Διηγήθηκε ο ίδιος (ο Πρόδρομος Εζνεπίδης, πατέρας του Αγίου Παϊσίου και πρόεδρος του χωριού) ότι μια φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες), για να πατήσουν τα Φάρασα. Στο χωριό οι άνδρες έλειπαν, άλλοι στα μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια.
Αναγκάστηκε τότε να μαζέψη τα μικρά παιδιά, μόνο για να δείξουν στόχο γύρω από το Κάστρο ότι είναι πολλοί, και μετά τα έδιωξε, για να κρυφθούν.
Μερικοί γέροι που ήταν, και αυτοί σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την απόφαση να σκοτωθή καλύτερα παρά να δη του Τούρκους στο χωριό. Είχαν τελειώσει όμως οι σφαίρες του και μετά τον έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι.
Αφού τον έδεσαν γερά, τον πήγαν στο σπίτι του και τον ανέβασαν στο δώμα (ταράτσα), όπου είχαν στήσει τη κρεμάλα του. Εκεί τον βασάνιζαν, για να τους δώση ότι είχε και μετά να τον τελειώσουν.
Εκείνη τη στιγμή όπου τον βασάνιζαν, δεν ξέρει πως του ήρθε, είπε στου Τούρκους:
«Ό,τι έχω, τα έχω στον Χατζεφεντή» (στον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη).
Οι Τούρκοι δεν χασομερούν και τον πηγαίνουν στον Πατέρα Αρσένιο. Όταν άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή τη σκηνή, πολύ πληγώθηκε, και μάλιστα μάλωσε τους Τούρκους, που τον είχαν δεμένο, για να τον ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα τους είπε και «παλιότουρκους».
Ο αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του, για να κόψει τον Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο:
– Γρήγορα κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό.
Ω του θαύματος! Το χέρι του Τούρκου κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το χατζάρι του έπεσε κάτω καταγής. Όταν είδαν αυτό οι άλλοι Τούρκοι της συμμορίας, άρχισαν να τρέμουν από φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλή να του κάνη καλά το χέρι του. Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το θεράπευσε.
Και αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε, για να μην ξαναπατήσουν στο χωριό. Πράγματι από εκείνη τη συμμορία δεν είχε ξαναπατήσει κανείς στα Φάρασσα.
Από το βιβλίο του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, “Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης”.
Έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγου”, Σουρωτή Θεσσαλονίκης.