Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη**
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μία ἐπιμέρους χριστιανικὴ ὁμολογία, ἀλλὰ ἔχει καθολικὸ καὶ διαχρονικὸ χαρακτήρα. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν προέκυψε ἀπὸ ἀφαιρέσεις καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἑνιαία καὶ ἑνοποιός ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μελίζεται καὶ δὲ διαιρεῖται, ποὺ διαμελίζεται καὶ ἑνοποιεῖ. Ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὸ δεδομένο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ δωρεὰ τῆς Θείας οἰκονομίας, ποὺ δημιουργεῖ στοὺς πιστοὺς μίαν ἀντίστοιχη ὑποχρέωση καὶ μίαν ἀντίστοιχη εὐθύνη: Τὴν ὑποχρέωση καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ εἰρήνη καὶ ἑνότητα μεταξύ τους.
Τὸ 842 μετὰ τὴ δίνη τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ εἶχε ἐπαναφέρει μὲ μία νέα μορφὴ τὶς παλιὲς χριστολογικές αἱρέσεις, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαταστάθηκαν στὴ ζωὴ τῶν μελῶν της. Ἔτσι ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε πάλι στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Τὸ δεδομένο τῆς πίστεως παρουσιάστηκε ξανὰ ὡς γνώρισμα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Βέβαια καὶ στὶς πιὸ λαμπρὲς περιόδους τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας δὲν παύουν νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνήκουν σὲ αὐτὴν καὶ ποὺ ὁδηγοῦνται συχνὰ σὲ αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Ὁ τελικὸς θρίαμβος τῆς ἐκκλησίας, ἡ φανέρωση τῆς ἀκατάλυτης ἑνότητάς της, θὰ πραγματοποιηθεῖ στὰ ἔσχατα, ὅταν ἡ διασκορπισμένη στὸν κόσμο Ἐκκλησία συναχθεῖ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ(1). Αὐτὸ ὅμως δὲ σημαίνει καθόλου ὅτι δικαιολογούμαστε νὰ μὴ ζοῦμε καὶ τώρα τὴν ἑνότητα. Ἡ ἑνότητα χαρακτηρίζει τὴ φύση τῆς ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε τὴν ἑνότητα, δὲ ζοῦμε ὡς μέλη τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο σωματεῖο, ὅπου ἡ ἑνότητα μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμη, ὄχι ὅμως καὶ τελείως ἀπαραίτητη. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς ἑνότητα. Ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, μία ἡ Ἐκκλησία του. Στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως ὁμολογοῦμε πίστη “εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν”. Οἱ πολλὲς Ἐκκλησίες, ἢ μᾶλλον οἱ πολλὲς χριστιανικὲς ὁμολογίες, εἶναι κατασκευάσματα ἀνθρώπων καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ.
Ὁ χριστιανικὸς ὅμως κόσμος ἔπαυσε ἀπὸ καιρὸ ν᾿ ἀποτελεῖ μία ἑνωμένη κοινωνία πιστῶν, μία Ἐκκλησία. Ἡ πίστη ποὺ παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καὶ οἱ Διδάσκαλοι τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας δὲν τηρήθηκε παντοῦ ἀπαραχάρακτη. Ἡ λατρεία διασπάστηκε. Τὸ ἦθος ἀλλοιώθηκε. Ἡ ἁρμονία καταστράφηκε. Ἡ παράδοση ἐγκαταλείφθηκε. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἕνα σκάνδαλο μέσα στὸν κόσμο. Σκάνδαλο, γιὰ τὸ ὁποῖο κανένας Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ μένει ἀδιάφορος.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἡ μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶναι ἡ μία καὶ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι γιατί ἔτσι τὸ θέλουν οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ γιατί ἔτσι προκύπτει ἀπὸ τὴν κοινὴ χριστιανικὴ παράδοση: “Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν… οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὐτὴ ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὐτὴ ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὐτὴ ἡ πίστης τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτὴ ἡ πίστης τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν”(2).
