ἀπὸ τὴ Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογο – θεολόγο
Κατὰ τὴν ΙΓ’ Κυριακὴ Λουκᾶ, τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴν περίπτωση ἑνὸς ἄρχοντος, ποὺ προσέρχεται στὸν Κύριο, «λέγων: διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. ιη’ 18). Τὸ ἴδιο περίπου περιστατικὸ ἀφηγοῦνται καὶ οἱ ἄλλοι δύο Εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Μάρκος, μόνον ποὺ αὐτοὶ μιλοῦν για ἕναν «νεανίσκο», ποὺ πλησιάζει τὸν Κύριο μὲ τὴν ἴδια ἀπορία (Ματθ., ιθ’ 16-22, Μάρκ., ι’ 17-25). Ὅλοι οἱ ἑρμηνευτὲς Πατέρες, πάντως, τονίζουν ὅτι ὁ νεαρός – ἄρχων πλησιάζει τὸν Κύριο μὲ γνήσιο ἐνδιαφέρον, καὶ ὄχι μὲ διάθεση νὰ τὸν «ἐκπειράσῃ», ὅπως ὁ νομικός, ποὺ τοῦ ἀπευθύνει τὸ ἴδιο ἐρώτημα (Λουκ., ι’ 25).
Ἔχει ἐνδιαφέρον, μάλιστα, νὰ δοῦμε τί προηγεῖται τοῦ διαλόγου τοῦ Κυρίου μὲ τὸν νεαρὸ ἄρχοντα. Ὁ Κύριος ἔχει μόλις εὐλογήσει μικρὰ παιδιὰ ποὺ τὰ ὡδήγησαν μπροστά Του καὶ ἔχει πεῖ μὲ νόημα ὅτι «τῶν τοιούτων (δηλ. τῶν παιδιῶν) ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ … ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.» (Λουκ., ιη’ 15-17).
Στὴν οὐσία, ὁ Κύριος ἔχει ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νέου «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνος τὸ διατυπώσῃ. Λέει, δηλαδή, στὸν νεαρὸ καὶ σὲ ὅλους ὅσους τὸν ἀκοῦν ὅτι, ἐὰν δὲν ἔχει κανεὶς τὴν ἁπλότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἄδολη συμπεριφορὰ ἑνὸς παιδιοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθῃ στὴν βασιλεία Του.
Γιὰ νὰ δοῦμε, τώρα! Διαθέτει ὁ παραπάνω νέος, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνια ζωή, αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά; Κατ’ ἀρχάς, μπορεῖ νὰ πλησιάζῃ τὸν Κύριο μὲ γνήσιο ἐνδιαφέρον, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀναγνωρίζει ὡς Θεό, γι’ αὐτὸ τὸν ἀποκαλεῖ «ἀγαθὸν διδάσκαλον.» Ὁ Κύριος, λοιπόν, ἀφοῦ τὸν διορθώνῃ, ὅτι ἀγαθὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος παρὰ μόνον ὁ Θεός, τονίζοντας ἔτσι ἐμμέσως καὶ διακριτικὰ τὴν θεϊκή του ἰδιότητα, στὴν συνέχεια τὸν συμβουλεύει νὰ τηρῇ πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ξεκινῶντας ἀπὸ τὶς πιὸ βαριὲς καὶ δύσκολες «μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς», καὶ πηγαίνοντας σταδιακὰ στὶς λιγότερο βαριὲς καὶ περισσότερο εὔκολες νὰ τηρηθοῦν «μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου». Ὁ νέος, ποὺ διέθετε, ἀπ’ ὅ τι φαίνεται, τὸ ἐνδιαφέρον νὰ κάνῃ κάτι παραπάνω, ἀναφέρει στὸν Κύριο ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ τήρησε «ἐκ νεότητός» του, ὁπότε ὁ Κύριος τὸν καλεῖ νὰ κάνῃ αὐτὸ τό «κάτι παραπάνω», ποὺ τοῦ λείπει, λέγοντάς του: «πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξῃς θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (ὅ. π., 20-22).
