Ανησυχητικά σημάδια: Σκέψεις για την αντιθρησκευτική προκατάληψη του ΔΕΕ στη νομολογία περί της θρησκευτικής ελευθερίας

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) γίνεται όχημα αντιθρησκευτικότητας. Παρόλο που το ΔΕΕ ξεκίνησε ως δικαστήριο που αποφάσιζε πρωτίστως για τα οικονομικά δικαιώματα μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το 2017 άρχισε να μπαίνει σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας[1]. Μέχρι στιγμής, το Δικαστήριο έχει ασχοληθεί με θέματα όπως η απαγόρευση της θρησκευτικής ενδυμασίας στο χώρο εργασίας[2], η τελετουργική σφαγή[3], οι θρησκευτικές διακρίσεις στις πολιτικές προσλήψεων και απολύσεων[4] και φορολογικές απαλλαγές για θρησκευτικά κτίρια[5], για να αναφέρουμε μερικά. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, έχει αναπτυχθεί ένα συνεχές μοτίβο προώθησης ενός συγκεκριμένου οράματος “ουδετερότητας” στον χώρο εργασίας και υπονόμευσης των προνομίων που κάποτε κατείχαν οι θρησκευτικές ομάδες. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ γίνονται αμέσως δεσμευτικό δίκαιο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, η ανάπτυξη της νομολογίας του είναι υψίστης σημασίας για όσους επιθυμούν να διαφυλάξουν τις θρησκευτικές ελευθερίες στην Ευρώπη[6]. Αυτό το άρθρο διερευνά δύο πτυχές της νομολογίας του ΔΕΕ που προξενούν λόγους ανησυχίας για το μέλλον της θρησκευτικής ελευθερίας στην ήπειρο: την αρχή της “ουδετερότητας” και τη μείωση των θρησκευτικών προνομίων. Αυτές οι πτυχές θα διερευνηθούν μέσα από μια σειρά υποθέσεων, οι οποίες μαζί δίνουν μια δυνητικά ανησυχητική εικόνα για το μέλλον της θρησκευτικής ελευθερίας, εάν το Δικαστήριο συνεχίσει στον ίδιο δρόμο.

 

Ουδετερότητα ή μεροληψία; Μια σειρά από υποθέσεις με μαντίλες

Από το 2010 έως τα μέσα του 2016, υπολογίζεται ότι 3,6 εκατομμύρια μουσουλμάνοι μετανάστευσαν στην Ευρώπη, πολλοί από τους οποίους εισήλθαν στο εργατικό δυναμικό.[7] Με την αυξανόμενη παρουσία των ισλαμικών μαντίλων -ένα αντικειμενικά εμφανές θρησκευτικό σύμβολο- στον χώρο εργασίας, οι εταιρείες άρχισαν να επανεκτιμούν τις πολιτικές τους περί ουδετερότητας. Κατά συνέπεια, το 2017, το ΔΕΕ έσπασε τη σιωπή του για τη θρησκευτική ελευθερία όταν οι υποθέσεις Achbita κατά G4S Secure Sols. και Bougnaoui κατά Micropole SA εισήλθαν στο Μείζον Τμήμα του.[8] Αυτές οι περιπτώσεις αφορούσαν μουσουλμάνες που φορούσαν μαντίλα στον χώρο εργασίας.[9] Μετά την Achbita και τη Micropole, το Δικαστήριο αποφάσισε για άλλες τρεις υποθέσεις μαντίλας.[10] Μαζί, αυτές οι υποθέσεις απεικονίζουν τη λανθάνουσα αλλά ακλόνητη προκατάληψη του Δικαστηρίου απέναντι στη θρησκεία μέσω της χρήσης της “Αρχής της Ουδετερότητας”.[11]

Το Δικαστήριο ανέπτυξε την Αρχή της Ουδετερότητας για να διατηρήσει το δικαίωμα των εταιρειών να ασκούν ελεύθερα τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.[12] Στο πλαίσιο των διακρίσεων στο χώρο εργασίας, αυτή η αρχή επιτρέπει στις εταιρείες να “απαγορεύουν την έκφραση όλων των φρονημάτων ή πεποιθήσεων στο χώρο εργασίας”. Ενώ μπορεί να φαίνεται ότι το Δικαστήριο προσπαθεί να σεβαστεί όλες τις θρησκείες, η αρχή της ουδετερότητας πηγάζει από τη μεροληψία εις βάρος της θρησκείας.

Η μεροληψία του Δικαστηρίου σε βάρος της θρησκείας δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς η πίεση για εκκοσμίκευση στην Ευρώπη είναι “έντονη”. Ουσιστικά, η εκκοσμίκευση ζητάει τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας· ενθαρρύνει τα άτομα να υποβιβάσουν τη θρησκεία από το κέντρο της ζωής τους σε μια ιδιωτική σφαίρα.[16] Ως αποτέλεσμα αυτού του υποβιβασμού, τα άτομα αποθαρρύνονται από το να εκδηλώσουν εξωτερικά τις πεποιθήσεις τους επειδή κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αρχή της ουδετερότητας. Έτσι, αν και αυτή η θεώρηση ισχυρίζεται ότι είναι ουδέτερη προς όλες τις θρησκείες και τις πεποιθήσεις, ουσιαστικά κάνει διακρίσεις σε βάρος εκείνων που αισθάνονται υποχρεωμένοι να εκφράσουν τη θρησκεία τους σε όλους τους τομείς της ζωής τους.[17] Η χρήση της Αρχής της Ουδετερότητας από το Δικαστήριο στις υποθέσεις Achbita και Micropole αποτελεί παράδειγμα αυτής της διάκρισης, και έκτοτε το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την αρχή αυτή για να προωθήσει την αντιθρησκευτικότητα και να μειώσει τη θρησκευτική ελευθερία στο χώρο εργασίας.[18]

Στην περίπτωση της Achbita, μια μουσουλμάνα ειδοποίησε τον εργοδότη της ότι σκόπευε να αρχίσει να φορά τη μαντίλα της στη δουλειά.[19] Μόνο αφού έδωσε αυτή την ειδοποίηση, η εταιρεία δημιούργησε μια διάταξη που απαγορεύει στους υπαλλήλους της να εκφράζουν εξωτερικά τη θρησκεία τους.[20] Όταν η γυναίκα επέλεξε να τιμήσει τη θρησκεία της και να φορέσει μαντίλα, η εταιρεία την απέλυσε επειδή παραβίασε τη διάταξή της.[21] Το Δικαστήριο δήλωσε ότι επειδή η διάταξη επιβλήθηκε με “γενικό και όχι συγκεκριμένο” τρόπο, ήταν “ουδέτερη” και επομένως δεν έκανε διακρίσεις κατά της θρησκείας της γυναίκας.[22] Ενώ το να επιτρέπεται στις εταιρείες να εφαρμόζουν διατάξεις (όπως αυτή στην Achbita) φαίνεται ουδέτερο, στην πραγματικότητα, το Δικαστήριο ευνοεί το δικαίωμα της εταιρείας να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα έναντι του δικαιώματος της γυναίκας να εκφράζει εξωτερικά τη θρησκεία της.[23] Με αυτή τη στάση, το Δικαστήριο ενέκρινε “μια πολιτική που ευνοεί την επιλογή θρησκευτικά ουδέτερων εργαζομένων” (δηλαδή, εκείνων που είναι πρόθυμοι να κρύψουν την πίστη τους όταν εργάζονται με πελάτες).[24] Φυσικά, αυτή η πολιτική ευνοεί και όσους δεν έχουν καθόλου θρησκεία. Η απόφαση, στην προκειμένη περίπτωση, και στην περίπτωση της Micropole, δημιούργησαν προηγούμενο για τις εταιρείες στο να επιδεικνύουν μεροληψία εις βάρος της θρησκείας υπό το πρόσχημα της ουδετερότητας.

Στην υπόθεση Micropole, μια μουσουλμάνα φορούσε τη μαντίλα της στην εργασία της χωρίς προβλήματα για περισσότερο από ένα χρόνο.[25] Η εταιρεία στην υπόθεση Micropole απέλυσε μια μουσουλμάνα όταν ένας πελάτης παραπονέθηκε για τη μαντίλα της.[26] Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εταιρεία έκανε διακρίσεις επειδή απέλυσε τη γυναίκα μόνο από φόβο μήπως χάσει κέρδη και όχι επειδή ήθελε να διατηρήσει την ουδετερότητα στον χώρο εργασίας.[27] Επιφανειακά, η απόφαση Micropole μπορεί να φαίνεται ότι απορρίπτει τις αρχές του Δικαστηρίου στην υπόθεση Achbita, αλλά δυστυχώς αυτό δεν ισχύει. Σε αντίθεση με την εταιρεία στην υπόθεση Achbita, η εταιρεία δεν είχε πολιτική ουδετερότητας και αναφερόταν μόνο σε μια “αρχή ουδετερότητας” στις επικοινωνίες της με τη μουσουλμάνα.[28] Έτσι, όπως έχουν σημειώσει ορισμένοι ειδικοί, η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Micropole “μπορεί να προκαλέσει αύξηση των διατάξεων της εταιρείας σχετικά με τον κώδικα ενδυμασίας, ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε νομική αβεβαιότητα”.[29]

Μετά τις υποθέσεις Achbita και Micropole, τρεις άλλες υποθέσεις που αφορούσαν μαντίλα στο χώρο εργασίας εισήλθαν προς κρίση στο Έλασσον Τμήμα του Δικαστηρίου και οι αποφάσεις δεν παρείχαν καμία περαιτέρω ελπίδα για θρησκευτική ελευθερία στον χώρο εργασίας.[30] Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε αυτές τις υποθέσεις για να υποστηρίξει την Αρχή της Ουδετερότητας από την Achibita, επιτρέποντας στις εταιρείες να κάνουν διακρίσεις κατά της θρησκείας μέσω της χρήσης διατάξεων ουδετερότητας.[31] Ενώ αυτές οι υποθέσεις μπορεί να φαίνεται ότι απειλούν μόνο κουλτούρες ανθρώπων που φορούν μαντίλα, οι συνέπειες της απόφασης του Δικαστηρίου εκτείνονται πέρα από τα καλύμματα κεφαλής.

Η Αρχή της Ουδετερότητας εφαρμόζεται σε όλες τις εξωτερικές εκδηλώσεις θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως αποδεικνύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση IX κατά Wabe, μια υπόθεση του 2021.[32] Η εταιρεία στην υπόθεση Wabe είχε έναν κανόνα που απαγόρευε στους υπαλλήλους της να φορούν οτιδήποτε φανερώνει “πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις”. Έτσι, μέσω της χρήσης της Αρχής της Ουδετερότητας, το Δικαστήριο έχει προωθήσει την αντιθρησκευτικότητα και καταπνίγει τις θρησκευτικές ελευθερίες στον χώρο εργασίας. Οι μελλοντικές αποφάσεις θα δείξουν πόσο πολύ το Δικαστήριο θα επιτρέψει αυτήν την απροκάλυπτη διάκριση.

 

Η μείωση των θρησκευτικών προνομίων: εργασιακή πολιτική, φορολογικές απαλλαγές και τελετουργική σφαγή

Η Αρχή της Ουδετερότητας είναι πιθανώς το πιο ρητώς διατυπωμένο δόγμα που καθοδηγεί τη νομολογία του ΔΕΕ για τη θρησκευτική ελευθερία. Ωστόσο, είναι μόνο ένα μέρος του ευρύτερου σχεδίου του Δικαστηρίου, [σ.σ. το οποίο είναι] να επαναπροσδιορίσει τη σχέση μεταξύ θρησκευτικών και μη θρησκευτικών συμφερόντων μειώνοντας τα θρησκευτικά προνόμια. Τα θρησκευτικά προνόμια εδώ αναφέρονται σε προηγούμενα πρότυπα σεβασμού, αυτονομίας και εξαίρεσης που ασκούσαν τα θρησκευτικά ιδρύματα σε ένα κράτος. Αυτό το προνόμιο μπορεί να εκδηλωθεί υπό τη μορφή εξαιρέσεων από ορισμένους νόμους (π.χ., νόμους κατά των διακρίσεων, φορολογικούς νόμους) ή με το να βαρύνονται με την ευθύνη προσκόμισης αποδείξεων τα μέρη που μηνύουν τα θρησκευτικά ιδρύματα, και όχι τα ίδια τα ιδρύματα. Το Δικαστήριο αφαιρεί συνεχώς αυτά τα προνόμια, αναγκάζοντας τα εθνικά δικαστήρια να τοποθετούν τα θρησκευτικά συμφέροντα στο ίδιο επίπεδο με τα κρατικά συμφέροντα κατά τον καθορισμό των αποφάσεων.[35] Τα θρησκευτικά συμφέροντα χάνουν σταθερά κατά τη διάρκεια αυτών των δοκιμασιών εξισορρόπησης συμφερόντων, ειδικά όταν αυτά τα συμφέροντα προέρχονται από μια μειονοτική πίστη.[36]

Ένα παράδειγμα του Δικαστηρίου που αντικατέστησε τον σεβασμό με δοκιμές εξισορρόπησης είναι στον τομέα της πολιτικής απασχόλησης και εργασίας. Προηγουμένως, εθεωρείτο ότι τα θρησκευτικά ιδρύματα είχαν την αποκλειστική άδεια να επιλέγουν αιτούντες με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, χωρίς να φοβούνται ότι θα εμφανιστούν μεροληπτικές.[37] Το 2018, το Δικαστήριο στην υπόθεση Egenberger κατά Evangelisches Werk für Diakonie und Entwicklung αντικατέστησε αυτήν την θεώρηση με ένα τεστ που θα χρησιμοποιούσαν τα εθνικά δικαστήρια για τον έλεγχο των πρακτικών πρόσληψης εκ μέρους των θρησκευτικών ιδρυμάτων.[38] Αντί να δείξουν σεβασμό στα θρησκευτικά ιδρύματα ώστε αυτά να συμπεριλάβουν τις θρησκευτικές απαιτήσεις στη διαδικασία πρόσληψης, τα δικαστήρια μπορούν τώρα να απαιτήσουν από τα θρησκευτικά ιδρύματα να τους αποδείξουν ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πρόσληψης είναι “αυθεντικές, νόμιμες και δικαιολογημένες”.[39] Στην υπόθεση IR κατά JQ, η Το δικαστήριο επέκτεινε αυτό το τεστ πέρα από τα κριτήρια πρόσληψης και στην πολιτική απόλυσης.[40] Σε δύο μόνο γνωμοδοτήσεις, το Δικαστήριο έριξε το βάρος στα θρησκευτικά ιδρύματα, τα οποία τώρα θα πρέπει να δικαιολογούν τις διαδικασίες πρόσληψης και απόλυσης στα δικαστήρια αντί ο ενάγων να πρέπει να αποδείξει μια περίπτωση διάκρισης εναντίον τους.

Ένα άλλο παράδειγμα της μείωσης των θρησκευτικών προνομίων από το Δικαστήριο βρίσκεται στη σφαίρα του φορολογικού δικαίου. Στην υπόθεση Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania κατά Ayuntamiento de Getafe, το Δικαστήριο έκρινε ότι η λειτουργία ενός κτιρίου και όχι το θρησκευτικό καθεστώς του ιδιοκτήτη του καθορίζει εάν ένα κτίριο απαλλάσσεται από φόρους σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ.[41] Σε αυτή την περίπτωση, μια καθολική οργάνωση ανακαίνισε μια αίθουσα και ζήτησε επιστροφή φόρου, επικαλούμενη μια προηγούμενη συνθήκη με την αγία Έδρα που παρείχε φορολογική απαλλαγή σε καθολικές οργανώσεις.[42] Κατά την απόφασή του, το Δικαστήριο εξύψωσε το δίκαιο της ΕΕ έναντι της συνθήκης, με τον γενικό εισαγγελέα να υπονοεί ότι η Ισπανία (μαζί με όλα τα άλλα έθνη που έχουν συνάψει συνθήκες με την αγία Έδρα) θα πρέπει να συμβιβάσει τις συνθήκες της με το δίκαιο της ΕΕ στο μέλλον.[43] Αυτή η υπόθεση καταδεικνύει ότι ακόμη και όταν η πηγή ενός θρησκευτικού προνομίου είναι μια συνθήκη, το ΔΕΕ δεν έχει κανένα πρόβλημα να υπαγάγει τα θρησκευτικά ιδρύματα στους νόμους της ΕΕ έναντι των εγχώριων νόμων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η μείωση των θρησκευτικών προνομίων από το ΔΕΕ μπορεί να αποδειχθεί καλύτερα μέσω μιας σειράς υποθέσεων σχετικά με το εξειδικευμένο θέμα της τελετουργικής σφαγής ζώων. Η μουσουλμανική και η εβραϊκή κοινότητα ενσωματώνουν ορισμένες πρακτικές όπου τα ζώα πρέπει να είναι ξύπνια κατά τη σφαγή. Για πολλά χρόνια, τα κράτη θα δημιουργούσαν εξαιρέσεις στους νόμους για τα δικαιώματα των ζώων ειδικά για αυτές τις κοινότητες. Η πρώτη πρόκληση σε αυτό το καθεστώς ήρθε από το Βέλγιο, μέσω ενός νόμου που ουσιαστικά απαγόρευε τα προσωρινά σφαγεία που ήταν απαραίτητα για την κάλυψη της μοναδικής ζήτησης για κρέας halal (σφαγμένα τελετουργικά) που δημιουργήθηκε από ένα τριήμερο μουσουλμανικό φεστιβάλ.[44] Οι μουσουλμανικές κοινότητες έκαναν μήνυση, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος έκανε συγκεκριμένες διακρίσεις εναντίον τους. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η γλώσσα του νόμου δεν στόχευε καμία συγκεκριμένη ομάδα, ήταν ουδέτερη και, ως εκ τούτου, δεν εισάγει διακρίσεις (παρόλο που επηρέαζε συγκεκριμένα τη μουσουλμανική κοινότητα).[45] Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Βέλγιο είχε ανταποκριθεί στα μουσουλμανικά συμφέροντα επιτρέποντάς τους να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μόνιμα σφαγεία (παρόλο που η δαπάνη αυτής της εναλλακτικής λύσης την καθιστά πρακτικά αβάσιμη στις περισσότερες περιπτώσεις), ενώ παράλληλα πληροί τις απαιτήσεις της ΕΕ για την καλή διαβίωση των ζώων.[46] Αυτή ήταν η πρώτη περίπτωση όπου τα συμφέροντα των θρησκευτικών ομάδων τοποθετήθηκαν στο ίδιο επίπεδο με τα κρατικά συμφέροντα και έχασαν. Μια δεύτερη περίπτωση συνέβη δύο χρόνια αργότερα, όταν το Δικαστήριο δήλωσε ότι το κρέας που αποκτήθηκε μέσω τελετουργικής θυσίας δεν μπορούσε να διατεθεί στο εμπόριο ως “βιολογικό”.[47]

Τέλος, στην υπόθεση Centraal Israëlitisch Consistorie van België κατά Vlaamse Regering το 2020, το Δικαστήριο έδωσε το πιο καταστροφικό χτύπημα κατά της θρησκευτικής ελευθερίας στο θέμα της τελετουργικής σφαγής.[48] Αυτή η υπόθεση επικεντρώθηκε γύρω από έναν βελγικό νόμο που καταργούσε τη θρησκευτική εξαίρεση από τη γενική απαίτηση να αναισθητοποιούνται τα ζώα πριν από τη σφαγή.[49] Ένας ενωμένος εβραιο-μουσουλμανικός συνασπισμός υπέβαλε αναφορά στο ΔΕΕ, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος επιφέρει ξεκάθαρα διακρίσεις απέναντί τους. Το Δικαστήριο τάχθηκε στο πλευρό της βελγικής κυβέρνησης, θεωρώντας ότι ο νόμος “επιδίωκε έναν νόμιμο στόχο” της ΕΕ για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ζώων με τρόπο που έδειχνε πώς ο Χάρτης ήταν ένα “ζωντανό έγγραφο” που θα προσαρμοζόταν στις μεταβαλλόμενες αξίες στην Ευρώπη.[50] Μολονότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο νόμος περιόριζε την ικανότητα αυτών των ομάδων να εκφράζουν τη θρησκεία τους, έκρινε ότι αυτά τα συμφέροντα αντισταθμίζονταν από τις απαιτήσεις της ΕΕ για την καλή διαβίωση των ζώων.[51]

Αυτές οι υποθέσεις καταδεικνύουν ότι το ΔΕΕ ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για την προστασία των κρατικών συμφερόντων παρά για τα συμφέροντα στη θρησκευτική ελευθερία και έκφραση. Αυτό είναι αναπόσπαστο μέρος της προσκόλλησης στη νοοτροπία του “ζωντανού εγγράφου”, που υποστηρίζει ότι νέες αξίες και πεποιθήσεις θα αναδυθούν καθώς η Ευρώπη αλλάζει, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τις παλαιότερες. Χαρακτηριστικά, η απόφαση Centraal Israëlitisch Consistorie τάχθηκε στο πλευρό των δικαιωμάτων των ζώων έναντι του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, παρά το γεγονός ότι μόνο το τελευταίο εμφανίζεται στον Χάρτη της ΕΕ.[52] Η προηγούμενη πεποίθηση ήταν πιο ενδεικτική των σημερινών απόψεων στην Ευρώπη (τουλάχιστον στα μάτια του δικαστή). Ως εκ τούτου, ο “νόμιμος στόχος” αυτών των συμφερόντων είχε προτεραιότητα έναντι αυτών των εβραϊκών και μουσουλμανικών κοινοτήτων που επηρεάζονται -ειδικά αυτοί- από αυτόν τον “ουδέτερο νόμο”. Αυτό το δόγμα έχει ήδη αποδειχθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με τη θρησκευτική ελευθερία σε εξειδικευμένα θέματα. Είναι θέμα χρόνου μέχρι διάφοροι καιροσκόποι συλλέκτες υπογραφών να χρησιμοποιήσουν το ανώτατο δικαστήριο της Ευρώπης για να μειώσουν περαιτέρω την ελευθερία της δημόσιας εκδήλωσης της θρησκείας.

 

Συμπερασματικά

Είναι αξιοσημείωτο ότι η αντίληψη του ΔΕΕ για την ουδετερότητα είναι παρόμοια με αυτή που διατύπωσε η γυναίκα στην υπόθεση του σταυρού, Lautsi κατά Ιταλίας, υπόθεση του Μείζονος Τμήματος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (“ΕΣΔΑ”).[53] Η γυναίκα στο Λαούτσι, ενεργή υπέρμαχος της εκκοσμίκευσης, ισχυρίστηκε ότι οι σταυροί στα σχολεία ήταν παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας της ίδιας και των παιδιών της, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αφαιρεθούν σύμφωνα με το να διατηρούνται τα σχολεία “ουδέτερα”.[54] Το ECLJ είχε την τιμή της συμμετοχής σε αυτή την απόφαση ως τρίτος παρεμβαίνων, και το Δικαστήριο, συμφωνώντας με το ECLJ, απέρριψε το αντιθρησκευτικό επιχείρημα της γυναίκας.[55] Δυστυχώς, το ΔΕΕ δεν ακολούθησε το παράδειγμα του ΕΣΔΑ και επέλεξε να υποστηρίξει αντιθρησκευτικές αιτιάσεις όπως αυτή της γυναίκας στο Λαούτσι.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Andrea Pin & John Witte Jr., Meet the New Boss of Religious Freedom: The New Cases of the Court of Justice of the European Union, 55 TEX. INT’l L. J. 223, 225 (2020). This article also provides an excellent and more in-depth summary of all the CJEU religious liberty cases from 2017-2018.

[2] C- 157/15, Achbita v. G4S Secure Sols, ECLI:EU:C:2017:203 (Mar. 14, 2017); C- 188/15, Bougnaoui v. Micropole SA, ECLI:EU:C:2017:204 (Mar. 14, 2017); C- 804/18, IX v. Wabe, ECLI:EU:C:2021:594 (Jul. 15, 2021); C- 344/20, L.F. v. SCRL,  ECLI:EU:C:2022:774 (Oct. 13, 2022).

[3] C- 426/16, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen VZW v. Vlaams Gewest, ECLI:EU:C:2018:335  (May 29, 2018); C- 497/17, OABA v. Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation, ECLI:EU:C:2019:137  (Feb. 26, 2019);  C- 336/19, Centraal Israëlitisch Consistorie van België v. Vlaamse Regering, ECLI:EU:C:2020:1031 (Dec. 17, 2020).

[4] C- 414/16, Egenberger v. Evangeliches Werk für Diakonie und Entwicklung, ECLI:EU:C:2018:257 (Apr. 17, 2018); Case 68/17, IR v. JQ, ECLI:EU:C:2018:696 (Sept. 11,  2018).

[5] C- 74/16, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania v. Ayuntamiento de Getafe, ECLI:EU:C:2017:496 (June 27, 2017).

[6] Pin & Witte Jr., supra note 1 at 237-38.

[7] Pew Research Center for People and the Press, Europe’s Growing Muslim Population, Pew Research Center (Nov. 29, 2017) https://www.pewresearch.org/religion/2017/11/29/europes-growing-muslim-population.

[8] Andrea Pin & John Witte Jr., Faith in Strasbourg and Luxembourg? The Fresh Rise of Religious Freedom Litigation in the Pan-European Courts, 70 EMORY L.J. 587, 591 (2021); C- 157/15, Achbita; Case 188/15, Micropole. There were two cases somewhat related to religious freedom in the 1970s, C-41/74, Van Duyn v. Home Office, (1974), and C-130/75, Prais v. Council of the European Communities, (1976), but following those the Court did not address religious freedom issues until 2017.

[9] Id.

[10] C- 804/18, IX v. Wabe, ECLI:EU:C:2021:594 (Jul. 15, 2021); C- 344/20, L.F. v. SCRL,  ECLI:EU:C:2022:774 (Oct. 13, 2022); OP v. Commune d’Ans, ECLI:EU:T:2023:214  (May 4, 2023), (Collins, Adv. Gen., Opinion).

[11] Laura De Pasqual, Freedom of Religion in Multicultural Europe: the Achibita and Bougnaoui Cases+, 55 GONZ. L. REV. 309, 322 (2020).

[12] 2007 O.J. (303) 17.

[13] Stephanie Hennette-Vauchez, Religious Neutrality, Laicite and Colorblindness: A Comparative Analysis, 42 CARDOZO L. REV. 539, 542 (2021).

[14] Id. at 545.

[15] Sarah Nirenberg, The Resurgence of Secularism: Hostility towards Religion in the United States and France, 5 WASH. U. JUR. REV. 131-133 (2012). 

[16] Id. at 132, 157.

[17] Id. at 133.

[18] C- 157/15, Achbita v. G4S Secure Sols., ECLI:EU:C:2017:203 (Mar. 14, 2017); C- 188/15, Bougnaoui v. Micropole SA, ECLI:EU:C:2017:204 (Mar. 14, 2017).

[19] Id.

[20] C- 157/15, Achbita.

[21] Id.

[22] Id.

[23] Shannon Riggins, Limitations on the Right to Manifest Religion in European Private Companies: Achbita v. G4S Secure NV under Article 9 of the ECHR and Article 18 of the ICCPR, 33 AM. U. INT’L L. REV. 977, 1002 (2018).

[24] Laura De Pasqual, supra note 10, at 322.

[25] C- 188/15, Bougnaoui v. Micropole SA, ECLI:EU:C:2017:204 (Mar. 14, 2017).

[26] Id.

[27] Id.

[28] Id.

[29] Laura De Pasqual, supra note 10 at 322.

[30] C- 804/18, IX v. Wabe, ECLI:EU:C:2021:594 (Jul. 15, 2021); C- 344/20, L.F. v. SCRL,  ECLI:EU:C:2022:774 (Oct. 13, 2022); OP v. Commune d’Ans, ECLI:EU:T:2023:214  (May 4, 2023), (Collins, Adv. Gen., Opinion).

[31] C- 157/15, Achbita v. G4S Secure Sols., ECLI:EU:C:2017:203 (Mar. 14, 2017).

[32] C- 804/18, IX v. Wabe, ECLI:EU:C:2021:594 (Jul. 15, 2021).

[33] Id.

[34] Id.

[35] Pin & Witte Jr., supra note 7, at 657 (2021).

[36] Id.

[37] Id. at 647.

[38] C- 414/16, Egenberger v. Evangeliches Werk für Diakonie und Entwicklung, ECLI:EU:C:2018:257 at ¶ 61 (Apr. 17, 2018).

[39] Id. at ¶ 64.

[40] C- 68/17, IR v. JQ, ECLI:EU:C:2018:696 at ¶ 50 (Sept. 11,  2018).

[41] C- 74/16, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania v. Ayuntamiento de Getafe, ECLI:EU:C:2017:496 at ¶¶ 43, 46-47 (June 27, 2017).

[42] Id. at ¶¶ 3, 8, 13-14.

[43] C-74/16, Congregación de Escuelas Pias Provincia Betania v. Ayuntamiento de Getafe, 2017 CELEX 62016CJ0074, ¶¶ 94-100 (Feb. 16, 2017) (AG Opinion).

[44] C- 426/16, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen VZW v. Vlaams Gewest, ECLI:EU:C:2018:335 at ¶¶ 3, 16 (May 29, 2018).

[45] Id. at ¶¶ 18-19, 56-65.

[46] Id. at ¶¶ 56-65.

[47] OABA v. Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation, ECLI:EU:C:2019:137 at ¶ 52 (Feb. 26, 2019).

[48] C- 336/19, Centraal Israëlitisch Consistorie van België v. Vlaamse Regering, ECLI:EU:C:2020:1031 (Dec. 17, 2020).

[49] Id. at ¶ 14.

[50] Id. at 64, 77.

[51] Id.

[52] Andrea Pin & John Witte Jr., Slaughtering Religious Freedom at the Court of Justice of the European

Union, CANOPY FORUM at 5 (February 16, 2021).

[53] Lautsi v. Italy, App. No. 30814/06, ¶ ¶  11, 12 (March 18, 2011), https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-104040.

[54] Id.

[55] Id. at ¶ 52.

eclj