­γε στόν γε­ρω Ἀ­βέρ­κιο, ὁ ὁ­ποῖ­ος πω­λοῦ­σε κομ­πο­λό­για (κομ­πο­σχο­ί­νια). Πῆ­ρε ἕ­να, ἔ­βγα­λε τά χρή­μα­τά του καί τοῦ εἶ­πε νά πά­ρη ὅ­σα κά­νει τό κομ­πο­σχο­ί­νι, για­τί αὐ­τός δέν γνώ­ρι­ζε τά χρή­μα­τα! Ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε νά με­ί­νη μα­ζί του καί ἔ­μει­νε.

   Δέν βγῆ­κε πο­τέ ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος πα­ρά μό­νο μί­α φο­ρά, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ Γέ­ρον­τάς του ἀ­πό πνευ­μο­νί­α καί τοῦ εἶ­παν νά πί­νη γά­λα. Πῆ­γε ὀ­κτώ ὧ­ρες μέ τά πό­δια, πῆ­ρε γά­λα ἀ­πό το­ύς ποι­μέ­νες, καί μέ­χρι νά τό φέ­ρη ἄλ­λες ὀ­κτώ ὧ­ρες, τό γά­λα εἶ­χε ξυ­νί­σει· ἔ­τσι δέν τό ἤ­πι­ε ὁ Γέ­ρον­τάς του καί ὁ ἴ­διος στε­νο­χω­ρή­θη­κε.

Γράμ­μα­τα δέν ἤ­ξε­ρε, ἀλ­λά τίς Ὧ­ρες τίς ἤ­ξε­ρε ἀπ᾿ ἔ­ξω. Εἶ­χε κα­θα­ρό νοῦ καί ἀ­κο­ύ­γον­τας τίς ἔ­μα­θε ἀπ᾿ ἔ­ξω. Ἦ­ταν σέ ὅ­λα τύ­πος ὑ­πα­κο­ῆς.     

*    

   Ο γε­ρω Κο­σμᾶς ὁ Κερ­κυ­ραῖ­ος ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τό 1937 καί πο­τέ του δέν ξα­να­βγῆ­κε στόν κό­σμο. Ἡ μη­τέ­ρα του εἶ­χε ἐ­πι­θυ­μί­α νά τόν δῆ. Δέ­χτη­κε νά ᾿ρθῆ μέ τό κα­ρά­βι καί αὐ­τός νά πά­η μέ τήν βάρ­κα. Τῆς εἶ­πε: «Νά, μάν­να, δές με. Εἶ­μαι κα­λά, μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι. Κα­λή ἀν­τά­μω­ση στήν ἄλ­λη ζω­ή», καί ἔ­φυ­γε.

   Στό γῆ­ρας του ἔ­πα­θε γα­στρορ­ρα­γί­ες καί τοῦ εἶ­παν νά βγῆ ἔ­ξω νά πά­η στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, ἀλ­λά δέν θέ­λη­σε. «Ὅ,τι θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α ἄς γί­νη», εἶ­πε, καί ἐ­κοι­μή­θη.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα