Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: ” Μέ καίει ἡ ταπείνωση” “Προσφέρω ὅ,τι μπορῶ””Ὁ δι­ά­βο­λος μοῦ ἔ­σπα­σε τό χέ­ρι””Ἀν­τέ­χω τό­σο ξύ­λο;”

λ΄. «Μέ καίει ἡ ταπείνωση»

     Θά πή­γαι­να στό ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ Ὁ­σί­ου Δαυ­ΐδ μι­σή ὥ­ρα ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι. Καί μοῦ ᾽λε­γε ὁ δαί­μων: “Ποῦ θά μοῦ πᾶς, βρέ Ἰ­ά­κω­βε, στό ἀ-­σκη­τή­ριο τοῦ Δαυ­ΐδ; Θά σέ θα­να­τώ­σω, δέν θά γυ­ρί­σης. (Ἀλλά) δέν μπο­ρῶ νά σοῦ κά­νω τί­πο­τε. (Προσπαθῶ) νά σέ ρί­ξω σέ μιά σο­βα­ρή ἁ­μαρ­τί­α, νά σέ πε­θά­νω, ἀλ­λά δέν μπο­ρῶ, δι­ό­τι ἔ­χεις τα­πεί­νω­ση. Καί ἡ τα­πεί­νω­σις μέ καί­ει. Ἡ τα­πεί­νω­σις καί ἡ πί­στις στόν Χρι­στό”.

»Με­τά τό Πά­σχα ἀ­νέ­βη­κα πά­νω στό βου­νό ἐ­κεῖ ψη­λά πού ἔ­χου­με τό νε­ρό, καί ἔ­χει ἕ­ναν Σταυ­ρό καί ἔ­λε­γα τό “Ἀ­να­στή­τω ὁ Θε­ός”, τό “Ἀ­να­στά­σε­ως ἡ­μέ­ρα”, τό “Χρι­στός Ἀ­νέ­στη”. Καί φώ­να­ξα με­τά: “Δαῖ­μον, δαῖ­μον, εἶ­πες ὅ­τι ὅ­ταν θά πά­ω στό ἀ­σκη­τή­ριο θά μέ σκο­τώ­σης, ἔ­λα ἐ­δῶ ὅ­ταν θέ­λης, ἔ­λα νά μέ σκο­τώ­σης στόν βρά­χο πά­νω βρί­σκο­μαι, στά βου­νά. Ἔ­λα, τοῦ λέ­ω, ἅ­μα σέ βα­στά­η, ἔ­λα”. Καί ἔ­λε­γα “Ἀ­να­στά­σε­ως ἡ­μέ­ρα λαμ­πρυν­θῶ­μεν λα­οί”. Ποῦ νά πλη­σιά­ση! Γι᾽ αὐ­τό, παι­διά μου, πάν­τα νά προ­σεύ­χε­σθε, μά εἴ­τε τρώ­γετε, εἴ­τε πί­νετε, εἴ­τε ὁ­,τι­δήποτε (κά­νε­τε), νά προ­σεύ­χε­σθε, για­τί ὅ­ταν κά­νω­με προσευ­χή, δέν μπο­ρεῖ νά μπῆ ὁ δι­ά­βο­λος. Μοῦ ᾽λεγε ἡ μάν­να μου ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρό παι­δί: “Ἄ­κου­σε, παι­δά­κι μου, ὅ­ποι­ος κά­νη τόν σταυ­ρό του, λόγχη ἔ­χει στό πλευ­ρό του”».

λα΄. «Προσφέρω ὅ,τι μπορῶ»

     Ήρ­θα ἐ­δῶ στό Μο­να­στή­ρι ὄ­χι γι­ά νά ὑ­ψη­λοφρο­νῶ. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός μας πού εἶ­ναι Θε­ὸς, ταπει­νώ­θη­κε πι­ό κά­τω κι ἀ­πό τόν τε­λευ­ταῖ­ο ἄν­θρω­πο. Δέν ξέ­ρω ψαλ­μω­δί­ες. Προ­σευ­χή μό­νο (κά­νω) μέ­σ᾽ ἀ­πό τήν καρ­διά μου αὐ­θόρ­μη­τα, μέ πί­στη. Πα­ρα­κα­λῶ τόν Ὅ­σιο: ”Ὅ­σι­έ μου, ὅ­ποι­οι πα­τοῦν τό πό­δι στήν Μο­νή μας, νά τούς δί­νης τό αἴ­τη­μά του­ς”. Ἔ­χω χα­ρά πού ὁ Θε­ός μέ ἔ­τα­ξε ἐ­δῶ, νά προ­σφέ­ρω ὅ,τι μπο­ρῶ στούς ἀ­δελ­φούς μου. Ἕ­να λό­γο ἐ­νισχυτι­κό, τά πνευ­μα­τι­κά, δη­λα­δή τήν προ­σευ­χή, τήν Λειτουρ­γί­α μας, τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τήν δι­α­κο­νί­α. Ὁ Κύ­ριος μοῦ τά δί­νει ἑ­κα­τον­τα­πλά­σια».

λβ΄. «Ὁ δι­ά­βο­λος μοῦ ἔ­σπα­σε τό χέ­ρι»

     Ο δι­ά­βο­λος δέν θέ­λει τήν προ­σευ­χή. Ἐ­μέ­να μοῦ ᾽σπα­σε τό χέ­ρι, γι­ά νά μήν κά­νω τόν σταυ­ρό μου. Ὁ Σταυ­ρός τόν καί­ει. Τό δαι­μό­νι­ο (κάπο­­τε) φώ­να­ζε: ”Βγάλε αὐ­τό τό μέ­ταλ­λο (δηλαδή τόν Σταυρό). Αὐ­τό μέ καί­ει­”. Ὁ δι­ά­βο­λος συ­νε­χῶς πει­ρά­ζει. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ δου­λει­ά του. Τούς Ἁ­γί­ους πεί­ρα­ζε. Πό­σα καί πό­σα τράβη­ξαν ἀ­π᾽ αὐ­τόν!».

λγ΄. «Ἀν­τέ­χω τό­σο ξύ­λο;»

     Πά­τερ μου, ἐ­κεῖ πού πά­ω τό βρά­δυ στό κελ­λί μου  νά κά­νω τόν κα­νό­να μου, ἔρ­χον­ται αὐ­τοί οἱ πο­νη­ροί⋅ τί τρα­βά­ω ὅ­λη τήν νύχ­τα δέν πε­ρι­γρά­φε­ται μέ λό­γι­α! Εἶ­ναι, πά­τερ μου, 5–6 μα­ζί καί μέ τρα­βᾶ­νε ἀ­π᾽ τά πό­δι­α, μέ χτυ­πᾶ­νε μπου­νι­ές μέ κά­τι μαλ­λι­α­ρά χέ­ρι­α, μέ ἄ­σχη­μα πρό­σω­πα, μέ πό­δι­α σάν κατ­σί­κι­α καί βρω­μᾶ­νε πο­λύ. Ἀν­τέ­χω ἐ­γώ, πά­τερ μου, τό­σο ξύ­λο πού μοῦ ρί­χνουν αὐ­τοί κά­θε βρά­δυ; Ἐ­γώ εἶ­μαι μι­σός ἄν­θρω­πος, ἔ­χω κά­νει τό­σες ἐ­πεμ­βά­σεις, τό­σα χει­ρουρ­γεῖ­α! Ἄν, πά­τερ μου, τούς δεῖ κά­ποι­ος πού δέν ξέ­ρει γι­ά πρώ­τη φο­ρά, μπο­ρεῖ καί νά πε­θά­νη, τό­σο κα­κοί καί ἀ­παί­σι­οι πού εἶ­ναι! Ἀλ­λά γι­ά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μας θά τά ὑ­πο­μεί­νω­με ὅ­λα».

κε΄. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 48-51
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις