Ἀρχιμ. Δοσιθέου,
Ἡγουμένου Μονῆς Τατάρνης
Οἱ φιλακόλουθοι χριστιανοί συχνά–πυκνά ἀκοῦν στίς ἱερές ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας νά ὁμιλοῦν τά τροπάρια γιά ἁμαρτίες πάσης φύσεως. Ὁμιλοῦν γιά “ραθυμίαν, ἀκηδίαν, ἀσωτίαν, ἀσέλγειαν, ἀπληστίαν” καί πολλές ἄλλες.
Οἱ θεσπέσιοι αὐτοί ὕμνοι ὁμιλοῦν καί γιά τόν Κύριόν μας, ὁ Ὁποῖος πάσχει ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας. Διδάσκουν ὅτι εἶναι ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ὅτι ἦλθε νά μᾶς λυτρώση “ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, γενόμενος ὑπέρ ἡμῶν κατάρα”. Εἴμαστε, λοιπόν, καί ἐμεῖς ἐπηρεασμένοι ἀπό διδασκαλίες ξένες πρός τό ὀρθόδοξο βίωμα καί τό νόημα τοῦ τί εἶναι ἁμαρτία. Ἡ φραγκοπαπική ἄποψις καί διδασκαλία εἶναι ὅτι πρόκειται περί ἐνοχῆς, ἡ ὁποία προσβάλλει τήν θεία Δικαιοσύνη διό καί ἀπαιτεῖται ἱκανοποίησις. Μέ τήν παρακοήν τῶν πρωτοπλάστων καί μέ τίς προσωπικές μας ἁμαρτίες ὠργίσθη ὁ δίκαιος Θεός, προσεβλήθη ἡ θεία Δικαιοσύνη καί ὅλοι εἴμασθε ἔνοχοι καί ὑπόλογοι πρό τοῦ ἀτέγκτου καί ἀμειλίκτου θείου Δικαστηρίου. Ἀπό τό δικαστήριον αὐτό μᾶς γλύτωσεν ἡ Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου. Ἀλλά αὐτό, λέγουν καί διατείνονται οἱ παπικοί, δέν ἀρκεῖ. Γιά νά ἱκανοποιηθῆ ἡ θεία Δικαιοσύνη χρειάζονται καί ἀπαιτοῦνται καί ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες καί ἔργα ἀρετῆς… Πλήν ὅμως λησμονοῦν πώς ὅλα αὐτά τελικῶς μειώνουν τήν θυσία τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ.
Διότι ἐπάνω εἰς τόν Σταυρό ἤρθησαν οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτή ἡ θεωρία καταταλαιπωρεῖ –ἐδῶ καί πολλούς αἰῶνες– τήν ρωμαιοκαθολική θεολογία. Ἐπηρέασε δέ καί τήν Ὀρθόδοξο θεολογία σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά παρουσιάζεται σάν ὀρθόδοξος διδασκαλία. Καί τοῦτο συνέβη, κυρίως στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καί τῆς Βενετοκρατίας, λόγῳ σπουδῶν τῶν ἡμετέρων σέ παπικά κολλέγια τῆς Ἰταλίας. Αὐτή ἡ θεωρία σέ κρατάει πάντοτε ἔνοχο μπροστά στό φοβερό Δικαστήριο, καί συσφίγγει σάν κλοιός τίς ἀνθρώπινες καρδιές. Κρατάει τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀγχώδη κατάσταση. Διαρκῶς νά εἶναι ταραγμένος, νά εἶναι πνιγμένος, νά αἰσθάνεται πιεσμένος. Πάντοτε νά διερωτᾶται: Μέ τήν ζωή πού κάνω, ἄραγε ἱκανοποιῶ τήν θεία Δικαιοσύνη; Δηλαδή ἡ ὑψίστη καί ἄπειρος Ἀγάπη μετεβλήθη τελικῶς σέ σκληρή Δικαιοσύνη! Ἡ θεολογία ἀπό ἐπιστήμη τῆς Ἀγάπης ἔγινε ἐπιστήμη νομική, δικηγορική, ζυγαριά φαρμακευτικῆς ἀκριβείας. Ἔτσι ὁ χριστιανισμός κατήντησε ὁ χωροφύλαξ τῆς ἠθικῆς.
Ἔγινε θρησκεία νόμου (καίτοι “παρῆλθεν ἡ σκιά τοῦ νόμου, τῆς χάριτος ἐλθούσης”), τάξεως αὐστηρᾶς, τιμωρίας, περισσότερο τρομακτική παρά λυτρωτική. Ἔγινε ὁ “μπαμπούλας” τῶν ἀνθρώπων. Καί ἕνεκα τούτου ἡ Εὐρώπη σήμερα εἶναι οὐσιαστικῶς ἀποχρωματισμένη θρησκευτικῶς. Καί ἀτυχῶς αὐτοί οἱ ὅροι ταλαιπώρησαν καί ταλαιπωροῦν εἰσέτι τό πανακήρατο Σῶμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἠθικήν περιοριζομένην εἰς τάς σκελέας, ἀλλ᾿ ἔχει ἦθος συμπεριλαμβάνων τόν ὅλον ἄνθρωπον, σῶμα καί ψυχήν, αὐτές οἱ ξένες θεωρίες καί πρακτικές ἀλλοίωσαν τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν ἁγίων Πατέρων, καί πολλάκις ἔγιναν τό Α καί τό Ω τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς στόν τόπο μας.
Ὁ γαλανός οὐρανός τῆς Ὀρθοδοξίας μας ἀμαυρώθηκε ἀπό τά σύννεφα τῆς καλβινολουθηρανικῆς ἠθικολογίας… Ἡ Ὀρθόδοξος θεολογία μας, λέγει πώς ἡ κόλασις δέν ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά τόν διάβολο καί τούς ἀγγέλους του. Καταντήσαμε νά βλέπουμε ἁμαρτίες ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχουν… Νά θεωροῦμε τήν γυναῖκα ὡς ὁμοίωμα τοῦ σατανᾶ, νά φροϋδίζουμε πολεμοῦντες δῆθεν τόν Φρόϋντ… Ἀποτέλεσμα: ἀντί τῆς χαρᾶς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀντί τοῦ Θαβωρίου φωτός καί τοῦ “καλὸν ἔστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι” καί τοῦ ἀναστασίμου “χαίρετε” τοῦ Κυρίου, νά ἔρχεται ἡ κατήφεια, ἡ διαρκῶς ἔνοχος συνείδησις, ἡ ὑποκρισία καί ἀναποφεύκτως ἡ ἐκκλησιογενής νεύρωσις. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ψυχοθεραπεία θριαμβεύει.
Ἡ μομφή κατά τῆς Ἐκκλησίας ὅτι δημιουργεῖ νευρωτικά ἄτομα, ἀνθρώπους μέ βεβαρυμένη ἀπό ἀφόρητα αἰσθήματα ἐνοχῆς συνείδηση, ἔχει μία ἔννομη ὑπόσταση. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἐπιφανειακῶς συνδέεται μέ τήν θρησκευτική ζωή. Ἡ ἐκκλησιογενής νεύρωσις, ὅπου ἐπισημαίνεται, ἀποκαλύπτει τόν λανθασμένο ὑπαρξιακό προσανατολισμό τοῦ ἀτόμου καί ὄχι τήν ἀδυναμία τῆς Ἐκκλησίας νά τόν λυτρώση.
Ὁ ἀείμνηστος Ἰωάννης Κορναράκης γράφει: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι θεῖος, ἄρα φιλάνθρωπος ὀργανισμός. Εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος ὀργανισμός! Καί ὅπως πολύ παραστατικά γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: “Ἰατρεῖον θαυμαστὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸ διδασκαλεῖον ἐστίν. Ἰατρεῖον ψυχῶν καὶ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται”. Ἡ αὐθεντική ἐκκλησιαστική ζωή ἀνανεώνει καί λυτρώνει. Κάνει τόν ἄνθρωπον “καινὴν κτίσιν” ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Μέγα ὀλίσθημα στήν ἀπόδοση τοῦ νοήματος τῆς ἁμαρτίας εἶναι τό ὅτι ἀσυναισθήτως ἔχουμε πέσει εἰς ἕνα “φροϋδικό” χριστιανισμό, ὅπου ἡ σάρξ “βασιλεύει καί αἰωνίζει”.
Δώσαμε, δηλαδή, ὑπέρμετρη σημασία εἰς ἕνα τμῆμα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἀπολυτοποιήσαμε. Καί αὐτό σάν τό ἐκκολαφθέν αὐγό τοῦ κούκου. Ἐξετόπισε καί ἐθανάτωσε τούς λοιπούς νεοσσούς τῆς φωλιᾶς. Προσέχομεν ἄρα τούς καρπούς καί ὄχι τίς ρίζες τῆς ἁμαρτίας. Ταπείνωσις, καλωσύνη, χαρά, πραότης, ἀνεξικακία, μακροθυμία, ἀγάπη πρός πάντας δέν ἐξετάζονται ποτέ. Μῖσος, φθόνος, καταλαλιά, πλεονεξία, δόλος, ὑπερηφάνεια καί τά τούτοις ὅμοια δέν θεωροῦνται κἄν ἁμαρτίες. Ἁμαρτίες εἶναι μόνον ὅσα ἡ σάρξ ἐπιτελεῖ. Αὐτό ὅμως εἶναι κανονάρχημα τοῦ διαβόλου καί ὄχι γνήσια ὀρθόδοξη ζωή.
Ἀκολούθως ἐταυτίσαμε τίς ἔννοιες, ἁμαρτία ἴσον ἀνηθικότης, ἄρα ἁμαρτωλός ἴσον ἀνήθικος. Αὐτό ὅμως, εἶναι φοβερή ἁπλοποίησις μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα. Ἄλλο ἁμαρτία, ἄλλο ἀνηθικότης. Ἄλλο ἁμαρτωλός, ἄλλο ἀνήθικος. Ὁ ἁμαρτωλός ἔχει πηδάλιο, ἔχει κώδικα, ἔχει πυξίδα. Ὁ ἀνήθικος δέν ἔχει. Εἶναι ἀμοραλιστής, δέν δέχεται ὕπαρξιν ἤθους. Ὁ ἁμαρτωλός συντρίβεται, μετανοεῖ, πάσχει, ὀδυνᾶται γιά τίς παρεκτροπές καί τίς ἁμαρτίες του. Ὁ ἀνήθικος καυχᾶται, γελᾶ, εὐχαριστεῖται γιά τά ὅσα τό ἄρρωστο μυαλό του τόν προτρέπει νά πραγματοποιήση. Δέν ἔχει κἄν τήν αἴσθησιν ὅτι ἁμαρτάνει. Ἀγνοεῖ ἄν ὑπάρχουν κἄν ἁμαρτίες… Καί ἔτσι ὁ ἁμαρτωλός, μέ τήν “εὐαίσθητη συνείδηση” μεταφραζόμενος σέ ἀνήθικο, φθάνει στό ἀδιέξοδο, στό “ἄλυτο πρόβλημα”, στήν “ἐκκλησιαστική νεύρωση”.
Τύψεις, ἔλεγχοι, ἀπαισιοδοξία, μαυρίλα, σκοτεινιά, δάκρυα καί στενοχώρια. Καί ἀφεύκτως ὁδηγεῖται στόν ψυχίατρο. Ὑπάρχει βεβαίως καί ἡ ἑξῆς δικαιολογημένη ἀπορία. Οἱ λέξεις “τύψεις, ἔλεγχος, δάκρυα” δέν ὑπάρχουν στό λεξιλόγιο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας; Τά λεγόμενα κατανυκτικά τροπάρια καί οἱ κατανυκτικοί κανόνες πού ψάλλονται καθ᾿ ὅλον τόν ἐνιαυτόν, ἰδίως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς δέν ὁμιλοῦν γιά τύψεις καί ἐλέγχους; Δέν ὁμιλοῦν γιά μετάνοια τελωνική; Ναί, τῷ ὄντι. Μιλᾶνε γιά ὅλα αὐτά, ἀλλά μέ τήν ἑξῆς εἰδοποιό διαφορά: τά δάκρυα νά συνοδεύωνται ἀπό τήν ἐλπίδα καί τήν σιγουριά τῆς σωτηρίας. Νά εἶναι δάκρυα λυτρωτικά, παρακλητικά. Ὄχι δάκρυα ἀπελπισίας καί δυστυχίας, ἀλλά δάκρυα χαρᾶς, ἀνακουφίσεως, ἀγαλλιάσεως…
Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἕνωσε πανσόφως αὐτά τά συναισθήματα. Πρῶτον δίδαξε: “Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε”. Καί ὀλίγον πρό τοῦ Πάθους Του ἀναφερόμενος εἰς τήν χαράν τῆς διά τῆς ἀναστάσεώς Του σωτηρίας, εἶπε: “Τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν”. Λύπη καί χαρά μαζί. Αὐτό τό αἴσθημα τῆς χαρμολύπης, ἄς τό περιγράψουμε ἁπλούστερα μέ ἕνα παράδειγμα. Ὅταν εἴμασταν μικρά παιδιά, νοιώθαμε καί ζούσαμε χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε τό αἴσθημα τῆς χαρμολύπης. Πῶς; Ὅταν κάναμε καμμιά ἀταξία, μία σκανδαλιά, ἡ μητέρα μας μᾶς μάλωνε καί μᾶς ἔδερνε. Ἐμεῖς τότε τί κάναμε; Τρέχαμε μέ ὁρμή καί μέ δάκρυα στά μάτια καί σφιχταγκαλιάζαμε τό φουστάνι τῆς μάννας ζητώντας συγγνώμη. Καί τῆς λέγαμε: “Μαμά, μ᾿ ἀγαπᾶς;”. Καί οὔτε στιγμή ἀμφιβάλαμε ὅτι ἡ μητέρα μας μᾶς συγχώρεσε.
Ποτέ δέν πέρασε ἀπ᾿ τό μυαλό μας ὅτι ἡ μητέρα μας δέν μᾶς ἀγαποῦσε καί ὅτι ἤθελε τό κακό μας. Γνωρίζαμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει μέ μιάν ἀγάπη μεγάλη, ἀπέραντη. Πηγαίναμε ἄρα, τρέχοντας μέ τήν λύπη ὅτι στενοχωρήσαμε τήν μάννα μας, ἀλλά καί μέ τήν χαρά ὅτι ἔχουμε μάννα φιλόστοργη πού μᾶς ἀγαπᾶ! Ὅτι ἔχουμε μάννα! Ὅτι ἔχουμε ἀγκαλιά πού μᾶς συγχωρεῖ! Χαρμολύπη λοιπόν… Γι᾿ αὐτό καί ὁ Κύριος μᾶς θέλει παιδιά: “ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῇτε καὶ γένῃσθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθῃτε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν”.
Ἄς ἀναλογισθοῦμε μέ προσοχή τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου. Λέγει ὁ Κύριος ὅτι στενάξας ὁ Τελώνης “κατέβη δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ”. Γιατί “δεδικαιωμένος;”. Δέν εἶχε τύψεις; Δέν εἶχε δάκρυα; Δέν εἶχε ἐνοχές γιά τίς πολλές του ἁμαρτίες; Εἶχε, ἀλλά ὅλα τά ἐναπέθεσε στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καί μολονότι αἰσθανόταν πολύ ἁμαρτωλός, “κατέβη δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ”. Δηλαδή συγχωρημένος ἀπό τόν Θεό καί ἀναπαυμένος εἰς τήν συνείδησίν του. Ὄχι ἀπηλπισμένος καί ταραγμένος ἁμαρτωλός, ἀλλά εἰρηνικός ἁμαρτωλός. “Δεδικαιωμένος”. Λυτρωμένος. Ὄχι σέ ἀδιέξοδο.
Διότι εἶχε μετάνοια. Δηλαδή εἶχε ἀποφασίσει νά ἀλλάξη τρόπο ζωῆς. Μετάνοια σημαίνει ἀλλαγή πορείας. Καί ἐφ᾿ ὅσον, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰώνας, ἄρα Ἐκκλησία εἶναι ὅ,τι ὁ Χριστός. Φιλανθρωπία, ἀγάπη, στοργή πρός τόν μετανοοῦντα. Ἔτσι πρέπει νά αἰσθάνεται ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός. Κλαίει γιά τίς ἁμαρτίες καί τίς πτώσεις του, ἀλλά ταυτοχρόνως γνωρίζει πώς κλαίει μέσα
στήν ἀγκαλιά τῆς Μάννας του, στήν ἀγκαλιά Μητέρας Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε “τὰ κατὰ Θεὸν δάκρυα χαρὰν βλαστάνει διηνεκῆ καὶ ἀμάραντον”, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Δυστυχῶς γιά τούς περισσοτέρους, ἡ “μετάνοια” τοῦ ἁμαρτωλοῦ εἶναι ξένη καί ἄγνωστη ἔννοια. Ἐπιμένουμε στήν
ἁμαρτία καί στήν ἐξ αὐτῆς προερχομένη λύπη, ἀδιαφορώντας γιά τήν λυτρωτική μετάνοια καί καταλήγουμε νά θεωροῦμε αὐτήν τήν κατάσταση ἐκκλησιολογικῶς σωστή. Βεβαίως θεωροῦμε τήν μετάνοια ξένη καί γιά ἕνα ἄλλον λόγο.
Διότι δέν τήν γνωρίζουμε. Δέν εἶναι γιά ἐμᾶς. Εἶναι γιά τούς ἄλλους. Διότι φαρισαϊκῶς τολμοῦμε νά θεωροῦμε καί βαθειά νά τό πιστεύουμε ὅτι “οὐκ ἐσμὲν ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων”. Ποτέ ἄς μήν ξεχνοῦμε τήν λυτρωτική μετάνοια πού εἶναι ἕνας εὐγενής καί συνάμα συνεχής ἀγώνας ἐγέρσεως ἀπό καθημερινές πτώσεις καί ἁμαρτίες… Τήν μετάνοια αὐτή πού τόσο ἔχει μεγάλη ἀξία παρά τῷ Θεῷ. Μεγάλη ἡ ἰσχύς τῆς μετανοίας! Τῆς ὑγιοῦς συναισθήσεως τῆς ἀναξιότητος καί τῆς ταπεινότητος. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν ὅτι καί ὀλίγον νά ἔχη κανείς ἀπό τήν θείαν ἀγάπην καί τήν ταπείνωσιν –καίτοι ἁμαρτωλός– γεύεται τῆς σωτηρίας. Καί παρηγορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: “Αἰτήσωμεν οἱ ἐμπαθεῖς ἐπιμόνως τὸν Κύριον. Πάντες γὰρ οἱ ἀπαθεῖς ἐξ ἐμπαθείας εἰς ἀπάθειαν προέκοψαν”…
Ὥστε ἄς μήν δίνουμε σημασία μόνο εἰς τό “ἔξω”. Εἰς τό “φαίνεσθαι”. Στό πῶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος, κι ὄχι στό πῶς εἶναι καί τί εἶναι. Ἄς μήν κρίνουμε τήν “κατ᾿ ὄψιν κρίσιν”. Διότι ἔτσι μᾶς διαφεύγει τό βάθος. Καί παριστάνουμε
τούς ἠθικούς, ἐνῶ δέν εἴμαστε. Ὕστερα, λοιπόν, ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τί εἶναι ἁμαρτία; Εἶναι ὅ,τι δηλοῖ ἡ λέξις. “Ἁμαρτάνω” στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα σημαίνει ἀποτυγχάνω, ἀστοχῶ, σφάλλω. Ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ ἁμάρτησε. Δηλαδή ἀπέτυχε, ἀστόχησε, ἔσφαλε. Σέ τί; Στό νά γίνη θεός κατά χάριν. Διά τοῦτο ἔρχεται ὁ Χριστός, ὁ νέος Ἀδάμ, καί γίνεται ἄνθρωπος μέ σκοπό νά διορθώση ἐξ ἀπείρου ἀγάπης τό σφάλμα τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, “ ἵνα θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσῃται”, ὅπως θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν Σταυρική τοῦ Κυρίου θυσία: “τὸ Αἷμα Αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας”. Κάθε ἁμαρτία, λοιπόν, εἶναι ἀστοχία καί ἀποτυχία ἀπό τοῦ νά γίνουμε ὅ,τι ὁ Θεός θέλει. Καί ὁ Θεός θέλει νά γίνουμε θεοί κατά χάριν, συμφώνως πρός τό δαυϊτικόν: “ἐγὼ εἶπα, θεοὶ ἔστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες”. Ὁπότε ἁμαρτία εἶναι τό μέτρο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό, τῆς ἀπωλείας τῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ βίωσις τοῦ θανάτου. Ἄρα ἡ ὀρθόδοξος βίωσις τῆς λυτρωτικῆς μετανοίας φέρει εἰς τήν καρδιά τό γλυκερό συναίσθημα τῆς χαρμολύπης, γιά τό ὁποῖον τόσος λόγος γίνεται εἰς τά Πατερικά κείμενα. Φέρει τό συναίσθημα τῆς ἀναξιότητος τό ὁποῖον ταπεινώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀνεβάζει (ἐν ἀγνοίᾳ του) εἰς τόν Οὐρανόν.
Ἡ Ἐκκλησία μισεῖ καί ἀποστρέφεται τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἀγαπᾶ καί περιθάλπει τούς ἁμαρτωλούς. Ὁ Παράδεισος θά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἁμαρτωλούς μετανοήσαντας, προεξάρχοντος τοῦ ἐν τῷ Σταυρῷ ληστοῦ. Τί ὀφείλουμε στόν Κύριον τῆς δόξης γιά τίς ἄπειρες δωρεές Του; “Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην” καί ἀπείρους εὐχαριστίας.