Τί κάνει σήμερα ἡ κυρίαρχη στὸ ἐπίπεδο τῆς κουλτούρας Ἀριστερά; Ὄντας δεσμευμένη ἀπὸ τὴν ἰδεολογία τοῦ «Οὐρανίου Τόξου» καὶ τῆς πολυπολιτισμικότητας τύπου «Μπένεττον», πανηγυρίζει τὴν «διαφορετικότητα», ὑποστηρίζει τὶς σεξουαλικὲς μειονότητες, ριζοσπαστικοποιεῖ τὸν φεμινισμό, τάσσεται ὑπὲρ τῶν ἀνοικτῶν συνόρων, ξαναγράφει τὸ παρελθὸν (τὴν «ἱστορικὴ μνήμη») καὶ ἐμμένει στὴν ἡρωικὴ πάλη της κατὰ τῆς «ἑτεροπατριαρχικῆς κοινωνίας», τῆς «καταπιεστικῆς ἐκκλησίας» καὶ τῆς «φασιστικῆς ἀπειλῆς».
Φυσικά, πάντα θὰ ὑπάρχει κάποιος ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ὅλα τὰ προαναφερθέντα εἶναι κάτι σὰν μιὰ κουδουνίστρα ποὺ ὁ καπιταλισμὸς ἔχει δώσει στὴν Ἀριστερὰ γιὰ νὰ παίζει, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλεῖ. Ὅμως, μποροῦμε ἐπίσης νὰ σκεφτοῦμε τὸ ἀντίθετο: ὅτι ἡ Ἀριστερὰ δὲν χρήζει βοηθείας γιὰ νὰ κάνει λάθη καὶ ὅτι ὅλα τὰ παραπάνω ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴν ἴδια. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν μεταμοντέρνα Ἀριστερά, τὴν κύρια ὑπεύθυνη γιὰ τὸν ἐφοδιασμὸ τοῦ καπιταλισμοῦ μὲ τὶς ἰδεολογικὲς ἀποριτυδώσεις («λίφτινγκ») τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Ἔχει προδώσει ἡ Ἀριστερὰ τὰ ἰδανικά της; Μᾶλλον πιὸ σωστὸ εἶναι τὸ ἀντίθετο. Ὁ μετασχηματισμὸς τῆς Ἀριστερᾶς σὲ μεταμοντερνισμὸ (καὶ ἑπομένως σὲ νεοφιλελευθερισμὸ) ἀποτελεῖ, κατ’ οὐσίαν, πράξη ἱστορικῆς συνέπειας. Μὲ τὸν ὁριστικὸ θάνατο τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ -στὸ μεσοδιάστημα τῆς «ἐπανάστασης» τοῦ Μάη τοῦ 1968 καὶ τῆς πτώσης τοῦ Τείχους τοῦ Βερολίνου τὸν Νοέμβριο τοῦ 1988- ἡ Ἀριστερὰ ἐπέστρεψε στὶς ἱστορικές της καταβολές, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλες ἀπὸ τὴν καλοστεκούμενη πλούσια ἀστικὴ τάξη, κληρονόμο καὶ ὠφελημένη τῆς ἰδεολογίας τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Θὰ πρέπει νὰ ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν κάτι τὸ ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ Ζᾶν Κλῶντ Μισεᾶ [Jean-Claude Michea] σὲ μιὰ σειρὰ σημαντικῶν ἐργασιῶν του: ὅτι οἱ καταβολὲς τῆς «Ἀριστερᾶς» δὲν ἀνευρίσκονται στὸν σοσιαλισμό, ἀλλὰ στὸν «ἱστορικὸ συμβιβασμὸ» ποὺ ὁλοκληρώθηκε στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα (ἡ ἐποχὴ τῆς «ὑπόθεσης Ντρέϋφους») μεταξὺ τῆς προοδευτικῆς διανόησης καὶ τοῦ πλέον παγιωμένου τμήματος τοῦ σοσιαλιστικοῦ κινήματος.
Ὅμως, στὴν αὐγὴ τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνα, ἡ Ἀριστερά, ἀπελευθερωμένη ἐπιτέλους ἀπὸ τὰ ἐργατικά της βαρίδια, μοιράζεται μὲ τὸν καπιταλισμό, ἀπερίφραστα πιά, τόσο μιὰ τυπικῶς φιλελεύθερη οὐσία ὅσο καὶ μιὰ δογματικὴ πίστη στὴν θρησκεία τῆς προόδου. Γιὰ τὴν ὥρα, τὰ «προοδευτικά» ζητήματα, ὑποκινούμενα ἀδιάκοπα ἀπὸ τὴν διεθνῆ βιομηχανία τοῦ θεάματος καὶ τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως, ἐγγυῶνται στὴν Ἀριστερὰ τὴν ὑπερπροβολή της καὶ τὴν πολιτιστική της ὑπερεκπροσώπηση.
Ἀδριανὸς Ἐριγκέλ, «Κόκκινοι ἤ Νεοφιλελεύθεροι: Ἡ ἀποδόμηση τῆς Μεταμοντέρνας Ἀριστερᾶς», σ. 138-139, μτφ. Σωτήρης Γιαννέλης, ἐκδόσεις «Ἔξοδος», Ἀθήνα, Μάϊος 2020