Τοῦ Ἀποστόλη Δίκογλου
«Μὴ μὲ μαλώνεις, βρὲ πουλί, καὶ μὴ μὲ παραδιώχνεις,
τί ἐγὼ πολὺ δὲν κάθομαι στὸν τόπο τὸ δικό σου.
Ἂν κάτσω Μάη καὶ Θεριστὴ κι ὅλον τὸν Ἁλωνάρη,
κι ἂν πάρω κι ἀπ᾿ τὸν Αὔγουστο, τὸν Τρυγητὴ μισεύω,
κι ἀφήνω γειά στὶς ὄμορφες καὶ γειά στὶς μαυρομάτες
κι ἐγὼ πάγω στὸν τόπο μου, γυρνῶ στοὺς ἐδικούς μου».
(Δημοτικό)
Πανάρχαια εἶναι, φίλοι τῆς ξενιτειᾶς, ἡ λαχτάρα τοῦ Ἕλληνα νὰ ξενιτευτεῖ. Δὲν ἦταν πάντα αἰτία ἡ ἀνέχεια, ἡ φτώχεια καὶ τὰ κοντράτα τοῦ Βελγίου καὶ τῆς Γερμανίας τοῦ καιροῦ μας. Τὰ παλληκάρια, οἱ Ἀργοναῦτες, ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἰωλκὸ μὲ τὴν Ἀργώ τους γιὰ τὴ μαύρη θάλασσα, ὁ ἀπόπλους τοῦ στόλου τῶν ἑνωμένων Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Αὐλῶνα γιὰ τὴν Τροία, ὁ Ἡρακλῆς γιὰ νὰ φέρει τὰ χρυσὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, ὁ Σόλων ποὺ πάει στὴν αὐλὴ τοῦ Κροίσσου, ὁ Πυθαγόρας στὶς Πυραμίδες καὶ στοὺς ἱερεῖς τῆς Αἰγύπτου, ὁ Στρατηλάτης Ἀλέξανδρος στὴν Ὄαση τοῦ Σίβα καὶ στοὺς Γιόγκι τῶν Ἰνδιῶν, εἶναι λίγο-πολὺ γνωστὰ σὲ ὅλους τούς Ἕλληνες ἀπὸ τὴ σχολική τους ἀγωγὴ καὶ παιδεία. Οἱ πρόγονοί μας ἥρωες ἔχουν ἕνα κοινὸ γνώρισμα μεταξύ τους ποὺ ἐξηγεῖ καὶ τὰ κατορθώματά τους. Πρόκειται γιὰ τὴ γόνιμη κι ἀνήσυχη ἰδιοσυγκρασία τῶν Ἑλλήνων ποὺ διψοῦν κυριολεκτικὰ γιὰ τὸ ἄγνωστο καὶ τὸ ἐπικίνδυνο τῆς περιπέτειας. Σιμὰ ἡ ἀπορία, ἡ περιέργεια τῆς θεώρησης τοῦ κόσμου. Ἀδημονεῖ ὁ Ἕλληνας, νὰ πάθει καὶ νὰ μάθει ἀπὸ τοὺς σπουδαγμένους. Τὸ μεράκι τῆς μάθησης καὶ τῆς γνώσης φλογίζει ἀδιάκοπα τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά. Ἔτσι βγαίνει μία μέρα στοὺς δρόμους τοῦ κόσμου. Καὶ ὁ ποιητὴς (Κωνσταντῖνος Καβάφης) ἀπὸ κοντὰ τὸν συμβουλεύει: -«Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη/ νὰ εὔχεσαι νἄναι μακρὺς ὁ δρόμος/ γεμᾶτος περιπέτειες, γεμᾶτος γνώσεις». Ἐνῶ ὁ ἄλλος πάλι (Κωστῆς Παλαμᾶς) τὸν ἐμψυχώνει: -«Μὲς στὸ σεισμό, τὸ χαλασμό, κάστρο τὴ γνώμη σου νὰ στήσεις».
Ἀπὸ τὰ ἐγκαίνια ἑνὸς νέου Ὑποκαταστήματος τῆς Dresdner Bank στὴν περιοχὴ Lorick-Dusseldorf στὰ μέσα τοῦ 1970. Στὴ γερμανικὴ Τράπεζα (δεύτερη σὲ ὄγκο συναλλαγῶν μετὰ τὴ Deutsche Bank. Τὴν 3η θέση κρατοῦσε ἡ Commerzbank καὶ ἀκολουθοῦσε ἡ Τράπεζα τῶν Συνδικάτων Bank fur Gemeinwirtschaft) ἐργάστηκα ἀπὸ τὸ 1970 ὡς τὸ 1984. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταπήδησα, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ πρόταση, στὴ Handelsbank GMBH Δυτικῆς Γερμανίας, Θυγατρική τῆς Ἐμπορικῆς Τράπεζας τῆς Ἑλλάδος.
Μέσα, λοιπόν, σ᾿ αὐτὸ πανάρχαιο γίγνεσθαι τῆς φυλῆς στροβιλιζόμαστε κι ἐμεῖς σήμερα, οἱ Νεοέλληνες. Δὲν ὑπάρχει γωνιὰ τούτης τῆς γῆς νὰ μὴν ὑπάρχει, νὰ μὴ ζεῖ καὶ νὰ μὴν προκόβει ὁ Ἕλληνας. Ποῦ πήγαμε καὶ δὲν στεριώσαμε, ποῦ μείναμε καὶ δὲν δημιουργήσαμε, ποῦ δραστηριοποιηθήκαμε καὶ δὲν μεγαλουργήσαμε! Στὴν Ἀμερικὴ ἀπ᾿ ἄκρη σὲ ἄκρη, στὴν Αὐστραλία, στὴν Ἀσία τῶν παλαιῶν καὶ τῶν νέων χρόνων, στὴν Ἀφρικὴ καὶ τέλος στὴ γειτονιά μας, τὴ γηραιὰ Ἤπειρο, ἡ ὁποία φέρει μὲ περισσὴ ὑπερηφάνεια τὸ ὡραῖο ὄνομα τῆς πεντάμορφης πριγκιποπούλας Εὐρώπης. Ξετρελλαμένος, μᾶς λέει ὁ Μύθος, ἀπὸ ἐρωτικὸ πόθο ὁ ἀλανιάρης θεὸς τῶν Ἑλλήνων Ζεύς, μαγεμένος ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὰ κάλλη τῆς πριγκιποπούλας, μὴν ἀντέχοντας ἄλλο -ἂς εἶναι καὶ θεὸς- τὸ σαράκι στὰ σωθικά του, σοφίζεται τὴν μεταμφίεσή του σὲ Ταῦρο καὶ τὴν ἀπαγάγει μέρα μεσημέρι μέσα ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῶν δικῶν της. Γνωρίζουμε τὴ συνέχεια, τὸ ἄγριο κυνηγητὸ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς τῆς κοπέλας καὶ τὸν κρυψώνα ποὺ βρίσκει ἀποσταμένος, στὰ πανύψηλα καὶ ἀπάτητα βουνὰ τῆς Κρήτης. Ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, λοιπόν, καὶ τὸ σπέρμα τοῦ θεοῦ τῶν θεῶν Δία, κρατάει τὸ σόϊ τῆς γηραιᾶς ἠπείρου! Γι᾿ αὐτὸ κι αὐτὴ φιλότιμα προσπαθεῖ, μερικὲς δεκαετίες τώρα, νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἤθελε πάντα νὰ γίνει καὶ δὲν τὸ κατόρθωσε ποτέ: μία ἑνωμένη ἑνιαία χώρα, εἰρηνικὴ καὶ εὐημεροῦσα, χωρὶς φραγμοὺς καὶ σύνορα! Ἡ Εὐρώπη! Μία ἤπειρος φορτωμένη ἱστορία, γνώση, ἐπιστῆμες καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ φοβεροὺς πολέμους καὶ βιβλικὲς καταστροφές. Ὁ ἀπαράμιλλος Πολιτισμός της (καὶ ὅπου γῆς ἄνθρωποι τὸ γνωρίζουν αὐτὸ) ἐκπηγάζει ἀπὸ τὶς ἀπύθμενες κι ἀστείρευτες Δεξαμενὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, τοῦ Πολιτισμοῦ μας! Εἶναι ἐτούτη ἡ βαριὰ κληρονομιὰ καὶ ὑποθήκη συνάμα, ποὺ κάνει καμμιὰ φορά ἐμᾶς τοὺς ἀπογόνους νὰ γινόμαστε ὑπέρμετρα ὑπερήφανοι καὶ μάλιστα σὲ σημεῖο ποὺ νὰ ἐνοχλοῦνται οἱ ξένοι γύρω μας. Ἰδιαίτερα ὅταν, πάνω στὸ δίκαιο θυμό μας, ἐκστομίζουμε πρὸς τὴ μεριὰ τους τὴν προσβλητικὴ φράση: Ἀπολίτιστοι, ἐμεῖς σᾶς δώσαμε τὰ φῶτα καὶ τὰ πρότυπα γιὰ νὰ ὀργανώσετε τὶς πρῶτες κοινωνίες σας! Καὶ ὄντως ἔτσι ἔχει. Εἴμαστε οἱ δωρητὲς τῶν μεγάλων ἰδανικῶν, τῶν μεγάλων ἐμπνεύσεων καὶ ὁραμάτων τῆς ἀνθρωπότητας!
Στὸ Κεντρικὸ Κατάστημα τῆς Dresdner Bank στὴν Konigsallee εἶχε στηθεῖ (ἀφορμὴ μία καμπάνια τῶν τοπικῶν Πιστωτικῶν Ἱδρυμάτων ὑπὲρ τῆς ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας τῆς πόλης Fortuna, ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο) μέσα στὴν τεράστια αἴθουσα συναλλαγῶν ἕνα κανονικὸ ὁμοίωμα (Tor, χωρὶς τερματοφύλακα), ὅπου στὴ δεξιὰ γωνία ὑπῆρχε ὀπὴ μεγέθους ἑνὸς καλαθιοῦ. Καθένας, πελάτης καὶ μή, εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ κερδίσει διάφορα δωράκια καὶ ἐπαίνους ἂν κατόρθωνε μὲ μόνο 3 σοὺτ νὰ καρφώσει τὴ μπάλα στὸ δίχτυ. Ὁ φακὸς ἔπιασε καὶ μένα (ἤμουν στὸ Τμῆμα Werbung-Verkaufsforderung) τὴ στιγμὴ ποὺ δοκίμαζα τὴν εὐστοχία τοῦ δεξιοῦ μου ποδιοῦ. Ἂν θυμᾶμαι καλὰ χωρὶς ἐπιτυχία …
Δὲν εἶναι, λοιπόν, ὑπερβολὴ τὰ ὅσα γράφονται δῶ πέρα. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε σαράντα ὁλάκερα χρόνια στὴ Γερμανία πόσες φορὲς δὲν γίναμε αὐτόπτες μάρτυρες ὅπου ἐπιφανεῖς πολιτικοί, συγγραφεῖς, καθηγητές, φιλόσοφοι καὶ ἄλλοι διανοούμενοι ἀναφέρονταν μὲ ἀφτιασίδωτους ἐπαίνους στὰ ἀξεπέραστα ἐπιτεύγματα τῶν προγόνων μας; Πόσες φορὲς δὲν ἀκούσαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ αὐτιὰ τὰ λόγια τὰ μεγάλα; Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς δώσανε δυνατὲς ἐμπνεύσεις γιὰ μεγάλα καὶ φωτεινὰ ἔργα, τὰ Muster-Πρότυπα, γιὰ νὰ οἰκοδομηθεῖ ἔπειτα μὲ ὑπομονὴ αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε ὅλοι Εὐρωπαϊκὸ ἢ Δυτικὸ Πολιτισμό. «Ἐσεῖς οἱ Ἕλληνες μᾶς ἔχετε χαρίσει ὑπέροχες, θεϊκές, μοναδικὲς λέξεις μὲ βαθυστόχαστο καὶ ἀνεξάντλητο περιεχόμενο. Λέξεις ὅπως: ἁρμονία, νοσταλγία, φιλοσοφία, ἀρχιτεκτονική, ἄλγος, εἰρήνη, θεωρία, πράξη, ὀργάνωση, διάγνωση, πρόγνωση, αὐτοψία, παθολογία, δημοκρατία, ἀκαδημία, πολιτική, λέξη, βιβλίο, παιδαγωγική, μαθηματικά, ἀλφάβητο, γραμματική, σύνταξη, σφαῖρα, ἀτμός, ψυχή, φυσική, τέχνη, θήκη, λογική, ἰδέα, ἄτομο, ἐνέργεια, κοσμοπολίτης, ἀθλητής, θρίαμβος, θέατρο, δράμα, κωμωδία, μουσική, μελωδία, ψαλμός, ὠδή, βιολογία, ἀνατομία, δίαιτα, λύση, πρόβλημα, πρόγραμμα, ἱστορία, λυρισμός, εἰδύλλιο, εὐχαριστία, εὐδαιμονία, χαρακτῆρας, φιλανθρωπία, φιλοξενία, ἥρωες, εὐθανασία, σύνδρομο, ψυχανάλυση, σύνθεση, ἦχος, σύμβολο, ψυχοσωματική, ἀναιμία, ἀέρας, ἀγωνία, ἀναρχία, τυραννία, φοβία, πανικός, καταστροφή! Χιλιάδες εἶναι οἱ λέξεις ἀπὸ τὴ γλῶσσα σας στὰ λεξικά μας, θεμέλιοι λίθοι τοῦ γλωσσικοῦ καὶ πνευματικοῦ μας οἰκοδομήματος!». Τὸ ἴδιο βέβαια ἰσχύει καὶ στὶς ἄλλες γλῶσσες τῆς Εὐρώπης. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ταιριάζει, νομίζω, νὰ σᾶς διηγηθῶ μία ἄγνωστη, γιὰ κάποιους ἴσως, ἱστορία. Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ὁ γνωστὸς Τραπεζίτης, καὶ γιὰ ἕνα διάστημα Πρωθυπουργὸς (Οἰκουμενικὴ Κυβέρνηση 1989) τῆς χώρας, Ξενοφῶν Ζολώτας, μίλησε σὲ Συνέδριο Ἄγγλων συναδέλφων του στὸ Λονδίνο χρησιμοποιώντας μόνο ἑλληνικὲς λέξεις ποὺ τὶς εἶχε πάρει ἀπὸ τὴν ἀγγλική. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ λόγος του ἔγινε ἀπόλυτα κατανοητὸς καὶ καταχειροκροτήθηκε. Αὐτὸ Συνέλληνες, ἐδῶθε καὶ ἐκεῖθε τῶν συνόρων, δὲν εἶναι μύθευμα. Τὸ κείμενο ὑπάρχει! Ἀμέτρητες φορὲς ἔχουμε ἀκούσει στὰ ἐργοστάσια, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωή, νὰ μᾶς λένε οἱ Γερμανοὶ Vorarbeiter: Jetzt meine Herren machen wir Pause! Αὐτὴ ἡ χιλιοειπωμένη λέξη Πάουζε, ποὺ τὴν ἀκοῦμε συνεχῶς γύρω μας, δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἑλληνικότατη λέξη παῦσις! Ἀπὸ τὸ ρῆμα παύω. Δηλαδὴ σταμάτημα, διακοπή ἀπὸ ἕναν ἀένναο ρυθμό, ὅπως εἶναι ἡ ἐργασία, ἀλλὰ δυστυχῶς καμμιὰ φορά καὶ τῆς ἴδιας τῆς καρδιᾶς μας! Ναί, ἔτσι εἶναι, συμπατριῶτες καὶ συμπατριώτισσες τῆς ξενιτειᾶς. Εἴμαστε, εἴτε τὸ θέλουν, εἴτε δὲν τὸ θέλουν κάποιοι, τὸ ἅλας τῆς γῆς! Κι αὐτὸ πρέπει νὰ παραμείνουμε.
Θὰ μοῦ πεῖτε τώρα, φίλε Δίκογλου, καὶ τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ καὶ τὰ ὡραῖα πού μᾶς λὲς μὲ τὸν μήνα Αὔγουστο; Νὰ σᾶς ἀπολογηθῶ: Στὰ μύχια τῆς ψυχῆς τοῦ Ἕλληνα δὲν βρίσκεται μόνο ἡ λαχτάρα τῆς φυγῆς, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τῆς νοσταλγίας, ὁ Νόστος τῆς ἐπιστροφῆς στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε. -Νὰ δῶ τὸν καπνὸ ἀπὸ τὸ τζάκι τοῦ σπιτιοῦ μου, μονολογοῦσε ὁ πολυταξιδεμένος Ὀδυσσέας, καὶ ἔπειτα ἂς πεθάνω! Καὶ οἱ παλαιοί, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς, σιγοψιθυρίζανε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: θέλω νὰ γυρίσω στὸν τόπο τῶν δικῶν μου «στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸν πατοῦν οἱ ξένοι».
Τὸν καιρὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη ἀεροπλάνα, αὐτοκίνητα καὶ κινητὰ τηλέφωνα, Internet, Facebook κ.λπ. ἡ λαχτάρα νὰ μάθουμε κάτι νέο ἀπὸ τὴν μακρινή μας πατρίδα, ἰδιαίτερα αὐτονῶν ποὺ μένανε στὴν Ἀμερική, γινότανε μὲ τὸ νὰ γυροφέρνουν λιμάνια καὶ σιδηροδρομικοὺς σταθμοὺς μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως καὶ συναντήσουν κάποιον νεοφερμένο πατριώτη καὶ νὰ μάθουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὰ νέα τῆς πατρίδας. Κι ἂν αὐτὰ ἦσαν καλὰ χαιρόντουσαν σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ὕστερα σὲ κάποιο καπηλειὸ εὐφραίνανε τὶς καρδιές τους μὲ ἕνα ποτήρι κρασὶ καὶ κουβεντούλα. Καὶ ὅταν πάλι αὐτὰ ἦσαν ἄσχημα καὶ πένθιμα, θλίψη, βουβαμάρα καὶ μαύρη σκιὰ ὁλόγυρα. Συχνὰ τὸ παράπονο καὶ ἡ ἀνημπορεσιὰ γινόταν πικρὸ δάκρυ γιὰ νὰ κυλήσει ἀπὸ τὶς κόγχες τῶν ματιῶν στὰ μάγουλα. Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Θυμᾶστε, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ξενιτειᾶς μας, μὲ τὶς ὧρες γυροφέρναμε κι ἐμεῖς μέσα στοὺς μεγάλους σταθμοὺς τοῦ Μονάχου, τῆς Στουτγάρδης, τῆς Φραγκφούρτης, τῆς Κολωνίας, τοῦ Ντύσσελντορφ, τοῦ Ντόρτμουντ καὶ τοῦ Ἀνόβερου. Ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ ξεκινοῦσε τὸ τραῖνο τῶν Gastarbeiter γιὰ τὴ Γερμανία, παίρνοντας μαζί του ἀπὸ σταθμὸ σὲ σταθμὸ τὰ νειᾶτα τῆς μάννας Ἑλλάδας. Τί ἦταν ἀνήμπορη ἡ πατρίδα νὰ μᾶς χορτάσει ψωμὶ καὶ παιδεία, νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει μία θέση δουλειᾶς. Κι ἐμεῖς παλληκαράκια καί κοπελιὲς στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας μας, χωρὶς γλῶσσα, χωρὶς χρήματα, χωρὶς κἄν γνώση τοῦ προορισμοῦ μας, νοιώθαμε ἕνα πικροχαρούμενο συναίσθημα νὰ βαραίνει τὴν καρδιά μας. Μία γιατί ἀφήναμε πίσω μας γονεῖς, ἀδέλφια, φίλους, ἀγαπητικιά, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἠδονιζόμασταν ἀπὸ τὸ ἄγνωστο ποὺ μᾶς περίμενε στὴν μακρινή, γιὰ κεῖνα τὰ χρόνια, Γερμανία. –«Μαννούλα θὰ φύγω, μὴν κλάψεις γιὰ μένα, ἡ μοῖρα τὸ γράφει μονάχος νὰ ζῶ» τραγουδούσαμε ἀσυντόνιστα τὸ γνωστὸ λυπητερὸ τραγούδι τοῦ Στέλλιου Καζαντζίδη, μέσα στὰ ἐργατοβαγόνια μὲ σκέψεις ἀνάκατες. Τὸ Dortmund ἦταν ὁ τελευταῖος σταθμός! Θυμᾶστε, πὼς τεντώναμε τὸ αὐτί, μήπως κι ἁρπάξουμε ἀπὸ κάπου τὴν ἑλληνικὴ λαλιά, τὴ λαλιὰ τὴ γνώριμη ποὺ τόσο μᾶς ἔλειπε.
Στὴν Κολωνία 4 Ἀπριλίου 1967 ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμεινε ὁ ἐπιστήθιος φίλος (ἡ φιλία ἄρχισε (ἀριστερὸς αὐτὸς δεξιὸς ἐγὼ) τὸ Φθινόπωρο 1959 καὶ κρατάει ἕως σήμερα) Γιῶργος Κασμερίδης. Ὁ Γιῶργος, μετὰ τὸ πτυχίο του στὴν ΑΣΟΕ, ἔκανε ἐκεῖνον τὸν καρὸ τὴν διδακτορική του διατριβὴ στὰ Οἰκονομικὰ / Betriebswirtschaft, στὸ Πανεπιστήμιο zu Koln. Εἶχε ἀγοράσει μία φωτογραφικὴ μηχανὴ μάρκα Exakta καὶ μαθαίνοντας φωτογράφιζε ὅ,τι ἔβρισκε μπροστά του. Ἄτυχος, βρέθηκα κι ἐγὼ στὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴν πίπα: Τότε μᾶς εἶχε πιάσει ὅλους ἡ σοσιαλίζουσα μανία (Μάριος Νικολινάκος, Θωμᾶς Ρηνιώτης, Γιῶργος Κασμερίδης, Ἀχιλλέας Νικολαϊδης, Γιάννης Χανούμης, Κώστας Νικολάου, Βάσος Μαθιόπουλος, Κάρολος Παπούλιας καὶ ἄλλοι). Πρότυπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ διανόηση, ὑψηλόβαθμα στελέχη τῆς SPD (στὸ ζενὶθ τότε τῆς πολιτικῆς τῆς ἐξουσίας καὶ αἴγλης), ὅπως ὁ Fraktionschef Herbert Wehner, ὁ Vordenker Egon Bahr, ὁ Professor Horst Ehmke = αὐτὸς ἔφερε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα στὴ Γερμανία τὸν κρατούμενο στὶς φυλακὲς Καθηγητὴ Γεώργιο-Ἀλέξανδρο Μαγκάκη), ὁ Karl Wienand, οἱ 3 τελευταῖοι πρωτοπαλλήκαρα τοῦ χαρισματικοῦ ἀρχηγοῦ τους Willy Brandt. Ἀπὸ τοὺς παραπάνω δικούς μας ἀρκετοὶ εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὴν SPD μὲ θέσεις στὴ Deutsche Welle γιὰ τὶς ἑλληνικὲς ἐκπομπὲς (Βάσος Μαθιόπουλος, Κάρολος Παπούλιας, Κώστας Νικολάου) καὶ ἄλλοι σὲ θέσεις Κοινωνικῶν Λειτουργῶν, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν Ἑλλήνων Gastarbeiter, μὲ τὴ μεσολάβηση καὶ τὴν πολύπλευρη στήριξη τοῦ Georg Albrecht (ζεῖ στὸ Ντύσσελντορφ), διευθυντικὸ καὶ δραστήριο στέλεχος στὸ Diakonische Werk τῆς τότε πανίσχυρης Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας στὴ Ρηνανία-Βεστφαλία.
Ὑπάρχει, φίλοι ἀναγνῶστες, καὶ ἀγαπητὲς ἀναγνώστριες, ἕνα συγκινητικὸ ἀνέκδοτο ἐπεισόδιο καὶ θαρρῶ ἀξίζει νὰ σᾶς τὸ ἀναφέρω σήμερα. Σὲ μία τέτοια, τυχαῖα, συνάντηση στὴν πρώτη μαζικὴ μεταναστευτικὴ ἔξοδο τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴν Ἀμερική, ἕνας ἀπόκληρος μετανάστης ἔφερνε βόλτες σὲ μέρη ποὺ συνήθως σύχναζαν οἱ ἀλλοδαποί. Ἐκεῖ στὴ γύρα, γιὰ κανένα συμπατριώτη, κάποια στιγμὴ ρωτάει ἕναν ξένο σὲ σπαστὰ ἀμερικάνικα, ποὺ τοῦ φάνηκε γιὰ Ἕλληνας, ἀπὸ ποῦθε κατάγεται. Ὁ ρωτηθείς ὅμως δὲν τοῦ ἀπαντάει εὐθεῖα, ἀλλὰ ἀρχίζει νὰ τοῦ περιγράφει ὅσο καλύτερα μποροῦσε στὴν ξένη γλῶσσα τὶς ὀμορφιὲς τοῦ τόπου του, νὰ τοῦ μιλάει γιὰ τὸν καταγάλανο οὐρανό, τὶς γαλάζιες θάλασσες μὲ τὶς ἀμέτρητες ἀκρογιαλιές, γιὰ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ τὶς καταπράσινες πεδιάδες, γιὰ τὴν ἱστορία καὶ τοὺς ἥρωες τῆς πατρίδας του, τὶς φιλόξενες καρδιὲς ποὺ κατοικοῦν στὴ χώρα του, ὥσπου ὁ ἄλλος δὲν ἄντεξε. Τοῦ λέει νὰ σταματήσει καὶ μὲ βουρκωμένα μάτια τοῦ ἀπαντάει μὲ τὰ λόγια τοῦ ποιητῆ: «Σώπα, τὴ χώρα πού μοῦ λὲς τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα, τὴν μακρινὴ πατρίδα σου ἔχω κι ἐγὼ πατρίδα».
Ὕστερα κύλησαν τὰ χρόνια, μεστώσαμε στὴν ξένη γῆ, μάθαμε τὴ γλῶσσα τους, τὸ πρῶτο ἐργαλεῖο γιὰ κάθε ἐπιτυχία. Ἔπειτα παρατήσαμε τὶς σίγουρες δουλειές μας στὰ ἀνθρακωρυχεῖα, στὰ χυτήρια καὶ στὰ ἐργοστάσια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλοδαπούς, κι ἐμεῖς, μὲ τὸ ἔμφυτο χάρισμα τῆς φυλῆς, ριχτήκαμε στὸ ἐμπόριο, στὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες, στὶς τέχνες καὶ στὶς χρηματιστηριακὲς συναλλαγές. Κάποιοι σκοντάψαμε. Δὲν ἦταν στρωμένος μὲ ροδοπέταλα ὁ δρόμος τῆς ἐπαγγελματικῆς ἀνεξαρτησίας καὶ αὐτονόμησης ποὺ ἐπιλέξαμε. Ἀρκετοὶ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ χάσανε τὶς μικρές τους οἰκονομίες, ποὺ εἴχανε συγκεντρώσει μὲ στερήσεις καὶ θυσίες μάρκο-μάρκο, ἀπὸ τὴν σκληρὴ δουλειὰ στὶς φάμπρικες. Μὰ οἱ περισσότεροι ἀνασηκωθήκαμε, ὀρθοποδήσαμε, ὑπερνικήσαμε ἐμπόδια καὶ δυσκολίες καὶ τέλος στεριώσαμε γιὰ τὰ καλά. Σήμερα οἱ Ἕλληνες τῆς Γερμανίας, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες περιπτώσεις, εὐημεροῦν! Τὸ δηλώνει αὐτὸ ὑπεύθυνα κάποιος ποὺ ἐργάστηκε 30 χρόνια σὲ Πιστωτικὰ Ἱδρύματα (γερμανικὸ καὶ ἑλληνικὸ) καὶ παράλληλα ὑπῆρξε, ἀπὸ τὸ 1974 μέχρι στὶς μέρες μας, ὁρκωτὸς διερμηνέας καὶ μεταφραστὴς στὸ Ἐφετεῖο τοῦ Ντύσσελντορφ. Εἶναι, ὅπως ξέρετε, οἱ δύο τομεῖς ὅπου τὸ ἄτομο ἀποκρυπτογραφεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἐμπιστεύεται τὸν συνομιλητὴ του φανερώνοντάς του κρυφὲς πτυχὲς τῆς ζωῆς του. Στὴν πρώτη περίπτωση δίνει πληροφορίες γιὰ τὰ χρήματά του (τὸ πιὸ πολύτιμο ἀγαθὸ γιὰ πολλοὺς συνανθρώπους μας) καὶ στὴ δεύτερη γιὰ τὰ προσωπικὰ του βιώματα, συναισθήματα καὶ προβλήματα. Συχνὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ὅσοι ἀσκοῦνε τὸ ἐπαγγέλματα τοῦ τραπεζικοῦ -ὑψηλόβαθμα στελέχη- καὶ αὐτὸ τοῦ διερμηνέα-μεταφραστή, γνωρίζουν περισσότερα πράγματα κι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἱερεῖς ἐξομολόγους (κι αὐτοὶ πηγαίνουν στὴν Τράπεζα). Ἄσε ποὺ οἱ ἐξομολογήσεις δὲν εἶναι πιὰ τῆς μόδας, ἀλλὰ καὶ παλιά, ποτὲ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ λέγανε ὅλα στοὺς παπᾶδες ποὺ τοὺς ἐξομολογοῦσαν. Στὸν τραπεζικὸ ὅμως λένε τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους: κύριε Νικόπουλε, ἔχω αὐτὲς κι αὐτὲς τὶς οἰκονομίες, τί νὰ κάνω; δὲν θέλω νὰ μάθει τίποτα ὁ ἄνδρας μου. Εἶναι χαρτοπαίκτης, εἶναι τοῦ πιοτοῦ, εἶναι τοῦ καφενείου, εἶναι γυναικὰς κ.λπ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά: τὸ μάτι τῆς γυναίκας μου γυαλίζει ἐπικίνδυνα, κύριε διευθυντά, δὲν τὴν ἔχω πιὰ ἐμπιστοσύνη. Τὸ ποσὸ αὐτὸ πρέπει νὰ μείνει μυστικὸ στὸ ὄνομά μου, γιὰ τὴν ὥρα τὴν κακιὰ καὶ τὴ δύσκολη, γιὰ τὰ παιδιά, ἂν ὅλα δὲν πᾶνε καλὰ μὲ τὴ γυναῖκα μου καὶ στὸ τέλος χωρίσουμε. Ἄχ, βιβλίο τρίτομο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συγγράψει πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα. Ἀλλὰ εἶναι καὶ τὸ καταραμένο τὸ ἀπόρρητο ποὺ μᾶς καταδιώκει μέχρι τὸν τάφο.
Ὁ Αὔγουστος μῆνας, λοιπόν, εἶναι ὁ εὐλογημένος μῆνας τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πολὺ παλιὰ χρόνια. Ὁ μῆνας τῆς ξεγνοιασιᾶς καὶ τῆς ἀφθονίας, ὁ μῆνας ποὺ ὁ τζίτζικας σκάει ἀπὸ τὸ πολὺ τραγούδι καὶ ὁ μέρμηγκας ἀπὸ τὴν πολλὴ δουλειά. Αὐτὸ τὸ γνώριζαν φαίνεται οἱ ἐργοστασιάρχες στὴ Γερμανία ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ. Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπινόησαν τὰ ἐκπαιδευτικὰ συστήματα. Ἔτσι μᾶς ἔγινε συνήθειο νὰ παίρνουμε τὴν ἄδειά μας τὸν Αὔγουστο καὶ νὰ ἀναχωροῦμε οἰκογενειακῶς γιὰ τὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα Ἑλλάδα. Θὰ θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι, ὅτι ἡ προσωρινὴ ἐπιστροφή, ἡ ποθητή μας ἄδεια, γινόταν στὴν ἀρχὴ ὁδικῶς μέσῳ Αὐστρίας καὶ Γιουγκοσλαβίας ποὺ τὸ μῆκος τῆς δεύτερης δὲν ἔλεγε νὰ τελειώσει. Ὁ δρόμος ἕνας καὶ μοναδικὸς καὶ σὲ ἄθλια κατάσταση. Ἡ κυκλοφορία μεγάλη καὶ ἀχαλίνωτη. Ἑκατοντάδες κάθε καλοκαίρι τὰ αὐτοκινητιστικὰ δυστυχήματα, πολλὲς δεκάδες οἱ νεκροί, Τοῦρκοι, Ἕλληνες, τουρίστες, ντόπιοι κ.ἄ. Κάθε δύο-τρία χιλιόμετρα καὶ σταυρός, κάθε χαντάκι καὶ ἕνα αὐτοκίνητο μὲ γερμανικὰ νούμερα. Φτάναμε στὸν προορισμό μας, στὸ σπίτι μας, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα. Ἀνάβαμε κερὶ στὴν Παναγιὰ τοῦ χωριοῦ καὶ τὴν παρακαλούσαμε ἡ Χάρη της νὰ μᾶς συνοδεύει καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή μας στὴ χώρα τῆς ἐργασίας μας. Ἔπειτα, ὅλως ξαφνικά, ἀλλάξανε τὰ πολιτικὰ πράγματα καὶ οὔτε ποὺ προφτάσαμε νὰ χαροῦμε τὴν περίφημη Autoput, τὸν αὐτοκινητόδρομό τους ποὺ γινόταν μὲ γοργοὺς ρυθμοὺς μὲ τὰ χρήματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τράπεζας. Φλόγες τυλίξανε τὴ γείτονα χώρα. Διαλύσανε τὴν ὀντότητά της, μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλου τοῦ κόσμου, μέσα σὲ λίγους μῆνες, χωρὶς νὰ κουνηθεῖ φύλλο -διαμαρτυρία ἀπὸ πουθενὰ- ἐκτὸς τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ!
Ἀπὸ τὶς Παιδικὲς Κατασκηνώσεις στὴν Καλλιθέα Δράμας στὰ τέλη τοῦ 50ντα. Μαθητὴς τότε Γυμνασίου ἐργαζόμουν τὰ καλοκαίρια στὶς Κατασκηνώσεις ὡς βοηθὸς τοῦ Ἀποθηκάριου ἀείμνηστου πιὰ Μπάρμπα-Θανάση. Ἀρχιμάγειρας ὁ καλόκαρδος καὶ σφόδρα καλαμπουρτζὴς Βαγγέλης Πίσπας ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Στὴ φωτογραφία συνοδεύω ὁμαδάρχισσες μὲ τὰ «παιδιά» τους ποὺ μεταφέρουν μέσα σὲ μεγάλα ταψιὰ τὸ μεσημεριάτικο φαγητὸ ἀπὸ τὸ φοῦρνο τοῦ χωριοῦ, ἰδιοκτησία κ. Σκαφίδα, στὴν τραπεζαρία τῆς Κατασκήνωσης. Φτωχοὶ μὰ ὄμορφοι καιροὶ …
Ἀλληλοματώσανε τὰ χέρια τους οἱ πρώην γείτονες ὁ ἕνας στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, τὸ μίσος πῆρε παρανοητικὲς διαστάσεις καὶ τὰ βάσανα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα αὐτὰ τῶν Σέρβων, δὲν ἔχουν τελειωμὸ μέχρι στὶς μέρες μας. Καὶ μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ θολούρα καὶ τὴ συμφορά, νἄσου καὶ οἱ Σκοπιανοὶ νὰ αὐτοβαπτίζονται «Μακεδόνες» ἀπόγονοι τοῦ Φιλίππου καὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, τοῦ Ἀμύντα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ ἀναιδέστατοι, ὅπως ὅλοι οἱ πλαστογράφοι, νὰ κυκλοφοροῦν χάρτες τῆς «Μακεδονίας τοῦ Αἰγαίου» στοὺς ὁποίους συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ λίκνο τοῦ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ὁ θεϊκὸς ΟΛΥΜΠΟΣ! Ἀλλὰ καὶ ὁ τάφος τῶν γονιῶν μου στὴ Δράμα. Μπράβο σας γείτονες, ἂν δὲν σᾶς κόψουμε τὴ φόρα, εἶστε σὲ θέση νὰ τυπώσετε καὶ νέους χάρτες ὅπου θἄναι μέσα καὶ ἡ Ἤπειρος, μιά καὶ ἡ μάννα τοῦ Ἀλέξανδρου ἦταν Ἠπειρώτισσα, ἀλλὰ καὶ μέρη τῆς Θεσσαλίας ἀφοῦ τὸ ξακουστὸ ἄλογο τοῦ Στρατηλάτη, ὁ Βουκεφάλας, ἦταν θεσσαλικὴ ράτσα ἀπὸ τὰ ξακουστὰ λιβάδια της.
Ὅμως τὰ ἀδέρφια μας στὴν πατρίδα, τὸ Ἑλληνικὸ δαιμόνιο ποὺ δὲν κοιμᾶται, κι ἂς τὸ νομίζουν κάποιοι ὅτι εἶναι ἔτσι, αὐξήσανε τὰ δρομολόγια, ἱδρύσανε νέες ἀεροπορικὲς ἑταιρίες, παραγγείλανε τὰ πιὸ σύγχρονα καὶ γοργοτάξιδα καράβια τοῦ κόσμου -περίπατος εἶναι πιὰ ἡ θαλάσσια ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ἰταλία γιὰ τὴν Ἡγουμενίτσα καὶ τὴν Πάτρα. Κι ἐκεῖ στὰ σύγχρονα λιμάνια μας, περιμένει ἡ Ἐγνατία Ὁδὸς γιὰ νὰ μᾶς φέρει γρήγορα καὶ ἀσφαλέστατα στὰ πατρογονικά μας, στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς περιμένουν.
Καλὸ καὶ εὐχάριστο Δεκαπενταύγουστο