Ἀθανασίου Ἰ. Παϊβανᾶ
Πρωτοψάλτου
Μέ τόν ὅρο Ὑμνολογία (ὑμνολογῶ, λέγω τά σχετικά μέ τόν ὕμνο) στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε τήν θεολογική καί φιλολογική ἐπιστήμη ἡ ὁποία ἔχει ὡς σκοπό τήν συστηματική ἔρευνα τῆς γενέσεως καί τῆς ἐξελίξεως τῶν λειτουργικῶν της ὕμνων. Ὅλα τά σχετικά μέ τήν ἐκκλησιαστική ποίηση, τόν ὑμνογραφικό λόγο, δηλαδή τό ποιητικό κείμενο τῶν ὕμνων, ἐξετάζονται ἀπό φιλολογική καί θεολογική πλευρά προκειμένου νά γίνη φανερή ἡ καλλιτεχνική ποιότητα τῶν ὕμνων καί νά ἐπιβεβαιωθῆ ἡ βαθύτερη σχέση τους μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γιά νά καταστῆ ὅμως δυνατή αὐτή ἡ ἀνάδειξη τοῦ βαθυτέρου κάλλους καί τοῦ πνευματικοῦ περιεχομένου τῶν ὕμνων, ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τῆς ὑπάρξεώς της, ἐπένδυσε τό κείμενο τῶν ὕμνων μέ τό μέλος, δηλαδή μέ τήν μουσική. Ἔτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε ἡ Βυζαντινή Μουσική ἤ ἀλλοιῶς ἡ Ψαλτική Τέχνη.
Ἡ Βυζαντινή Μουσική εἶναι ἐπιστήμη. Εἶναι καρπός τοῦ ἀδιαλείπτως συνεχιζομένου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, συνέχιση καί ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς. Ἐξελίχθηκε ἀνά τούς αἰῶνες μέ βασικό καί κύριο ἄξονα καί ἀποστολή, νά ἐπενδύση τόν λόγο –δηλαδή τό κείμενο τῶν ὕμνων τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας– προκειμένου νά ὁδηγήση τούς πιστούς στόν Λόγο, δηλαδή στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἐμφατικά θά λέγαμε ὅτι ἡ Βυζαντινή Μουσική εἶναι πρωτίστως λατρευτική καί ταυτοχρόνως κατ᾿ ἐξοχήν μουσική τοῦ λόγου, τοῦ ποιητικοῦ κειμένου, τό ὁποῖο στήν ὀρθόδοξη Λατρεία κατέχει τήν πρώτη θέση.
Ἡ Βυζαντινή Μουσική εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ἀναλαμβάνει, χωρίς πολυφωνία καί χωρίς μουσικά ὄργανα, νά «ντύση» τούς ὕμνους καί νά συμβάλη καθοριστικά μέ τίς ἁπλές της μελωδίες στήν πληρέστερη κατανόηση τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου τῶν ὕμνων. Μελετώντας τό κείμενο τῶν ὕμνων θά διαπιστώσουμε ὅτι αὐτό εἶναι εἴτε κατανυκτικό, εἴτε θριαμβευτικό καί σέ κάθε περίπτωση ἐμπεριέχει τήν προσευχή. Ὅλες οἱ ἀποχρώσεις τοῦ θρησκευτικῶν νοημάτων –ἀπό τήν εὐχαριστία καί τήν δοξολογία μέχρι τήν ἔντονη συντριβή, μετάνοια, δέηση– βρίσκονται στούς ὕμνους τούς ὁποίους ψάλλουμε στόν Τριαδικό Θεό.
