Στό κέντρο λοιπόν τῆς ὕπαρξής του, στόν «λύχνο τοῦ σώματος», τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, πού ἐδῶ νοεῖται ὁ νοῦς, πρέπει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου νά γίνει «λύχνος τοῖς ποσίν μου καί φῶς τοῖς τρίβοις μου» (Ψαλμ. 118, 105). Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά θεωρήσει ὡς τήν πρώτη ἀγάπη τῆς ζωῆς του τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ὑπερβαίνει τήν ἀγάπη πρός κάθε τι γήινο εἴτε αὐτό εἶναι ἡ οἰκογένεια, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, εἴτε εἶναι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀγάπη.
Μελέτη στό εὐαγγελικό ανάγνωσμα: «ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ἦ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται»