Ἀπό ὅλα τά ψαλτικά μέλη, ὑπάρχουν ὁρισμένα τά ὁποῖα λίγο-πολύ τά γνωρίζουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν μία πιό συχνή συμμετοχή στή Θεία Λατρεία. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί τό «Τρισάγιο τοῦ Καλογήρου». Κατά γενική ὁμολογία εἶναι ἕνα ἀπό πιό ἀγαπημένα ψαλτικά ὅλων ὅσων ἔτυχε νά τό ἀκούσουν, γι’ αὐτό καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν νά τό ψάλλουν «ἀπό στήθους», ἀκόμη καί χωρίς ἐξειδικευμένες ψαλτικές γνώσεις ἤ μαθητεία σέ αὐτήν τήν τέχνη. Ἀπό πολλούς χαρακτηρίζεται ὡς τό κατεξοχήν Τρισάγιο τῶν Ἀγρυπνιῶν, λόγῳ τῆς «κατανυκτικῆς-ἡσυχαστικῆς» του μελωδίας.
Ποιός ὅμως ἦταν αὐτός ὁ «Καλόγηρος» πού ἔγραψε ἕνα ἀπό τά πιό ἀγαπημένα μαθήματα τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης; Ἀναζητώντας λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του βρισκόμαστε μπροστά σέ ἐλάχιστες πληροφορίες.
Εἶναι βέβαιο πώς ἦταν ἰδιαίτερα χαρισματοῦχος στά μουσικά. Ἀρκεῖ ὅμως αὐτό γιά νά γράψει κάποιος ἕνα τέτοιο μάθημα; Σίγουρα ὄχι. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν συγκεντρώσει ἕναν τεράστιο ὄγκο σπουδῶν καί πράξης πάνω στή μουσική τέχνη κι ἐπιστήμη, ὅμως ἕνα τέτοιο μάθημα δέν μπόρεσαν νά γράψουν.
Ἀπό τά λίγα βιογραφικά του πού ἐντοπίσαμε, μαθαίνουμε πώς ὁ Κυριακός Ἰωαννίδης ὁ «Καλόγηρος» ἦταν νόθο παιδί καί δέν γνώρισε ποτέ του ποιός ἦταν ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του, ἀφοῦ «ὡς ἔκθετον εἶχεν εὑρεθῆ πρό τῆς ἐξωτερικῆς θύρας τῶν πατριαρχείων ἐπί πατριαρχείας Ἀνθίμου Στ’ τοῦ Κουταλιανοῦ» κάποιο Σάββατο βράδυ πρός Κυριακή, γι’ αὐτό καί ὀνομάστηκε Κυριακός στή Βάπτισή του, κατά τόν Βουδούρη (τό-μος 18, σελ. 198).
Ὡς πνευματικό τέκνο τοῦ Πατριάρχη φοίτησε στήν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ἀπό ὅπου καί ἀποφοίτησε. Παράλληλα μέ αὐτές τίς σπουδές, μαθήτευσε μουσικά δίπλα στόν μουσικολογιώτατο Γεώργιο Ραιδεστηνό καί χρημάτισε πατριαρχικός κανονάρχης.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία φοροῦσε ράσο καί καλογερικό σκοῦφο, ἄν καί δέν εἶχε λάβει χειροθεσία, σύμφωνα μέ τό «Λεξικόν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς» (1938). Χαρακτηρίζεται ὡς ἱεροψάλτης «μεγαλόφωνος, καλλίφωνος καί μέ λαμπρό μουσικό ὕφος». Κάποτε προτάθηκε γιά Λαμπαδάρι-ος τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά πολεμήθηκε ἀπό τόν Πρωτοψάλτη διότι «ψάλλων δῆθεν ἔκαμνε πολλούς μορφασμούς», κατά τόν Βουδούρη. Χαρακτηρίζεται ὡς «ἰδιότροπος» γι’ αὐτό λένε πώς δέν ἔμενε γιά πολύ σέ κάποια σταθερή ψαλτική θέση. Ὁ ἴδιος φαίνεται πώς ζοῦσε βίο πενιχρότατο, «δι-αιτώμενος ἐντός ἑνός παντοπωλείου», μᾶλλον μέ κρυφή πνευματική ζωή, τήν ὁποία πιθανόν νά μή μποροῦσαν πολλοί νά ἀντιληφθοῦν.
Σέ μία ἀναφορά του ὁ π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος,-Κων-σταντινουπολίτης καί ὁ ἴδιος- μεταφέρει κάτι ἀπό τή ζωή τοῦ Κυριακοῦ, τό ὁποῖο ἴσως καί νά μπορεῖ νά ἐξηγήσει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς «παραξενιές» τοῦ βιογραφούμενου ἀνδρός.
Διηγεῖται ὁ π. Κωνσταντῖνος: «…Θυμᾶμαι ἐκεῖνον τόν μεγάλο ψάλτη στήν Πόλη. Ἔζησε στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰῶνος. Πέθανε τό 1905-906. Λεγόταν Κυριακός Ἰωαννίδης. Ἔγραφε περίφημα μαθήματα μουσικά. Περίφημα! Τά ἔγραφε, ἀνέβαινε στό ψαλτήρι –ἔψαλλε δεξιός ψάλτης στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στό Πέρα- καί ἀφοῦ τά ἔψαλλε Κυριακή πρωί, ἔσκιζε τήν παρτιτούρα! Τοῦ λέγουν (οἱ μαθητές του) “δάσκαλε τί τά σκίζεις; Τήν ἄλλη Κυριακή τί θά ψάλλουμε;’’. “Καινούργιο θά γράψω” λέει. “Μά ἴδιο δέ θά ‘ναι;***** (ρωτοῦν οἱ μαθητές) “Ὄχι. Δέ θά εἶναι τό ἴδιο” (τούς ἀπαντοῦσε ὁ Κυριακός) καί τά ‘σκιζε. Ἐπειδή λοιπόν ἦταν ἰδιότροπος σέ αὐτό τό θέμα τόν εἴπανε “Καλόγηρο” κι ἔμεινε σήμερα στά μουσικά μας “ὁ Καλόγηρος”. Δυστυχῶς, ἔργα του πολλά δέν ἔμειναν, ἀφοῦ τά ‘σκιζε ὅλα. Τά ἐλάχιστα πού ἔμειναν τά κατέγραψαν κρυφά ἀπό αὐτόν οἱ μαθητές του. Πήγανε πίσω ἀπ’ τό ψαλτήρι, καθίσανε μέ χαρτί καί μολύβι –δέν ὑπῆρχαν καί μαγνητόφωνα τότε- κι ὅπως τά ἔψαλλε, τά ἔγραφαν οἱ ἴδιοι μέ νότες ἐπί τόπου, κι ἔτσι ἔμειναν τά ἐλάχιστα ἔργα του… ἐλάχιστα μαθήματα ἀπό μία τόσο συγκλονιστική μεγάλη μορφή».
Ὁ Κυριακός Ἰωαννίδης ὁ «Καλόγηρος» πέρασε στήν ἄλλη ζωή, τήν αἰώνια, τό 1906 «ὑπερεξηκοντούτης», ἀφήνοντας ὅλη του τήν περιουσία στά φιλανθρωπικά καί ἐκπαιδευτικά σωματεῖα τῆς Κωνσταντινούπολης καί ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Γεώργιος Ι. Παπαδόπουλος (Ἄρχοντας Μεγάλος Πρωτέκδικος τῆς ΜΧΕ) στό Λεξικόν τῆς Βυζαντινῆς Μουσι-κῆς (1938): «…ὁ θάνατος αὐτοῦ ἀπεκάλυψε εἰς τήν ὁμογένειαν παρά τό ἰδιότροπον τοῦ χαρακτῆρα καί τόν εὐτελῆ τρόπον τοῦ βίου αὐτοῦ, ἄνδρα εὐγενῶν ψυχικῶν διαθέσεων».
Κλίνοντας αὐτήν τήν ἀναφορά στόν Κυριακό Ἰωαννίδη, κρίνουμε σκόπιμο νά μήν ἀναφερθοῦμε ἁπλά στόν ρόλο τῆς τέχνης (ψαλτικῆς, ἁγιογραφικῆς κλπ) ἀλλά νά ἀποτυπώσουμε τά λόγια π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου γιά τήν Ὀρθόδοξη Τέχνη: «… ἄνθρωπος τῆς Τέχνης μπορεῖ νά εἶναι κι ὁ σκουπιδιάρης τῆς γειτονιᾶς μου, ἄν γίνει Ἅγιος. Νά λέμε τίς λέξεις μέ τό ὄνομά τους. Ὅπως εἶναι, παρακαλῶ. Αὐτοί λοιπόν (οἱ Ἁγιασμένοι ἁγιογράφοι) εἶχαν τέχνη! Δέν εἶχαν τεχνική. Γιατί ὁδηγοῦσαν τά πράγματα στήν Ἁγιότητα, μέσα ἀπ’ τή ζωή τους καί μέσα ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς δουλειᾶς τους. Ἄν τό ἀποτέλεσμα τῆς δουλειᾶς τους δέν ὁδηγεῖ στήν Ἁγιότητα, δέν κάναμε τίποτε. “Ἄρα βλέπετε -λέει τό κείμενο ἐδῶ του Συναξαρίου τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ρουμπλιέφ- …κατακυριευμένοι ἀπό Θεῖο ἔρωτα, ἔστρεφαν πάντα τό πνεῦμα τους καί τούς λογισμούς τους πρός τό Θεῖο Φῶς πού καταύγαζε στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους, μέ μόνο μέλημα νά μεταγράψουν σέ χρώματα πάνω στούς τοίχους καί τά σανίδια τά ἀπαυγάσματα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς θεωρίας”. Προσέξτε! Αὐτό εἶναι ἡ ἱστορία καί χωρίς αὐτό δέν κάνουμε τίποτε ἄν μαθαίνουμε στούς ἀνθρώ-πους Ἁγιογραφία χωρίς Ἀσκητική. Δέν κάνουμε τίποτε…!».
Τώρα, σέ ὅλα αὐτά πού ἀναφέρονται σέ ἁγιογράφους, πινέλα καί εἰκόνες, ἄς βάλουμε ψαλτάδες, παρασημαντική, παρτιτοῦρες κι ἀναλόγια.
Μακάρι νά μᾶς οἰκονομήσει ὁ Καλός Θεός κι ἄλλους ψαλτάδες πού δέν κάνουν “τέχνη γιά τήν τέχνη” (βλ. τεχνική), ἀλλά θά ἐκφράζουν μέσα ἀπό τήν τέχνη τους τήν Ἁγιότητα καί τά Ἁγιοπνευματικά τους βιώματα πρός Δόξαν Θεοῦ, ὑπηρετώντας ἔτσι τούς ἀνθρώπους. Μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν Ἁγιασμένη Τέχνη θά βοηθούμαστε βαθιά, μυστικά κι ἐλεύθερα ὅλοι ὅσοι γινόμαστε μάρτυρες καί κατ’ οὐσίαν μύστες αὐτῆς, ὅπως γινόταν πάντοτε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σέ κάθε τόπο καί χρόνο. Ἀμήν. Γένοιτο.