Στούς ὕμνους πρός τούς χορούς τῶν Ἁγίων ἐκφράζεται ἡ βαθιά τιμή καί εὐλάβεια πρός αὐτούς γιά τόν ἅγιο βίο τους ἤ γιά τό μαρτυρικό τέλος τους. Πολύ συχνά ἐκφράζεται δέηση– αἴτηση ὅπως μεσιτεύσουν στόν Κύριο νά μᾶς χαρίζη τό μέγα ἔλεός Του. Αὐτόν τόν πλοῦτο τῶν ὕμνων ἀναλαμβάνει νά ἑρμηνεύση ἡ Βυζαντινή Μουσική. Ἀναλόγως μέ τό ποιητικό κείμενο, τίς διαφορετικές ἔννοιές του καί τά νοήματα, οἱ ὕμνοι «ντύνονται» μουσικά καί ἔτσι ἀποκτοῦν τήν λυρική τους ἔκφραση.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ Βυζαντινή Μουσική γίνεται τό μέσον, ὥστε ὁ πιστός, προσευχόμενος νά εὐχαριστῆ, νά δοξολογῆ, νά παρακαλῆ, νά ἱκετεύη γονατιστός ζητώντας ἀπό τόν Θεό τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς, τό ἔλεός Του, τήν βοήθειά Του στά δεινά τοῦ βίου καί ταυτόχρονα νά θρηνῆ καί νά ὀδύρεται γιά τίς ἁμαρτωλές πτώσεις του. Ἀπό τούς Ἁγίους ὁ πιστός ζητᾶ τήν μεσιτεία τους πρός τόν Θεό. Ἡ Βυζαντινή Μουσική ἔχοντας ἀφήσει κατά μέρος τά αἰσθητικά καί γήϊνα στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀναμοχλεύουν τόν κόσμο τῶν παθῶν μέσα μας, ἐπιτυγχάνει θαυμαστή ἰσορροπία μεταξύ τοῦ λόγου καί τοῦ μέλους καί ἔτσι ἀναδεικνύει μέ τόν τελειότερο τρόπο τόν μεταισθητικό, πνευματικό, ἀναγωγικό καί μυσταγωγικό χαρακτήρα τῶν ὕμνων.
Ὅλα αὐτά τά ἐπιτυγχάνει καθ᾿ ὅτι διαθέτει πολύ μεγάλη ἐκφραστική δύναμη καί ἱκανότητα νά τονίση καί νά ἀποδώση τά νοήματα τοῦ λόγου. Κύριος ἄξονας πάνω στόν ὁποῖο κινεῖται, ἀναπτύσσεται καί ἐξελίσσεται, εἶναι ἡ ἱεροπρέπεια. Γιά τό θέμα αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα καί μέ τόν ΟΕ΄ κανόνα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου1 (691 μ.Χ.) μέ τόν ὁ ποῖον ἀπευθύνεται στούς Ἱεροψάλτες καί τούς ἐπιτάσσει νά ψάλλουν μέ μεγάλη προσοχή καί κατάνυξη, χωρίς βοές καί κραυγές.
Ἡ Βυζαντινή Μουσική ἔχει τήν δύναμη νά ἐκφράση τά ποικίλα νοήματα τῶν ὕμνων ἀποδίδοντας ταυτοχρόνως τό κατάλληλο ἦθος τοῦ μέλους, δηλαδή τό διασταλτικό, τό συσταλτικό, τό ἡσυχαστικό. Εἰδικότερα ἡ Βυζαντινή Μουσική ἀποδίδει καί ἐκφράζει μέ τόν πλέον κατάλληλο τρόπο τίς ἀκόλουθες ἔννοιες:
α) Ἔννοιες σχετικές μέ τούς τοπικούς προσδιορισμούς παραδείγματος χάριν, τοῦ βάθους, τῆς γῆς, τοῦ ᾌδη, τῆς ἀβύσσου κ.λπ. Τίς ἔννοιες αὐτές τίς ἀποδίδει μέ πτώση τῆς μελωδίας σέ χαμηλές τονικά περιοχές καί συχνά μέ μετάπτωση στά χρωματικά διαστήματα. Μέ τόν ἀντίθετο ἀκριβῶς τρόπο ἀποδίδονται οἱ ἔννοιες πού ἔχουν σχέση μέ τόν οὐρανό ἤ τό οὐράνιο, τό ὕψος, τό ὄρος, τήν ἄνοδο κ.λπ. Αὐτές οἱ ἔννοιες ἀποδίδονται μέ ἀνάπτυξη, κίνηση τῆς μελωδίας σέ ὑψηλές τονικά περιοχές. Μέ ἀντίστοιχο τρόπο μελοποιοῦνται καί οἱ φράσεις οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται σέ κίνηση πρός τά ἄνω ἤ πρός τά κάτω.
β) Ἔννοιες σχετικές μέ τό πλῆθος ἤ τό μέγεθος. Τό πλῆθος ἐκφράζεται μέ ἀνάπτυξη καί ἔκταση τῆς μελωδίας σέ πολλές νότες. Τό μέγεθος συνήθως μέ ἀνάβαση σέ ὑψηλές τονικά περιοχές καί συχνά μέ ἑρμηνεία σέ ἀργότερο ρυθμό.
γ) Ἔννοιες σχετικές μέ τά παθήματα καί τίς καταστάσεις πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἁμαρτία, τήν φθορά, τόν διάβολο, τούς κινδύνους, τίς ὀδύνες, τίς θλίψεις, τά δάκρυα, τόν ὀδυρμό, τήν κόλαση κ.λπ.
Ὅλα αὐτά ἐκφράζονται συνήθως μέ μέλος χρωματικό, δηλαδή μέ μουσικά διαστήματα ἀλλοιωμένα, κάτι τό ὁποῖο κατά κύριο λόγο ἡ Βυζαντινή Μουσική τό ἐπιτυγχάνει μέσῳ τοῦ δευτέρου ἤχου καί τοῦ πλαγίου τοῦ δευτέρου (χρωματικοί ἦχοι). Εἶναι αὐτονόητο, λοιπόν, τό πόσο καθοριστικός καί κρίσιμος εἶναι ὁ ρόλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς στήν προσευχή τῶν πιστῶν, στήν προσομιλία τους μέ τόν Θεό, στήν προσπάθειά τους νά ἀφήσουν «κάθε βιοτική μέριμνα», ὥστε «νά ὑποδεχθοῦν τόν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν».
Ταυτοχρόνως ὅμως ἀναδεικνύεται καί ἡ πολύ μεγάλη εὐθύνη πού ἔχουν στό ἔργο τους οἱ διάκονοι τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, οἱ Ἱεροψάλτες, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται νά ἀναλάβουν τήν μυσταγωγία τῶν πιστῶν καί νά τούς ὑποβοηθήσουν στήν προσπάθειά τους νά ἐπικοινωνήσουν μέ τόν Θεό. Ὁ ἀείμνηστος Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Θρασύβουλος Στανίτσας, ἔγραφε μεταξύ ἄλλων σέ ἄρθρο του μέ τίτλο: «Λόγος καί Μελωδία» τά ἑξῆς: «…μία ἁπλή ψαλμωδία, ὀρθῶς καί κατ᾿ ἐπίγνωσιν ψαλλομένη, ἀποτελεῖ μίαν συζυγίαν ἤχων, τέχνης, ἱερᾶς προσομιλίας, ψυχικῆς συντριβῆς, διαλογικοῦ δυναμισμοῦ, βιωματικῆς συγκινήσεως, δεκτικῆς ἱκανότητος… Τό ὕψιστον, τό ὁποῖον προσπαθεῖ νά ἐπιτύχῃ ἡ μελωδική μουσική τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν εἶναι ἡ εὐχαρίστησις, ἡ τέρψις τοῦ ἀκροατοῦ ἤ τοῦ πιστοῦ. Εἶναι ἡ μετάθεσις τοῦ ἑαυτοῦ του εἰς τό ἐξαϋλωμένον ἀντικείμενον τῆς λατρείας του, ἡ μετακίνησις καί ἡ συμμετοχή ἀπό τά γήϊνα εἰς τά ἐπουράνια».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 37
Βιβλιογραφία
ΠΑΣΧΟΣ Π. Β. Λόγος καί Μέλος, Ἐκδόσεις Ἁρμός.
ΦΙΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Ἡ ἐπιστήμη τῆς «Ὑμνολογίας».
Ἔνθετο Ἄλμπουμ Δίσκων «ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ» (Β΄ Ἔκδοση, 1982). ΕΠΕΤΗΡΙΣ, Ἄρθρο ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΣΤΑΝΙΤΣΑ «Λόγος καί Μελωδία».
- Τούς ἐπί τῷ ψάλλειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι, καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκεί ων· ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως, τάς ψαλμῳδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ. Εὐλαβεῖς γάρ ἔσεσθαι τούς υἱούς Ἰσραήλ τό ἱερόν ἐδίδαξε λόγιον.