Λέτε νὰ μὴν γνώριζε ὁ Κύριος τὸ πάθος τοῦ συγκεκριμένου νέου; Ἀσφαλῶς καὶ τὸ γνώριζε, ἀφοῦ Ἐκεῖνος «ἐτάζει νεφροὺς καὶ καρδίας». Γνώριζε ὅτι ὁ νέος εἶναι προσκολλημένος στὰ πολλὰ ἀγαθά του καὶ δυσκολευόταν νὰ τὰ ἀποχωριστῇ, παρὰ τὸν κατὰ τ’ ἄλλα ἠθικὸ καὶ καθ’ ὅλα ἀνεπίληπτο βίο του. Εἶχε, δυστυχῶς, ὁ νέος αὐτὸς τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, «ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία» (Κολοσ., γ’ 5), γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν προκαλεῖ νὰ ἀποδεσμευτῇ ἀπὸ αὐτό, μὲ τὸ νὰ τοῦ ζητάῃ ὄχι ἁπλῶς νὰ δώσῃ -διότι μπορεῖ νὰ ἔκανε τὶς τυπικὲς ἐλεημοσύνες- ἀλλὰ νὰ πωλήσῃ «πάντα ὅσα ἔχει» καὶ νὰ τὰ διαθέσῃ ὄχι ὁπουδήποτε, σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους, ἀλλὰ σὲ πτωχούς. Γνωρίζει, βεβαίως, ὁ Κύριος, ὡς καλὸς ψυχογνώστης, ὅτι ὅσες ἀρετὲς καὶ ἐὰν διαθέτει κάποιος, καὶ ἕνα πάθος μόνον νὰ ἔχῃ, χρειάζεται, γιὰ νὰ λειτουργήσουν οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές του, νὰ τὸ ξερριζώσῃ παντελῶς, νὰ κάνῃ δραστική, καθολικὴ ἀπεξάρτηση.
Ἀκοῦμε συχνά, ἀνάμεσά μας, πολλοὺς χριστιανούς, ποὺ προσπαθοῦν καὶ ἀγωνίζονται πνευματικὰ μὲ φιλοτιμία, ὅπως ὁ παραπάνω νέος, νὰ λένε συχνά: «Ἔλα, μωρέ, μιὰ ἀγάπη ἔχω καὶ ἐγώ: τὸ φαγητό, τὸ κρασί, κ.λπ. Δὲν βαριέσαι!» Ὁ Κύριος μᾶς ἀπαντάει ξεκάθαρα: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον…» (ὅ.π., 22)﮲ ὅλα χρειάζεται νὰ τὰ «πουλήσῃς», χρήματα, κτήματα, πάθη, περιττὲς μέριμνες, ἐὰν θέλῃς νὰ ἀπολαύσῃς ὁλοκληρωτικὰ τὴν Βασιλεία μου. Αὐτὸ τὸ λέει ὁ Κύριός μας, ὄχι διότι ἐπιθυμεῖ ὁ Ἴδιος κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἐξ ἄλλου λέει «διάδος πτωχοῖς», ἀλλὰ διότι γνωρίζει ὅτι τὰ πάθη μας εἶναι ἐγωϊστικὰ καὶ μᾶς θέλουν κατ’ ἀποκλειστικότητα. Ἐὰν δοθοῦμε σὲ ἕνα, ὅσο μικρὸ καὶ ἀσήμαντο νὰ εἶναι, αὐτὸ θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ σὲ κάποιο ἄλλο, κ.ο.κ. Γι’ αὐτὸ ὁ λαὸς λέει μὲ νόημα ὅτι ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος δὲν θέλει μόνον ἕνα δακτυλάκι. Τὰ πάντα τεχνάζεται καὶ χρησιμοποιεῖ, κυρίως τὶς μικρές μας «ἀδυναμίες», γιὰ νὰ μᾶς κερδίσῃ ὁλόκληρους, στὴν οὐσία, γιὰ νὰ μᾶς ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Κύριος, μὲ τὸ «πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον» ἀποκαλύπτει μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ νέου τὴν ἀδυναμία του, τὶς ὑλικές του δεσμεύσεις, τὴν ὑπερβολική του ἀγάπη γιὰ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά του, καὶ συγχρόνως φανερώνει καὶ σὲ μᾶς τοὺς ὑπολοίπους πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δυσκολία νὰ ἀποδεσμευτοῦμε ἀπὸ τὶς κάθε λογῆς δεσμεύσεις μας, ὅσο καὶ ἐὰν καυχώμαστε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ νέος, ὅτι τηροῦμε τίς «ἐντολές» Του.
Ἀλλὰ ποιά εἶναι ἡ κορυφαία «καινή» ἐντολή Του; Μία καὶ μόνη: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου (…) καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (Ματθ., κβ’ 37-39, Μάρκ., ιβ’ 30-31, Λουκ., ι’ 27). Αὐτὴν τὴν ἀκολουθοῦμε; Καὶ ἐὰν ὅλες τὶς ἄλλες, ὅπως λέμε, τηροῦμε, παραβαίνομε ὅμως τὴν βασική Του ἐντολή, εἶναι σὰν νὰ τὶς καταργοῦμε ὅλες. Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, «ὅστις ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσει δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων αἴτιος» (Ἰάκ., β’ 10). Καὶ τότε «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος.» (ὅ. π., 13)
Αὐτὴν τὴν διπλῆ ἀγαπητικὴ προτροπὴ τοῦ Κυρίου ἀκολούθησαν ὅλοι μας οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν φιλόθεοι καὶ φιλόπτωχοι, δηλαδὴ φιλάδελφοι -φιλάνθρωπος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ποὺ θὰ ἑορτάσωμε στὶς 26 τοῦ μηνός, ἂν καὶ ὑπῆρξε καὶ αὐτὸς ἄρχων, ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου, ὅμως ἀνέθεσε τὸν ἑαυτό του «ἐκ νεότητος» στὸν Κύριο καὶ Τὸν ἀγάπησε τόσο, ὥστε, γιὰ νὰ τοῦ ἀφιερωθῆ ἐξ ὁλοκλήρου. Γι’ αὐτό, δὲν δίστασε νὰ πωλήσῃ στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναγκεμένους ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, ὥστε νὰ μὴν ἔχῃ καμμία δέσμευση καὶ καμμία περισσὴ μέριμνα γιὰ τὸν κόσμο τοῦτο. Ἔτσι, κέρδισε ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύῃ καὶ νὰ προστατεύῃ τὰ παιδιά, ποὺ τόσο ἀγάπησε ὁ Κύριος καὶ τὰ ὁποῖα μᾶς κάλεσε νὰ μιμηθοῦμε στὴν ἁπλότητα καὶ στὴν ἄδολη ἀγάπη, ἐὰν θέλωμε καὶ ἐμεῖς νὰ κερδίσωμε τὴν Βασιλεία Του (Λουκ., ιη’ 15-17).
Ἂς γίνωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς παιδιὰ γιὰ τὴν ἀγάπη Του καὶ ἂς ἐφαρμόσωμε στὴν πράξη ὅ τι δυσκολευόταν νὰ κάνῃ ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ ἀγαπήσωμε τόσο πολὺ τὸν Θεό, «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» μας, καὶ τὸν ἀδελφό μας ὡς τὸν ἑαυτό μας (ὅ. π., ι’ 27), ὥστε νὰ θελήσωμε γιὰ χάρη τῆς μεγάλης μας ἀγάπης, νὰ θυσιάσωμε τὶς μικρὲς ἁμαρτωλές μας ἀγάπες, πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία. Ἀμήν! Γένοιτο!