Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ὁ εὐφημισμὸς τῆς ἡμέρας
Πτωχὸς στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ζαρώνει ἀπὸ τὸν φόβο του, ὁ ἐπαίτης, ὁ ζητιάνος. Ἔχει σχηματιστῆ ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ ρήματος πτήσσω «φοβίζω, μαζεύομαι, ζαρώνω». Εὔστοχα οἱ Liddel & Scott ἐπισημαίνουν «ἀλλ’ ἡ λέξις, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πένης, εἶχεν ἀείποτε κακὴν σημασίαν μέχρις οὗ ἀνυψώθη αὕτη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἐν τῇ καινῇ Διαθήκῃ, μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´, 3). Ὁ πένης εἶναι ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, ἄνθρωπος τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ εὔπορος, ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται ὑπεράνω τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553». Ἄρα ὁ πένης μπορεῖ νὰ κοπιάζῃ γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ δὲν εἶναι παντελῶς ἄπορος, ὅπως ὁ πτωχός.
Δείτε ΕΔΩ όλα τα σχετικά άρθρα της Γωνιάς της Γλώσσας