Ἡ Ὀρθοδοξία στήριξε τὴν Οἰκουμένη, γιατί ἦταν πάντοτε Οἰκουμενική. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει ὡς Ὀρθοδοξία, ἂν δὲν παραμένει καὶ Οἰκουμενική. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μισαλλοδοξία, δὲν εἶναι συντηρητισμός, δὲν εἶναι κατεστημένο, δὲν εἶναι ἐθνικισμός. Ἡ μισαλλοδοξία καπηλεύεται τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴ μεταβάλλει σὲ μέσο φατριασμοῦ. Μὲ τὴ μισαλλοδοξία ἀναιρεῖται ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἀφανίζεται τὸ πνεῦμα της, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀγάπης καὶ καταλλαγῆς. Γι᾿ αὐτὸ ὁ μισαλλόδοξος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος, ὅσο ὀρθόδοξα καὶ ἂν εἶναι τὰ λόγια ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ἀλλὰ καὶ ὁ συντηρητισμὸς νεκρώνει τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴ μεταβάλλει σὲ ἰδεολογία, ποὺ ἐξυπηρετεῖ συνήθως ἀλλότριους σκοπούς. Ἀκόμα τὸ ὁποιοδήποτε ὀρθόδοξο κατεστημένο δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ ζωντανὴ παράδοση τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι στατική, οὔτε συντηρητική, ἀλλὰ δυναμικὴ καὶ παραδοσιακή. Καὶ ἡ παραδοσιακότητα δὲν εἶναι συντηρητικότητα, ἀλλὰ δημιουργικότητα. Δὲν εἶναι κατάσταση, ἀλλὰ ζωή. Τέλος ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἰδεολογία. Πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι ἐθνικὴ ἰδεολογία ἢ ἐθνικισμὸς.
Βέβαια συχνὰ ἐπιχειρήθηκε νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία ὡς ἰδεολογία. Καὶ αὐτὸ δὲν ἔγινε μόνο ἀπὸ πολιτικοὺς ἡγέτες ποὺ ἐπιδίωκαν δικούς τους σκοπούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κληρικοὺς καὶ ἁπλοὺς πιστούς. Ἡ ἀλήθεια, ὅπως καὶ ἡ ἐλευθερία ποὺ πρσφέρει ἡ ἀλήθεια(3), εἶναι βαριὰ πράγματα. Εὔκολα τὰ ἐγκαταλείπει κανεὶς ἢ τὰ ἀντικαθιστᾶ μὲ ψεύτικα εἴδωλά τους. Εἶναι εὔκολο νὰ ἐμπορεύεται κανεὶς τὴν Ὀρθοδοξία, δύσκολο ὅμως νὰ τὴ ζεῖ. Εἶναι εὔκολο νὰ καυχιέται ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξος -ὅταν μάλιστα ἡ Ὀρθοδοξία συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ τῆς μόδας- καὶ νὰ κατακρίνει τοὺς ἄλλους ὡς ἀποστάτες ἢ αἱρετικούς, εἶναι ὅμως δύσκολο νὰ ζεῖ ὡς Ὀρθόδοξος. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ λησμονοῦμε τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ προβάλλουμε στὴ θέση της τὶς προσωπικὲς ἢ τὶς συλλογικές μας ἐπιθυμίες καὶ ἰδιοτέλειες. Ἔτσι τὴν παραποιοῦμε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο αὐτοὶ ποὺ τοὺς χαρακτηρίζουμε ὡς ἐχθρούς της. Καὶ ὅταν αὐτοὶ ποὺ τοὺς χαρακτηρίζουμε ὡς ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν κρίνουν καὶ τὴν κατακρίνουν ὡς παραμορφωμένη, ἀντὶ νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα στὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν κατάστασή μας καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ τὴ διορθώσουμε, ἐξαπολύουμε μύδρους ἐναντίον τους, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ἐκπληρώνουμε τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία ἢ ἀκόμα ὅτι γινόμαστε καὶ ὁμολογητές της.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἰδεολογία, ἀλλὰ ἀλήθεια καὶ ζωή. Σέβεται τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν ἀνθρώπων, τὴ γλώσσα, τὶς παραδόσεις, τὰ ἔθιμά τους. Ὅπως ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, προσλαμβάνει καθετὶ τὸ ἀνθρώπινο μέσα στὴν ἱστορία. Ἀλλὰ καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς δὲν προσέλαβε τὴν ἁμαρτία, γιατί αὐτὴ ἀποτελεῖ παρὰ φύση κατάσταση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἤ καλύτερα ὅσοι θέλουμε νὰ ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία, στὸ ἀκατάλυτο καὶ ἀδιαίρετο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε νὰ κυριαρχοῦν στὴ ζωὴ καὶ τὴ σκέψη μας καταστάσεις ἁμαρτίας. Ἡ ἐλευθερία ποὺ χαρίζει ὁ Χριστὸς δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται “εἰς ἀφορμὴν τῇ σαρκί”, ἀλλὰ νὰ ἐκδηλώνεται μὲ πνεῦμα ἀγάπης καὶ διακονίας(4). Ἡ ἐλευθερία αὐτὴ δὲν εἶναι ἀσυδοσία, ἀλλὰ πρόσκληση ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διαιρέσεως, ποὺ εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μας -ὁ ἀτομικός, ὁ οἰκογενειακός, ὁ ἐθνικός, ὁ ὁμολογιακὸς ἢ ὁ ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἐγωϊσμός μας- καὶ νὰ βροῦμε τὴν καθολικότητα τῆς φύσεώς μας ἐν Χριστῷ.
Πραγματικά, πόσα ἐμπόδια πού συναντοῦμε καθημερινὰ θὰ ἔλειπαν, ἂν ὑπῆρχε ἡ διάθεση αὐτὴ μέσα μας! Πόσες ἀντιθέσεις θὰ παραμερίζονταν, ἂν δὲν κυριαρχοῦσε ὁ ἀτομικὸς ἢ ὁ ὁμαδικὸς ἐγωϊσμὸς στὶς σχέσεις μας! Πόσα σχίσματα θὰ ματαιώνονταν, ἂν δὲν ἐπικρατοῦσε ὁ ἐθνικὸς ἢ ὁ ὁμολογιακὸς ἐγωϊσμὸς στὴ θρησκευτικὴ ζωή μας! “Ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωράνθη”, λέει ὁ Κύριος, “ἐν τινι ἁλισθήσεται;”(5). Ἂν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἢ ἀκόμα ἂν ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, πού καυχιόμαστε ὅτι διατηροῦμε ἀπαραχάρακτη τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲ φροντίζουμε νὰ ἐργαζόμαστε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, ἀπὸ ποιοὺς περιμένουμε; Ὁ στόχος, πρὸς τὸν ὁποῖο μᾶς κατευθύνει διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ καταπολέμηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ μὲ τὶς διάφορες μορφές του. Στὸν ἴδιο στόχο ἀποβλέπει καὶ ἡ μετάνοια, ποὺ ἀποτελεῖ γιὰ τὸ χριστιανὸ ἔργο ζωῆς.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι καμμία ἀντικειμενοποιημένη ἀξία, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴ χρησιμοποιεῖ κανεὶς σύμφωνα μὲ τὶς ὀρέξεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Δὲν εἶναι κτῆμα κανενὸς ποὺ νομίζει ὅτι τὴν κατέχει. Δὲν μπορεῖ νὰ κατέχει κανεὶς τὴν Ὀρθοδοξία. Μπορεῖ μόνο νὰ κατέχεται ἀπὸ αὐτήν. Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐντάσσει κανεὶς στὰ σχέδια του, γιὰ νὰ κατακρίνει ἢ νὰ πολεμάει τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ φανατίζει ἢ νὰ φανατίζεται. Ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, καὶ ὄχι οἱ παραποιήσεις της, δὲν ἐντάσσεται πουθενά, ἀλλὰ καλεῖ ὅλους σὲ καθολικὴ ἔνταξη σ᾿ αὐτήν. Ἄλλωστε καὶ τὸ Βάπτισμα στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία πραγματοποιεῖται στὸ μέτρο ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὴν ἔνταξή του σ᾿ αὐτήν, στὸ μέτρο ποὺ δὲν ἀφήνει τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὰ παρεπόμενά του νὰ κυριαρχήσουν στὴ ζωή του καὶ νὰ φαλκιδεύσουν τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη του.
Ὅταν λοιπὸν αἰσθανόμαστε ὡς μέλη τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε καὶ οἱ διαιρέσεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου δὲν μποροῦν νὰ μᾶς εἶναι ἀδιάφορες. Ὁ πόνος γιὰ τὶς διαιρέσεις αὐτὲς εἶναι καὶ δικός μας πόνος. Καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ἄρση τους πρέπει νὰ εἶναι φροντίδα ὅλων μας. Γιὰ νὰ βοηθήσουμε ὅμως τοὺς Χριστιανοὺς τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, δὲ χρειάζεται νὰ κάνουμε συμβιβασμοὺς στὴν πίστη μας. Μὲ τέτοιους συμβιβασμοὺς προδίνουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας κι ἐκείνους, γιατί κι ἐκεῖνοι χρειάζονται ἀνόθευτη τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια. Γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς Χριστιανοὺς τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, ἰδιαίτερα τώρα ποὺ οἱ περιστάσεις μᾶς φέρνουν πολὺ πιὸ κοντά τους, χρειάζεται νὰ στραφοῦμε στὶς ἴδιες τὶς ρίζες μας, χρειάζεται νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ νὰ ζήσουμε τὴν καθολικὴ καὶ Οἰκουμενικὴ ἀλήθειά της.
Μὲ τὴ διάθεση αὐτὴ εἶχε πρὶν ἀπὸ καιρὸ διαδοθεῖ τὸ σύνθημα “ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες”. Αὐτὸ δὲ θεωρήθηκε ἀπόλυτα ἱκανοποιητικό, γιατί μποροῦσε νὰ ἑρμηνευτεῖ καὶ ὡς ὀπισθοδρομικό. Γι᾿ αὐτὸ ἀντιπροβλήθηκε τὸ σύνθημα “μπροστὰ μὲ τοὺς Πατέρες”. Μὲ τὰ συνθήματα ὅμως αὐτὰ δὲ διατυπώνεται σωστὰ ἡ θέση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ θέση τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι: “Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατρᾶσιν”(6). Ἕπομαι δὲ σημαίνει οὔτε ἐπιστρέφω οὔτε βαδίζω μπροστά. Ἕπομαι σημαίνει ἀκολουθῶ. Καὶ ὁποῖος ἀκολουθεῖ δὲν προσδιορίζει μόνος του τὴν πορεία του, ἀλλὰ ἐντάσσεται στὴν πορεία αὐτοῦ ἢ αὐτῶν ποὺ ἀκολουθεῖ. “Ἕπομαι τοῖς ἁγίοις πατρᾶσι” σημαίνει: Ἀποδεχόμενοι τὴ ζωντανὴ παρουσία τῶν ἁγίων Πατέρων ὡς μελῶν τοῦ ἑνιαίου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο κι ἐμεῖς ἀνήκουμε, καὶ ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τους, ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὸ φρόνημά τους. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνιμο χρέος τῶν Ὀρθοδόξων. Αὐτὸ τὸ χρέος βαραίνει ὅλους μας, καὶ ἰδιαίτερα ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, ποὺ συνδέσαμε τὴν ἱστορία μας μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ μᾶς ὑπαγορεύουν οἱ Μεγάλοι Πατέρες καὶ Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει τὸ νέφος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς ἐκκλησίας μας.
1. Πρβλ. Διδαχὴ Δώδεκα Ἀποστόλων 9, 4.
2. Συνοδικὸν Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
3. Πρβλ. Ἰω. 8, 32.
4. Γαλ. 5, 13.
5. Ματθ. 5, 13.
6. Μὲ τὴ φράση αὐτὴ εἰσάγεται ὁ ὅρος τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος.
Βλ. Mansi, τόμ.VII, 116.
**Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὀρθόδοξη Πνευματικὴ Ζωή, ἐκδ. Π. Πουρνάρα, 2010
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Δ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2010