Η λέξη Ησυχασμός παράγεται από το ρήμα ησυχάζω που σημαίνει βρίσκομαι σε κατάσταση σιγής, ηρεμίας και αυτογνωσίας. Ο ησυχαστής μοναχός, αλλά και λαϊκός, πλημμυρισμένος από θείο έρωτα, προσπαθεί να αποβάλλει κάθε κοσμική ενασχόληση και σκέψη, αποζητά την ησυχία και επικεντρώνεται στη μνήμη του Θεού, λέγοντας αδιάλειπτα την νοερά προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό»…
Ησυχασμός: Η κορυφαία έκφραση της ορθοδόξου πνευματικότητας