Ἀριστοτέλη Κωνσταντινίδη
Χέρσο Κιλκὶς
SUMELOCENNA – CIVITAS SUMELOCENNESIS – Sumelocenna
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ τὸ διάβασα, μοῦ ἄρεσε πολύ. Τὸ βλέπω μὲ τὰ ἑλληνικά μου ματογυάλια, σὲ ἱστορικοὺς χάρτες μὲ κεφαλαία γραμμένο καὶ δὲν θέλω καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω ἢ νὰ τὸ παραβλέψω. Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον καὶ πάνω ἀπὸ μία πενταετία συγκέντρωσα ὅλη τὴν βιβλιογραφία ποὺ ὑπάρχει γιὰ τὴν ἱστορία τῆς πόλης Rottenburg – καὶ τοῦ ἄλλου ὀνόματός της, ὡς SUMELOCENNA, SUMELOCENNESIS.
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2005 πῆρα τὸ δρόμο γιὰ τὸ Ρόττενμπουργκ, ἦταν ἡ πρώτη κίνηση, ὑπόκλιση πρὸς αὐτήν, μετὰ ἀπὸ πληροφορία καὶ εὐκαιρία ποὺ δὲν τὴν ἄφησα νὰ χαθεῖ. Ἦρθε φίλος ἀπὸ Θεσσαλονίκη, καταγωγὴ Ταροβέτες, ὁ Ραπτόπουλος Θεόδωρος. Μετὰ, καὶ στὴ συνέχεια ποὺ τὰ λέγαμε φτάσαμε καὶ σὲ τοῦτο τὸ θέμα: Νὰ, καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβα ἀπὸ τὸν καλὸ φίλο: «Ἐγὼ ὅταν πρωτοῆρθα στὴ Γερμανία, ἦρθα σὲ τούτη τὴν πόλη, τὸ Ρόττενμπουργκ καὶ ξέρω μία Ἐκκλησία μέσα στὸ δάσος».
Στὸ λεπτὸ, ἤμασταν ἤδη στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ Νέκαρ μὲ κατεύθυνση τὸ ζητούμενο. Μέσα στὴν πόλη τοῦ Tubingen περάσαμε τὸ ποτάμι καὶ πήγαμε στὴ δεξιὰ πλευρά του καὶ χωρὶς χρονοτριβή εἴμαστε στὴ πόρτα της. Μετὰ τὴ φωτογράφηση τοῦ ἱεροῦ, ἐπισκεφθήκαμε τό ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς πόλης, ὅπου καὶ προμηθευτήκαμε νέα βιβλία τῆς Σουμελογέννας.
Ἀπὸ τὸ καλοκαίρι αὐτὸ τοῦ 2005 ἄρχισα νὰ τὸ γνωστοποιῶ καὶ συνεχίζω ἀδιάκοπα καὶ ἀσταμάτητα. Ἔχω στὸ ἀρχεῖο μου τὴν ἐξέλιξη ποὺ γίνεται στὴν πορεία τοῦ χρόνου, θετικὴ ἢ μή. Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία, Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ, Πανεπιστήμια, Ἐκκλησίες, Καθολικὴ καὶ Εὐαγγελική, καθηγητὲς καὶ Δόκτορες Ἱστορίας καὶ Θεολογίας.
Στὴν ἴδια χώρα ἐδῶ, ἦρθαν οἱ δύο ἀδερφοὶ Θεσσαλονικεῖς, οἱ Ἀπόστολοι τῶν Σλάβων, Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, στὸ Ἔλλ-βάγκεν καὶ στὸ Ραϊχενάου ἀντίστοιχα, τὰ ἔτη 859-60.
Στὴν πόλη τῆς Νυρεμβέργης ἀπὸ τὸ 2003 καὶ δῶθε ἑορτάζεται μὲ κάθε ἐπισημότητα ὁ Τραπεζούντιος Καρδινάλιος Βασίλειος Βησσαρίωνας. Ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Wurzburg, ἀξιότιμος κος Εὐάγγελος Κωνσταντίνου, εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν ἄθλων αὐτῶν. Αὐτὸν τὸν ὑπέρμαχο πρωταγωνιστή τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ πνεύματος πρέπει ὅλοι νὰ τὸν γνωρίσουμε ἀπὸ κοντά, νὰ δοῦμε ποιὸς εἶναι καὶ τί κάνει.
Ἡ Παναγία εἶναι ὅλων μας καὶ πρέπει νὰ τὴν προσέξουμε καλά, νὰ δοῦμε τί κρύβεται πίσω καὶ μέσα στὸ ὄνομα τῆς Σουμελογέννας. Ἡ βιβλιογραφία γιὰ τὸ Ἅγιο ὄνομα, ποὺ ἔχω συλλέξει καὶ μελετήσει μὲ ἐπιστασία, εἶναι ἀρκετὴ καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ἢ σὰν νὰ μὴν μᾶς λέει καὶ τίποτα. Γίνεται μία σύγχυση, ἕνα ἀνακάτωμα τῶν ξένων λέξεων μέσα στὸ χρόνο. Τὸ καλὸ ἀπὸ αὐτὲς τὶς προσφορὲς εἶναι συγχρόνως καὶ εὐγενικό, ὅτι ὁ καθεὶς μετὰ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν παρουσίασή του λέει: «Δὲν εἶμαι σίγουρος». Ἀπὸ τὴ μία ἀναφέρουν πολλὲς λέξεις, κέλτικες, ἑλβετικές, γαλλικές, λατινικές, μέχρι καὶ ἰρλανδικές, ἀπὸ τὴν ἄλλη φτάνουν μέχρι τὸν 2ο μ.Χ. αἰῶνα. Στὴν ἔνδειξη ποὺ ὑπάρχει στὸ πρόσωπό της γράφει:
-Κατοπινὴ ἐκκλησία τῆς Μαρίας χτίστηκε τὸ 1268.
-Ὁ Μ. Ἀλμπέρτος τὴν μετέτρεψε σὲ Μπαρὸκ τὸ 1688.
Τοῦτο τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν 420 χρόνων καὶ ἐπὶ πλέον ὑποθέτω, μέχρι καὶ τὰ τοπικὰ θρησκευτικὰ τεκτενόμενα, σὺν τὴ διευθέτηση τῶν τσιφλικιῶν, ἡ πόλη ὀνομάζετο ἀπὸ αὐτὴ τὴ γέννεση τῆς Μαρίας, κατὰ νόμο καὶ κατὰ γράμμα τῆς Θρησκείας μας.
Ἀκολουθεῖ τὸ «περασμένα-ξεχασμένα» καὶ συνεχίζεται. Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει, οὔτε ποὺ γυρίζουν νὰ δοῦν τὴ Μεγαλόχαρη. Αὐτὴ ὅμως εἶναι μία πραγματικότητα ἀπὸ τὴ γέννεσή της μέχρι σήμερα, ὁλόκληρη ὕπαρξη μὲ ὅλο τὸ ἀνάστημά της, τὸ πρόσωπο καὶ τὴν καρτερικότητά της.
Ἡ πόλη τοῦ Ρόττενμπουργκ βρίσκεται νοτιοανατολικά τῆς Στουττγκάρδης καὶ μόλις 12 χιλιόματρα ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Τύπιγκεν, Τυβίγκη. Ὅλες μὲ τὴ σειρὰ εἶναι στὸ ροῦ τοῦ ποταμοῦ Νέκαρ.
Ἱστορία: Rottenburg πόλη Ρωμαϊκή, ἐμπορικὸς σταθμὸς καὶ στρατιωτικὴ βάση, ἀπὸ τὴν Ἁγία Ρώμη ἔφεραν ἐδῶ τούς 12 θεοὺς κοντὰ στοὺς τοπικούς, Ἐπόνα κ.ἄ. Κατόπιν ἔφεραν ἀπὸ τὸν Πόντο τὸ Θεὸς Μίθρα, ἀφοῦ τὸν σπούδασαν ἀπὸ Πόντιους θεολόγους 28 ὁλόκληρα χρόνια.
Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ 33, ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ 313 μ.Χ.
Ἀνέγερση τῆς Σουμελᾶ καὶ τῆς Βαρβάρας Μονὲς στὸν Πόντο τὸ 394 μ.Χ.
Ἀπόσταση τοῦ Μιθραίου Τραπεζοῦντας ἀπὸ τὶς Μονὲς τοῦ Μελᾶ 48 χιλιόμετρα.
Κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὸ 1204.
Στὴ γλῶσσα τῆς Θρησκείας μας, ὅταν ἕνα ἱερὸ δημιουργεῖ ἕνα ἄλλο, τὴν κατασκευή, αὐτὴ τὴν αὔξηση, τὸ ἔργο, τὴν πράξη τὴν λέμε καὶ τὴν ὀνομάζουμε γέννηση ἀπὸ τὸ ρῆμα γεννῶ. Ὅταν λοιπὸν ἡ Μαρία τοῦ Μελᾶ (ὅρος) ἔκανε μία γέννα τὸ ἔτος 1268, ἐδῶ στὴ πόλη τοῦ Rottenburg, παρέα μὲ τὶς Ἁγίες Βαρβάρα καὶ Κατερίνα, ἦρθαν ἐδῶ, ἔλαμψαν καὶ φώτισαν τὸν τόπο καὶ τοὺς νεοπιστούς. Ἡ Θεοπίστη πάλι εἶναι ποικίλη καὶ πλούσια, μὲ ἁγνές, καθαρὲς ἰδέες καὶ δρόμους φωτεινούς. Ἡ Πίστη μας ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη τὴν πραγματική, ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ τῶν πιστῶν μὲ τὴν ἁγιότητα, ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀθάνατοι καὶ ζηλευτοὶ οἱ Ἅγιοι καὶ τὰ Ἱερά μας. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἱερὰ Παράδοση τῶν προγόνων μας εἶναι ἀληθινὴ πραγματικότητα, ἡ ἐξίσωση τοῦ τότε μὲ τὸ σήμερα καὶ μὲ κάθε σιγουριὰ ἡ συνέχεια. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔχουν μικρὰ καὶ μεγάλα ὀνόματα, ἐπώνυμα καὶ παρωνύμια, ὅλα ζωντανὰ καὶ πραγματικὰ ἀπὸ τὴν μακρινὴ ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Μὲ τὸ ἴδιο νόημα, μὲ πλῆρες ἱστορικὸ περιεχόμενο καὶ πάντα μὲ αὐτὴ τὴν ἀρχικὴ νοηματική τους διατύπωση καὶ ἀποτύπωση. Ὁ καθένας μας ἔχει τὴν ὀνομαστική του ἑορτή, τὸ ὄνομά του προέρχεται ἀπὸ ἕνα ἱερὸ πρόσωπο. Μπορεῖ ὅμως καὶ τὰ δύο του ὀνόματα νὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ συνώνυμα, π.χ. Κωνσταντῖνος Κωνσταντινίδης. Ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὰ ἄλλα, τὰ προχριστιανικὰ ἑλληνικὰ, εἶναι ἀκριβῶς τὰ ἴδια. Μὴν πᾶμε καὶ πολὺ μακριὰ καὶ ἂς εἶναι καὶ συνώνυμα τὸ μικρὸ καὶ τὸ μεγάλο π.χ. Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρίδης.
Εἶναι πραγματικότητα, εἶναι ἀληθινὸ ποὺ ὁ κάθε Ἕλληνας μὲ τὸ ὄνομά του γίνεται αὐτόματα φορέας τῆς ἑλληνικῆς Παράδοσης, τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας καὶ τῆς νοοτροπίας.
Ἡ Ἀθηνά, ἡ κόρη τοῦ Δία, ἡ θεὰ τῶν γραμμάτων καὶ τῆς ἀνδρείας, ἔφερε καὶ ἄλλο ὄνομα, τῆς Παρθένας, τὰ δὲ ἱερά της ὀνομάζονταν Παρθενών. Ἡ Μητέρα Μαρία σύμφωνα μὲ τὰ ἑλληνικὰ τεκταινόμενα λέγεται καὶ ὀνομάζεται μὲ τὸ ἴδιο ἱερὸ ὄνομα. Ἀλλὰ δὲν σταματάει ἐδῶ, μὲ τὶς Χάριτες καὶ τοὺς ὑμνολόγους ἡ ἑλληνικὴ προσωνυμία εἶναι πάντα παροῦσα μὲ καινούργιες προσφορές. Μαρία, Παρθένα, Δέσποινα, Παναγιώτα, Χιόνισα, Σουμελᾶ, ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά της καὶ τῶν πιστῶν της. Ἀκολουθοῦν τὸ ὄνομά της τὰ τοπωνύμια τῶν ἱερῶν της, γιὰ νὰ ξεκαθαρίζει ποιὸ ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ ἱερό, τώρα ποὺ μιλᾶμε. Ἡ Παναγιὰ τῆς νήσου Τήνου, τοῦ Παγγαίου ὄρους, τοῦ Μελᾶ 393 ὄρος Μαῦρο, τοῦ Μελᾶ, τοῦ Ρόττενμπουργκ, 1260 πόλη τῆς Γερμανίας, τοῦ Βερμίου ὄρους 1951. Ἐμεῖς ζοῦμε καὶ συνυπάρχουμε μὲ τὴν πίστη μας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ζωή μας ἡ ἴδια καὶ τὴν ὁποία μᾶς τὴν δώσανε καὶ κάπου τὴν ὀφείλουμε καὶ πρέπει νὰ τὴν παραδώσουμε, ὅπως τὴν πήραμε.
Πόσα καὶ πόσα λέγονται καὶ ἀκούγονται, ἄλλα φαίνονται καὶ ἄλλα ὄχι. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει σήμερα στὴ ζωὴ καὶ στὸ κάθε θέμα μας πρέπει νὰ ὑπάρχει σεβασμὸς καὶ σκέψη στὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά μας.
Ρωμαικρατία καὶ Φραγκοκρατία, ἡ γέννα σου μάννα Μαρία, Σουμελογέννα μαμὰ μία.