Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη
Ἡ λεξη τῆς ἡμέρας
Διαλάμπω = κατέχω ξεχωριστὴ θέση καὶ συνεκδοχικὰ εἶμαι διακεκριμένος
Παραδείγματα:
Ἡ Δήμητρα ἦταν μιὰ διαλάμπουσα δύναμη στὸν χῶρο τῆς γλωσσικῆς ἐπιστήμης.
Τὰ ἀδέλφιά του διέλαμψαν στὶς ἐπιστῆμες.
Οἱ ἐν Κύπρῳ, οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἐν Κρήτῃ διαλάμψαντες Ἅγιοι.
Ὁ κ. Ἠσαΐας ἐκλέχτηκε στὴν πάλαι ποτὲ διαλάμψασα Μητρόπολη Λύστρων.
Δείτε ΕΔΩ όλα τα σχετικά άρθρα της Γωνιάς της Γλώσσας