Περιστατικά – ιβ’. Κρυφοί ἐργάτες τῆς εὐχῆς

(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ,
Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου
Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 347).

 

    Κάποιος μο­να­χός ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο, ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος, εἶ­χε πό­θο νά δι­δα­χθῆ τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή καί βρῆ­κε κά­ποι­ους πα­τέ­ρες, πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Αὐ­τοί γιά νά κρύ­βουν τήν ἐρ­γα­σί­α τους ἔ­κα­ναν σα­λό­τη­τες. Ἐ­νῶ δέν κυ­νη­γοῦ­σαν οὔ­τε ἔ­τρω­γαν κρέ­ας, εἶ­χαν πά­ρει κά­τι πα­λαι­ογ­κρά­δες καί ἔ­δι­ναν τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι εἶ­ναι κυ­νη­γοί. Ἀνέφερε τόν πόθο του στόν Γέροντα. Ἐκεῖνος τόν ρώ­τη­σε πῶς ζῆ, τί ἀ­κο­λου­θί­α κά­νει, καί εἶ­πε ὅ­τι τήν μι­σή ἀ­κο­λου­θί­α τήν δι­α­βά­ζει καί τήν μι­σή τήν κά­νει μέ κομ­πο­σχο­ί­νι. Εἶ­δε ὁ Γέροντας τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά τήν εὐ­χή καί τοῦ ἔ­δω­σε με­ρι­κές ὁ­δη­γί­ες γιά νά τίς ἐ­φαρ­μό­ση. Προ­σπά­θη­σε στό Κελ­λί του νά κά­νη ὅ­,τι τοῦ εἶ­πε καί με­τά ἀ­πό και­ρό ξα­να­πῆ­γε. Τόν ρώ­τη­σε ὁ Γέροντας τί ἔ­κα­νε καί ἄν εἶ­δε τόν φύ­λα­κα ἄγ­γε­λό του. Καί ὅ­ταν εἶ­πε «ὄχι», τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι δέν κά­νει γιά νο­ε­ρά προ­σευ­χή καί νά συ­νε­χί­ση νά κά­νη τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ὅ­πως τήν ἔ­κα­νε.

   Ὁ Γέ­ρον­τας ἦ­ταν νη­πτι­κός καί δι­α­κρι­τι­κός. Κάποτε πῆ­γε νά λει­τουρ­γη­θῆ σέ κά­ποι­ο Κελ­λί. Ἐ­κεῖ οἱ πα­τέ­ρες δι­ά­βα­ζαν τόν Ἅ­γιο Ἐ­φρα­ίμ καί ἔ­κα­ναν δη­μό­σια ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση πρίν ἀ­πό τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α. Το­ύς εἶ­πε ὅ­τι δέν εἶ­ναι σω­στό αὐ­τό, για­τί μέ τήν ἀ­κοή τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των μο­λύ­νε­ται ὁ λο­γι­σμός τους καί οἱ πα­τέ­ρες τό δέ­χθη­καν.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα