Erica Komisar, ψυχοθεραπεύτρια, κοινωνική λειτουργός και σύμβουλος γονέων
Παιδιά αγχωμένα, καταθλιπτικά, αναποφάσιστα, αντιδραστικά, αποπροσανατολισμένα. Παιδιά που έλαβαν «υλικά» αλλά δεν έχουν κουράγιο να προχωρήσουν, παιδιά με ψυχιατρικές διαγνώσεις. Τί φταίει με τα παιδιά; Μήπως όμως οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στα παιδιά, αλλά σε εμάς, τους γονείς και στην ανατροφή που δώσαμε ή δίνουμε ακόμα; Στις επιλογές μας σε συγκεκριμένες φάσεις της παιδικής τους ζωής; Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε για να επανορθώσουμε αλλά και να διεκδικήσουμε το καλύτερο τόσο από την πολιτεία όσο και από την κοινωνία.
Η Erica Komisar είναι κλινική κοινωνική λειτουργός, ψυχαναλύτρια, ψυχοθεραπεύτρια, σύμβουλος ψυχικής υγείας, συγγραφέας και ειδική στην καθοδήγηση γονέων, με ιδιωτική εμπειρία για πάνω από 30 χρόνια στη Νέα Υόρκη. Με αφορμή την «επιδημία» ψυχιατρικών παθήσεων και διαταραχών συμπεριφοράς των παιδιών και εφήβων, μίλησε στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 2023, με θέμα τις προϋποθέσεις ανατροφής που διαμορφώνουν προσωπικότητες σταθερές και ικανές να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα απρόοπτα της ζωής. Παραθέτουμε τα κύρια σημεία της ομιλίας της όπως η ίδια τα συνόψισε σε σχετικό άρθρο.
«Τα αίτια της εξάπλωσης των ψυχικών ασθενειών στα παιδιά και τους εφήβους είναι πολλά και πολύπλοκα. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί;» συνθέτει ένα παζλ με πολλά κομμάτια και πολλούς παίκτες. Υπάρχει από κάποιους η άποψη ότι τα παιδιά μας είναι καταδικασμένα και ότι όλα έχουν χαθεί, αλλά ως κοινωνική λειτουργός, ψυχαναλύτρια και συγγραφέας βιβλίων καθοδήγησης γονέων, έχω μια πιο ελπιδοφόρο άποψη. Μίλησα πρόσφατα στο συνέδριο “The Alliance For Responsible Citizenship” (ARC) στο Λονδίνο με θέμα αυτό το ελπιδοφόρο σενάριο, που όμως απαιτεί από κάθε παίκτη στην κοινωνία να ανταποκριθεί στη πρόκληση να ανατραπεί η υπάρχουσα κρίσης ψυχικής υγείας των νέων.
Προτού όμως κινητοποιηθούμε για να λύσουμε το πρόβλημα, πρέπει να κατανοήσουμε την προέλευσή του. Δημοσίευσα μια μελέτη που περιγράφει τόσο την προέλευση όσο και τις λύσεις του προβλήματος και θα συνοψίσω αυτήν την εργασία μου σε στο παρακάτω άρθρο.
Τα παιδιά δεν γεννιούνται ανθεκτικά. Γεννιούνται νευρολογικά και συναισθηματικά εύθραυστα και έχουν αυξημένες απαιτήσεις αν θέλουμε να γίνουν ψυχικά υγιείς και υπεύθυνοι ενήλικες. Η ηλικία από 0-3 ετών είναι μια κρίσιμη περίοδος ανάπτυξης του εγκεφάλου, όπου τα παιδιά χρειάζονται να αποκτήσουν βαθιά αίσθηση της «ασφάλειας προσκόλλησης (attachment)», που αποτελεί το θεμέλιο για τη μελλοντική ψυχική υγεία τους. Οι μητέρες επιτυγχάνουν αυτή τη μια μοναδική βιολογική αποστολή σε αυτή την περίοδο. Μέσω της φυσικής και συναισθηματικής τους παρουσίας, ισορροπούν τα συναισθήματα των βρεφών ανά πάσα στιγμή, ηρεμώντας τα όταν βρίσκονται σε στενοχώρια, προστατεύοντάς τα από το στρες που μπορεί να γίνει τοξικό για τον εγκέφαλο του μωρού, δημιουργώντας την αίσθηση γαλήνης και ασφάλειας που πρέπει να έχει ένα παιδί για τον κόσμο. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, μόνο μετά την ηλικία των τριών ετών το παιδί έχει εγκατεστημένη την αίσθηση της ασφάλειας που θα το βοηθήσει να αντιμετωπίσει το άγχος στο μέλλον.
Το δεύτερο κρίσιμο παράθυρο ανάπτυξης του παιδιού είναι η ηλικία 9-25 ετών ή η εφηβεία, όπου τα παιδιά χρειάζονται και πάλι τους γονείς τους να τα βοηθήσουν να ρυθμίσουν και να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους και τις εμπειρίες τους, καθώς μεταπίπτουν από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Όσο περισσότερο τόσο καλύτερα. Όσο περισσότερο μπορούν οι γονείς να είναι εκεί, παρόντες σωματικά και συναισθηματικά, στις ηλικίες 0-3, και 9-25 ετών, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα τα παιδιά τους να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες του μέλλοντος.
Τα παιδιά χρειάζονται ψυχικά υγιείς γονείς, που να έχουν αυτογνωσία, ευαισθησία και ενσυναίσθηση, να μπορούν να ρυθμίζουν τα δικά τους συναισθήματα, να είναι ανθεκτικοί στο άγχος, γονείς που να μην αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους ως «το πρόβλημα». Η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή μπορούν να μεταδοθούν γενετικά αλλά και το άγχος, η κατάθλιψη και η ΔΕΠΥ μπορούν να μεταβιβαστούν επίσης από γενεά σε γενεά και μέσω της κληρονομικότητας επίκτητων χαρακτηριστικών. Αυτό σημαίνει ότι γονείς που δεν έχουν αντιμετωπίσει ούτε έχουν επιλύσει τις δικές τους απώλειες και τραύματα του παρελθόντος, συχνά μεταβιβάζουν ψυχικές ασθένειες στα παιδιά τους. Είναι σημαντικό οι γονείς να αναλάβουν την δική τους ευθύνη για τον ρόλο που έπαιξαν στην ψυχική υγεία των παιδιών τους.
Τα παιδιά χρειάζονται σταθερότητα και να αισθάνονται μέλη μιας ομάδας. Αν και δεν έχουν όλα τα παιδιά την ιδανική οικογένεια των δύο αγαπημένων παντρεμένων γονιών τους, πρέπει όμως να μπορούμε να μιλούμε για αυτήν την ιδανική μορφή οικογένειας, ώστε να βρίσκουμε τρόπους να κάνουμε το «λιγότερο από το ιδανικό» καλύτερο. Η διευρυμένη οικογένεια, η εκκλησία με τους ανθρώπους της, η ενορία, είναι υποστηρικτικές για την ψυχική υγεία των παιδιών και αυτή η στήριξη είναι ακόμη ποιο σημαντική για τα παιδιά που μεγαλώσουν με μια «εναλλακτική» οικογενειακή δομή.
Τα παιδιά πρέπει να ζουν μια παιδική ηλικία όπου η τεχνολογία είναι υπό έλεγχο. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ερευνών σχετικά με τον αρνητικό αντίκτυπο των smartphone, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των βιντεοπαιχνιδιών στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο. Όλα τα παραπάνω, διεγείρουν τα κέντρα ευχαρίστησης του εγκεφάλου με τέτοιο τρόπο που μπορούν εύκολα να τα οδηγήσουν σε εθισμό. Καλλιεργούν μια κουλτούρα τελειότητας και σύγκρισης και δημιουργούν περισσότερες εικονικές φιλίες παρά πραγματικές, σε μια εποχή που τα παιδιά χρειάζονται πραγματικές σχέσεις.
Ποιες είναι οι Λύσεις;
Για να ανατραπεί η επιδημία της ψυχικής νόσου στους νέους μας απαιτεί όλοι να αναλάβουμε δράση. Όλοι έχουμε να διεκπεραιώσουμε μια σημαντική αποστολή σε αυτή τη κινητοποίηση. Κυρίως οι γονείς, αλλά και οι τοπικές κοινωνίες, οι εκπαιδευτικοί, οι υπεύθυνοι υγείας, οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις.
Οι γονείς έχουν το σημαντικότερο ρόλο στη ψυχική υγεία των παιδιών τους και φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για εκείνα. Οι γονείς οφείλουν να αναζητούν κατευθύνσεις από θεραπευτές ψυχικής υγείας, ειδικούς στην συμβουλευτική γονέων και τους υπεύθυνους για την θρησκευτική καθοδήγηση τη δική τους και των παιδιών τους. Ωστόσο οφείλουν καταρχήν να κάνουν οι ίδιοι καλύτερες επιλογές ζωής και να προχωρούν στις απαραίτητες θυσίες ώστε να μεγαλώνουν εκείνοι τα δικά τους παιδιά δίνοντας προτεραιότητα στον χρόνο που αφιερώνουν σε εκείνα, και δευτερευόντως να βασίζονται στην ευρύτερη οικογένεια, σε περιστασιακούς βοηθούς ή άλλες «εναλλακτικές» φιγούρες παροχής συναισθηματικής ασφάλειας.
Η χειρότερη «κατάλληλη» επιλογή για τα μικρά παιδιά είναι η ημερήσια φροντίδα σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, και ο λόγος είναι πως σύμφωνα με έρευνες, αυξάνει τα επίπεδα των ορμονών του στρες και οδηγεί σε επιθετικότητα, προβλήματα συμπεριφοράς και άγχος, που εκδηλώνονται όταν τα παιδιά φτάσουν στη σχολική ηλικία. Δεν υπάρχει λόγος «να ζητούμε κατόπιν τα ρέστα», εσείς ως γονείς οφείλεται να προνοήσετε για το δικό σας σπίτι ακόμη πριν κάνετε παιδιά και να κάνετε επιλογές που δίνουν προτεραιότητα στην ευημερία των παιδιών σας και όχι στις προσωπικές και στις υλικές σας επιθυμίες.
Βοηθητικές ομάδες στήριξης γονέων, οργανωμένες γύρω από την ενορία ή σε συμβουλευτικά κέντρα της κοινότητας, μπορούν επίσης να παίξουν ένα ρόλο παρέχοντας οδηγίες με προσιτό και οικονομικό τρόπο, για βελτίωση της ψυχικής υγείας και υποστήριξη του γονεϊκού ρόλου. Αυτές οι συμβουλευτικές υπηρεσίες μπορούν να βοηθήσουν τους γονείς να κατανοήσουν τις βαθύτερες αιτίες των συμπτωμάτων και της συμπεριφοράς των παιδιών, και όχι απλά να τις κατονομάζουν, δίνοντας ιατρικά ονόματα και φάρμακα που απλά δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερο άγχος. Μόνο μέσα από τη συμπάθεια και τη κατανόηση της συμπεριφοράς ενός παιδιού μπορεί να υπάρξει μια πραγματική αλλαγή.
Τα σχολεία μπορούν και αυτά να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, όταν στην πρώτη ηλικία των παιδιών εργαστούν σωστά εστιάζοντας στην κοινωνικο-συναισθηματική τους ανάπτυξη και όχι στη γνωστική μάθηση. Η έρευνα δείχνει ότι η κοινωνική-συναισθηματική μάθηση ή η βιωματική μάθηση με βάση το παιχνίδι, ανοίγουν το δρόμο για τη βιώσιμη γνωστική μάθηση αργότερα. Τα παιδιά που αναγκάζονται να μάθουν αριθμούς και γράμματα πολύ νωρίς, συχνά αργότερα έχουν δυσκολίες να διαχειριστούν τις απογοητεύσεις και αργότερα στην εκπαίδευσή τους εκδηλώνουν συναισθηματική αστάθεια.
Τα σχολεία θα μπορούσαν ακόμη να μειώσουν την ακαδημαϊκή πίεση στα παιδιά στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, επαναπροσδιορίζοντας την σχολική επιτυχία για να περιλαμβάνει και την «αγάπη για τη μάθηση και τον αυτοσεβασμό», υποστηρίζοντας συγχρόνως τα υπόλοιπα δυνατά σημεία των παιδιών και όχι μόνο τους βαθμούς. Και επίσης μπορούν να αναλάβουν τους μαθητές οι οποίοι εντός και εκτός σχολικού χώρου παραβιάζουν τον κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, που απαιτεί να μην υπάρχει σχολικός εκφοβισμός και να γίνεται μόνο η σκόπιμη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Οι υπεύθυνοι υγειονομικής περίθαλψης, ιδιαίτερα οι παιδίατροι, είναι η πρώτη γραμμή άμυνας για μια οικογένεια που περνά κρίση. Θα πρέπει να σταματήσουν να χαρακτηρίζουν τα παιδιά ως «το πρόβλημα» και ακόμη να σταματήσουν να δίνουν φάρμακα βάζοντας ιατρικές ταμπέλες στα συμπτώματα της αγωνίας των παιδιών. Αντίθετα, οφείλουν να βοηθήσουν τους γονείς να κατανοήσουν ότι στη ρίζα των ψυχικών διαταραχών των παιδιών βρίσκονται οι ίδιοι οι γονείς και τα δυναμικά που υπάρχουν στην οικογένεια. Μπορούν να κάνουν τις κατάλληλες παραπομπές σε ψυχοδυναμικούς θεραπευτές και θεραπευτές παιχνιδιού που μπορούν και φτάνουν στις βασικές αιτίες των συμπτωμάτων αντί σε ψυχιάτρους και φάρμακα, οι οποίοι θα πρέπει να είναι η έσχατη λύση. Τέλος, οι παιδίατροι μπορούν να εκπαιδεύσουν τους γονείς σχετικά με τη σημασία του θηλασμού, την αναγκαιότητα της σωματικής και συναισθηματικής παρουσίας τους κατά την ηλικία των 0-3 ετών, την σημασία δημιουργίας της «ασφάλειας της προσκόλλησης (attachment)» και τους κινδύνους της ημερήσιας φροντίδας σε ιδρύματα.
Οι εργοδότες μπορούν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο δίνοντας στους γονείς τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζονται για να είναι παρόντες για τα παιδιά τους αλλά και να επενδύσουν στη δική τους ψυχική υγεία. Η παροχή γονικής άδειας ενός έτους επί πληρωμή στους υπαλλήλους που είναι κυρίως υπεύθυνοι για την attachment, (τις μητέρες), η προσαρμογή των προγραμμάτων και των κανόνων εργασίας ώστε να υπάρχει δυνατότητα για μερική απασχόληση στα επόμενα δύο χρόνια και η παροχή της επιλογής ευέλικτου ωραρίου και άλλων υβριδικών ρυθμίσεων εργασίας είναι μεγίστης σημασίας, όπως και η δημιουργία μιας εταιρικής κουλτούρας όπου οι εργαζόμενοι θα παίρνουν την άδεια μετ’ αποδοχών και δε θα φοβούνται ότι αυτή θα υποβαθμίσει τη σταδιοδρομία τους μακροπρόθεσμα. Τέλος, να ενθαρρύνεται η διακοπή της εργασίας στους γονείς που μεγαλώνουν παιδιά, με εξασφάλιση δυνατότητας επιστροφής αργότερα, καθώς και ο καθορισμός χρονικών σημείων επανεισόδου στην εργασία, για τις γυναίκες που επιλέγουν να κάνουν μεγαλύτερα διαλείμματα μετά την απόκτηση παιδιών.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να υποστηρίξουν οικονομικά εκείνες τους γονείς που φροντίζουν το νεογέννητό τους ώστε να δημιουργήσουν το βασικό συναισθηματικό δεσμό, όταν δεν διατίθενται οι οικονομικοί πόροι από τους εργοδότες τους. Όλες οι μητέρες θα πρέπει να έχουν την επιλογή να μείνουν στο σπίτι για ένα ολόκληρο έτος και να υποστηρίζονται οικονομικά ώστε να μπορούν για άλλα δύο χρόνια να εργάζονται με μερική απασχόληση, έως ότου τα παιδιά τους ξεφύγουν από το παράθυρο 0-3, επειδή το κόστος της παραμέλησης των οικογενειών θα αποβεί πολύ μεγαλύτερο μακροπρόθεσμα.
Θα μπορούσαν ακόμη να παρασχεθούν στις οικογένειες χρήματα για να τα χρησιμοποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο εξυπηρετεί καλύτερα την οικογένεια αντί για τη παροχή δωρεάν ιδρυματικής κρατικής εξυπηρέτησης (κρατικοί βρεφονηπιακοί σταθμοί). Αυτά τα επιδόματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τις μητέρες για να μείνουν στο σπίτι, να πληρώσουν ένα μέλος της οικογένειας ή ακόμη να πληρώσουν μια νταντά για να τις βοηθήσει στην ανατροφή. Οι οικογένειες με έγγαμους δύο γονείς, θα πρέπει να υποστηρίζονται μέσω φορολογικών απαλλαγών και κινήτρων για την ανατροφή των παιδιών τους, ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην οικογενειακή σταθερότητα. Οι κυβερνήσεις μπορούν να καταστήσουν τους εργοδότες υπεύθυνους σχετικά με τις πολιτικές γονικής άδειας που εφαρμόζουν, και να ορίσουν την ελάχιστη άδεια που θα διασφαλίζει ότι τα παιδιά θα αποκτήσουν την αίσθηση της βασικής ασφάλειας που αναμένεται να λάβουν από τους γονείς τους.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις μπορούν να προστατεύσουν τα παιδιά από την έκθεση σε ουσίες και από το σεξουαλικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο που θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική τους υγεία και ευημερία. Έχουν τη δυνατότητα να βάλουν αυστηρότερους κανονισμούς σχετικά με τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών και του αλκοόλ, όπως και στο διαδικτυακό και έντυπο υλικό που διαφημίζει τη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ. Τα νόμιμα ψυχιατρικά φάρμακα συνταγογραφούνται υπερβολικά και οι κυβερνήσεις μπορούν να παίξουν ρόλο στον περιορισμό και τη ρύθμιση αυτής της κατάχρησης. Τέλος, οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας προσιτές και προσβάσιμες σε όλους όσους δεν διαθέτουν επαρκείς οικονομικούς πόρους.
Ολοκληρώνοντας, μόνο αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και κοιτάζοντάς το «στο πρόσωπο» έχουμε την ευκαιρία να το αντιμετωπίσουμε ή και να καταφέρουμε κάποια αλλαγή. Όταν αποφεύγουμε τον πόνο στο παρόν, προκαλούμε περισσότερο πόνο στο μέλλον για την κοινωνία. Μπορούμε να αντιστρέψουμε το αφήγημα ότι τα παιδιά μας είναι καταδικασμένα για τις επόμενες γενιές να έχουν ψυχικές ασθένειες και συναισθηματική ευθραυστότητα, αλλά αυτό θα απαιτήσει να εργαστούμε όλοι μαζί και να αναλάβουμε την ευθύνη του ρόλου μας για τη δημιουργία ενός φωτεινότερου μέλλοντος για εκείνα. Ο στόχος της ανατροφής υγιών ανθεκτικών παιδιών είναι υπερκοματικός, απολιτικός, ενωτικός και είναι εφικτός και προσιτός εάν εργαστούμε μαζί προς τον κοινό στόχο»
Πηγές:
1. https://ifstudies.org/blog/raising-resilient-children
2. https://www.youtube.com/watch?v=BHAO4wYGVsQ