Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Θ. ΛΑΤΡΕΙΑΣ

Ἀθανασίου Θ. Βουρλῆ,

Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

 

Ἡ ἐθνική μας μουσική, κοσμικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἔχει τὶς ρίζες της, κατὰ τὸ μεγαλύτερο ποσοστό, στὴν ἀρχαιοελληνικὴ μουσικὴ παράδοσι. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλὰ ἀπὸ τὰ θεωρητικά, πρακτικά, μορφολογικά, σημειογραφικά, ἠθοπλαστικά, κοινωνιολογικὰ καὶ ψυχαγωγικὰ στοιχεῖα τῆς ἰσχύουν μέχρι σήμερα.

            Κατὰ τοὺς Ἀλεξανδρινοὺς χρόνους ἡ ἑλληνικὴ μουσική, ὡς ὕψιστο πολιτιστικὸ ἐπίτευγμα καὶ μέγιστο ἀγαθὸ τοῦ ἐλεύθερου δημοκρατικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς Μεσογείου, ἐπειδὴ ὑπερεῖχε τῆς μουσικῆς ἐκείνων ὡς πρὸς τὶς θεωρητικές, τὶς σημειογραφικές, τὶς φιλοσοφικές, τὶς ψυχαγωγικοηθικές της διαστάσεις. Πλῆθος παλαιοτέρων καὶ μεταγενεστέρων μουσικῶν, φιλοσόφων, ἱστορικῶν, ποιητῶν καὶ θεατρικῶν, κατέγραψε τὴ μακροχρόνια μουσικὴ γνῶσι καὶ ἐμπειρία του γύρω ἀπὸ τὰ πολύπλευρα μουσικολογικὰ  θέματα, γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα αὐτὴ ἡ ἀρχαιοελληνικὴ ποικίλη Γραμματεία γίνεται μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἀντικείμενο ἐξειδικευμένων μουσικολογικῶν μελετῶν ἀπὸ Ἕλληνες καὶ ξένους ἐπιστήμονες.

            Εἶναι βεβαίως λογικὸ νὰ δεχθοῦμε ὅτι, ναὶ μέν, ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ ἐκείνων τῶν χρόνων ἐπηρέασε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἐξέλιξη τῆς μουσικῆς τῶν ἄλλων λαῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκείνη ἐδέχθη πολλὰ στοιχεῖα τῆς μεσογειακῆς μουσικῆς παραδόσεως, τὰ ὁποῖα συνεχώνευσε καὶ ἀξιοποίησε ἐμπλουτίζοντας ἔτσι τὸ μουσικὸ ἑλληνικὸ γίγνεσθαι.

            Τὸ ἴδιο φαινόμενο παρατηρεῖται καὶ στὶς ἄλλες  ἑλληνικὲς τέχνες: τὴν ἀρχιτεκτονική, τὴν ποίησι, τὴν μετρική, τὸ θέατρο, κ.λ.π. Ἡ                    «ἀποδημία», δηλαδή, τοῦ πολυπλεύρου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ σὲ ἄλλους μακρινοὺς τόπους, ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ ἐθνικὰ ὅρια, κατέστησε οἰκουμενικὸ τὸ ἑλληνικὸ δημιουργικὸ πνεῦμα καὶ ἔγινε αἰτία δημιουργικῆς ἐμπνεύσεως γιὰ τοὺς ἄλλους λαούς. Μὲ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη συνάντησι καὶ  ἀλληλοπαραχώρησι λαῶν καὶ πολιτισμῶν ἐξυψώθη τὸ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ εἶναι προετοιμασμένοι νὰ δεχθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τὶς κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς ποὺ ἐπέφερε ὁ χριστιανισμός.

            Ἐπειδὴ ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία κατεγράφη καὶ διεδόθη μέσῳ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, εἶχε δὲ μία γόνιμη διαλεκτικὴ φιλοσοφικὴ καὶ  ἀπολογητικὴ σχέσι μὲ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν ἑλληνικὴ σκέψι, ἦταν φυσικὸ κι ἑπόμενο, ἡ σπαργανώδης ἀρχικὴ διαμόρφωσι τῆς χριστιανικῆς λατρείας, νὰ ἀξιοποιήση καὶ νὰ στηριχθῆ στὴ θρησκευτικὴ λειτουργικὴ παράδοσι καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ ἰουδαισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέκυψε ἡ νέα  ἀποκαλυπτικὴ πίστι τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου.

            Ἔτσι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἡ μουσική, ἡ ποίησι, ἡ μετρική, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἐπιστρατεύθησαν προκειμένου νὰ ὑπηρετήσουν τὶς ἀνάγκες τῆς συνεχῶς ἐξελισσομένης-κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς αἰῶνες-χριστιανικῆς Θ.Λατρείας. Σ’αὐτὸ συνέβαλαν τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο τῶν ἑλληνικῶν τεχνῶν, ἡ θετικὴ στάσι τῶν ἀποστολικῶν καὶ μεταποστολικῶν Πατέρων ἔναντι αὐτῶν καὶ ἡ γενικώτερη ἀποδοχὴ κάθε ὡραίου καὶ ὑψηλοῦ ποὺ ὁ κόπος καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου εἶχε μέχρι τότε δημιουργήσει.

            Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀπέρριψε ὅλα ὅσα εἶχε ὁ εἰδωλολατρικὸς κόσμος. Ἀπεδέχθη ὅ,τι μποροῦσε νὰ προσαρμοσθῆ, νὰ μεταλλαγῆ καὶ νὰ ἐνταχθῆ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς λογικῆς καὶ πνευματικῆς χριστιανικῆς λατρείας τῆς ὁποίας ὁ χαρακτήρας εἶναι θεοκεντρικὸς καὶ ἀνθρωποκεντρικός. Μ’αυτὴν τὴν ἱστορικὴ συνάντησι εἰδωλολατρείας καὶ χριστιανισμοῦ ὠφελήθησαν καὶ οἱ δυὸ πλευρές, διότι ὁ μὲν Χριστιανισμὸς ἐδημιούργησε τὴ θεολογία καὶ τὴ λατρεία του – ἀξιοποιώντας τὸ ἕτοιμο προυπάρχον πολιτιστικὸ ὑλικὸ – ὁ δὲ εἰδωλολατρικὸς κόσμος διέσωσε μέσῳ τοῦ χριστιανισμοῦ ὅ,τι πολυτιμώτερο εἶχε μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κατακτήσει.

            Ἔτσι, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ φιλοσοφική, ρητορική, καὶ ποιητικὴ γλωσσὰ ἔγινε θεολογική, ἀπολογητική, λειτουργικὴ – ὑμνολογική. Ἡ δικαστικὴ αἴθουσα μὲ τὸ παραλληλόγραμμο σχῆμα  καὶ οἱ θολωτοὶ μεσογειακοὶ τάφοι ἔγιναν σταυρόσχημες βασιλικὲς μετὰ τρούλλου. Ἡ προχριστιανικὴ πεζογραφία καὶ ποίησις ἔγιναν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία  καὶ ὑμνογραφία. Ἡ τέχνη τοῦ θεάτρου καὶ οἱ ἐπιμέρους λεπτομέρειές της ἐτροφοδότησαν τὸ ποικίλο λειτουργικὸ σκηνικὸ τῆς  Ἐκκλησίας. Ἡ μέγαλη καὶ διαχρονικὴ μουσικοποιητικὴ παράδοσι τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ – στὴ μορφὴ τῆς λυρικῆς ποιήσεως καὶ τῆς «τροπικῆς» μουσικῆς – ἔγιναν στὴ νέα ἐποχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἱερὰ ψαλμωδία καὶ ὀκτωηχία. Τὸ κάθε παλαιὸ ἔγινε καινούργιο, «ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά»  (πρβλ. Γάλ. 6,15). Καὶ αὐτὸ τὸ περίφημο ἀρχαιοελληνικὸ θέατρο ποὺ ἦταν τὸ σημεῖο δημοκρατικῆς παιδαγωγίας τοῦ λαοῦ, μετετράπη σὲ χριστιανικὸ ἱερὸ ναό, ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ ἐν Χριστῷ σωτηριολογικὴ παιδεία καὶ ὁ ἐξαγνισμὸς τῶν πιστῶν.  

            Ἡ βυζαντινὴ κοσμικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἔρχεται ὡς ἐξελικτικὴ συνέχεια τῆς μουσικῆς παραδόσεως τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, μέσα στοὺς ὁποίους ἑδραιώνεται καὶ ἐπεκτείνεται ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἡ ἑλληνορθόδοξος ἑλληνόφωνος λειτουργικὴ παράδοσι.

            Τὰ τέσσερα ἑλληνόφωνα πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὅλα τὰ μοναστικὰ κέντρα πρωτοστατοῦν στὴν ἐξέλιξι τῆς Θ.Λατρείας καὶ ὁρίζουν, μὲ βάσι τὴν ἱερὰ παράδοσι καὶ τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα, τὰ πλαίσια ἀναπτύξεως καὶ διαμορφώσεώς της.

            Ἡ ὠνομασθεῖσα, λόγῳ τοῦ βυζαντίου καὶ τῆς ὅλης ἐποπτείας τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βυζαντινὴ μουσική, μαζὶ μὲ τὸν ὑμνολογικὸ ἢ βιβλικὸ λειτουργικὸ λόγο, τὸν ἱεροπρεπῆ ρυθμό, τὴν ἁγιογραφία, τὴ ναοδομικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ἀποτέλεσαν τὰ οὐσιώδη πολιτιστικά, λατρευτικά, ἀναγωγικά, παιδαγωγικὰ καὶ ἐν Χριστῷ μορφωτικὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ πιστὸς ἐκφράζεται, διδάσκεται κι ἀνάγεται ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν. Οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις καὶ ἰδίως ἡ ὅρασι καὶ ἡ ἀκοὴ ἀποτελοῦν τὶς θυρίδες κοινωνίας τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεό του.

            Ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἐξ ἀρχῆς συνεδέθη ἀρρήκτως μετὰ τοῦ βιβλικοῦ καὶ ὑμνολογικου λόγου γιὰ οὐσιαστικοὺς βιβλικούς, φιλοσοφικούς, διδακτικούς, ψυχαγωγικοὺς καὶ λειτουργικοὺς λόγους. Ἀναλυτικότερα σημειώνουμε ὅτι:

α) Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ζωντανὸ μουσικὸ ὄργανο τὸ ὁποῖο αὐτομάτως παράγει λόγο, μέλος καὶ ρυθμό. Ὅταν μάλιστα αὐτὸς εἶναι βεβαπτισμένος, πιστὸς καὶ συνεχῶς ἐξαγιαζόμενο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἡ παραγομένη, ὡς λογική, ζῶσα καὶ προσωπικὴ ἢ κοινοτική- ἐκκλησιαστικὴ ψαλμωδικὴ προσευχή, ἀνταποκρίνεται στὸ πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ στὴν ἀνθρωπολογικὴ ἀνάγκη ἀμέσου ἐπικοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἱερὰ ψαλμωδία ὡς αὐτόματος ἐκφορὰ προσευχητικοῦ ἢ δοξολογητικοῦ λόγου δύναται νὰ προσφέρεται ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ σὲ ὁποιοδήποτε μέρος, χωρὶς τὴν ἀνάγκη ὀργανικῆς ὑποστηρίξεως ἢ πολυφωνικῆς τεχνοτροπίας.

β) Στὴν Π. Διαθήκη ὁ Θεὸς προτρέπει τὸν Μωυσῆ νὰ γράψη ὠδὴ         (δηλ. θεολογικὸ λόγο μὲ μέλος καὶ ρυθμό) καὶ νὰ τὴ διδάξει στὸν λαὸ             (Δευτ. 32, 1-43). Ὁ προφητάναξ Δαυὶδ ἀντικαθιστᾶ τὶς θυσίες αἱμάτων μὲ τοὺς ψαλμοὺς καὶ τοὺς ὕμνους προδιαγράφοντας καὶ προετοιμάζοντας τοὺς Ἰουδαίους καὶ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὴν ἀνακαίνησι τῆς λατρευτικῆς ψαλμωδίας (Πρβλ. Ἱππολύτου Ρώμης, εἰσαγωγικὰ εἰς τοὺς Ψαλμοὺς παρ.1.ΒΕΠΕΣ 6,159

Τέλος, τὸ ὅραμα τοῦ προφήτου Ἠσαΐου ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους τὸν τρόπο τῆς δίκης τους – κατὰ μίμηση τῶν Ἀγγέλων-, δοξολογικης ψαλμωδίας, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀναπέμπεται στὸν Θεὸ τριαδολογικῶς, φωνητικῶς, λογικῶς, ἀντιφωνικῶς, χορικῶς, ἀενάως καὶ ἱεροπρεπως. Ἀλλὰ καὶ στὸν ἀρχαῖο ἐλληνισμὸ οἱ φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, ὁμιλοῦν περὶ καλῆς καὶ κακῆς μουσικῆς μὲ τὶς ὁποῖες καλλιεργεῖται ἢ διαστρέφεται τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδίως τῶν νέων. Γι’ αὐτοὺς καλὴ μουσικὴ εἶναι ὄχι ἡ ἡδυπαθὴς ἐνόργανη, ἀλλὰ ἡ μετὰ ἠθικοῦ λόγου καὶ φωνητικως ἐκφερομένη , ὥστε νὰ διαμορφώνεται τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἀγαθὸ ( Πρβλ. Πλάτωνος , Νόμων Β΄, 6691-10).

Ἡ βυζαντινή μας ἱερὰ ψαλμωδία ἔχει προσλάβει στὴ διαμόρφωσι της ὅλες τὶς ἀνωτέρω βιβλικές, φιλοσοφικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἀρχές, γι’αὐτὸ καὶ τὴν κατέστησαν μοναδικὴ ἱερὰ μουσική της ἑλληνορθοδόξου ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διαφέρει ποιοτικῶς καὶ πνευματικως ἀπὸ κάθε ἄλλη λατρευτικὴ μουσική. Τὸ γεγονὸς δὲ ὅτι ἀνεπτύχθη ἐν Ἁγίῳ πνεύματι ἀπὸ ἁγίους Πατέρες, ὑμνωδοὺς καὶ μελωδούς, τὴν κατέστησε διαχρονικὴ καὶ ἐν πολλοῖς ἀμετάβλητη, ὡς πρὸς τὴν ἔκφρασι, τὴν ἑρμηνεία, τὶς ἀρχαιοπρεπεῖς καὶ κατανυκτικὲς μελωδικὲς «θέσεις».

γ) Ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστική μας μουσικὴ ἐστηρίχθη, ὡς πρὸς τὴν μελωδικὴ καλλιέπεια, τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος, στὸ ἀρχαιοελληνικὸ σύστημα τῆς ὀκταηχίας, τὸ ὁποῖο ὅμως, προσήρμοσε στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ λατρείας. Μὲ τὴν νεαροποίηση τῆς ψυχικῆς διαθέσεως, τὴν παρηγορία τῆς σωματικῆς κοπώσεως, τὴν ἐγρήγορσι τοῦ πνεύματος, τὴν ἐξωτερίκευσι τῶν μυστικῶν ποικίλων ψυχικῶν συναισθημάτων καὶ κραδασμῶν, τὴ διάκρισί της ἀπὸ κάθε ἄλλη λατρευτικὴ μουσική, θρησκεύματος ἢ χριστιανικῆς αἱρέσεως τὴν καθημερινὴ λειτουργικὴ πανορθόδοξο λειτουργικὴ εὐταξία ὡς στοιχεῖον ἐξωτερικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, τὴν ἀναγκαία ὑπόμνησι τοῦ συμβολισμοῦ τῆς ἀενάου περιστροφῆς τῶν ὀκτὼ ἤχων μὲ τὴν προσδοκία τῆς ὀγδόης ἐσχατολογικῆς ἡμέρας καὶ τέλος, συνέβαλε οὐσιωδῶς στὴν ὅλη διαμόρφωσι τῶν παλαιοτέρων καὶ μεταγενεοτέρων ὑμνογραφικῶν εἰδῶν, τὰ ὁποῖα «ἀφαιδρύνουν», κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς ἑορτές μας ( βλ. Ὁμιλ.εἰς τὸν Α΄ψαλμὸν  1.Ρ-29, 209.ΕΠΕ 5 14^1).

δ) Ἡ βυζαντινή μας ψαλμωδία συμβάλλει οὐσιαστικως, λόγῳ τῆς ὅλης συγκροτήσεώς της, στὴ διατήρησι τῆς λειτουργικῆς κατανύξεως, μυσταγωγίας, ἱεροπρεπείας καὶ ψυχοσωματικῆς ἀναγωγῆς, στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ὀρθόδοξο Θ.Λατρεία. Γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῶν στόχων αὐτῶν βοηθοῦν: ἡ περιωρισμένη φωνητικὴ μουσικὴ ἔκτασι τῆς φωνῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀξιοποίησι κυρίως τῆς ἀνδρικῆς φωνῆς ποὺ κινεῖται σὲ βαθύτερες ἀπὸ τὴν γυναικεία, ὀξύτητες, ἡ προσαρμογή της στὸ κατανυκτικὸ περιβάλλον τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Ἡ ἁρμονικὴ συνεισφορὰ λόγου, μέλους καὶ ρυθμοῦ μὲ τρόπο, ὥστε νὰ ὑπερέχη ὁ λόγος ἔναντι τῶν ἄλλων δύο ἐξωτερικῶν συστατικῶν στοιχείων. Ἡ συνεχὴς ἐπανάληψι τῶν μελωδικῶν «θέσεων», ἰδίως σύντομα καὶ ἀργοσύντομα μέλη, ὥστε νὰ εἶναι ἐφικτὴ ἡ καθολικὴ ἢ ἡ ἀποσπασματικὴ συμψαλμωδία, τῶν ἐκκλησιαζομένων πιστῶν. Τὸ μονοφωνικό, χορικὸ καὶ ἀντιφωνικὸ σύστημα ψαλμωδίας, ἡ ἁρμονική-ἄρρηκτος σχέσι μεταξὺ λόγου καὶ μέλους, δεδομένου ὅτι τὸ μέλος προστατεύει, ἐνδύει, ἑρμηνεύει καὶ περιγράφει μὲ τὴν ἰδική του δυναμικὴ καὶ συμβολικὴ μουσικὴ γλώσσα. Τέλος, ἡ διαλεκτικὴ ὀπτικοακουστικὴ σχέσι τῆς τέχνης τῆς ψαλμωδίας μὲ τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας τῶν ἱερῶν ναῶν.

ε) Ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησιαστική μας ψαλμωδία συνυφάνθη καὶ συνανεπτύχθη, ὡς προελέχθη, μὲ τὸν λειτουργικὸ ἑλληνόφωνο λόγο. Ἡ συνυπαρξι τους ἐνέπνευσε τὴν ἐξέλιξι τῆς μελωδίας καὶ διαιώνισε τὸ κάλλος καὶ τὸ μέτρο τοῦ λειτουργικοῦ λόγου. Ἔχοντας ὑπ’ὄψιν ὅτι ὁ λόγος τῆς λατρείας εἶναι βιβλικὸς καὶ ὑμνολογικὸς καὶ συχρόνως δογματικός, ἠθικὸς καὶ ἱστορικός, κατανοοῦμε ὅτι μέσῳ τῆς βυζαντινῆς ψαλμωδίας διδάσκεται ὁ πιστὸς τὸ δόγμα, τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀδιάκοπη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ποιὸν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας μέλους δημιουργεῖ τὴν ψυχαγωγικὴ διάθεσι μαθήσεως καὶ ἀπομνημονεύσεως τοῦ θείου λόγου ποὺ ἀκούεται ὡς θεῖο ἄσμα καὶ ἀφομοιώνεται ὡς σωστικὴ πνευματικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς κάθε πιστοῦ, ὁ ὁποῖος συμμετέχει ἐνεργῶς καὶ συνειδητῶς στὴ Θ.Λατρεία.

στ) Ὡς τελευταῖο σημεῖο συμβολῆς τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς στὴν ὅλη διαμόρφωσι τῆς ἑλληνορθοδόξου Θ.Λατρείας μνημονεύουμε τὸ γεγονὸς ὅτι δι’ αὐτῆς διασώζεται καὶ διαιωνίζεται ἀνόθευτος ὁ λειτουργικὸς ἑλληνικὸς λόγος, τὸ παραδοσιακὸ μέλος, ἡ ἑλληνικὴ μετρική, ἡ ἔννοια τοῦ μέτρου, (κατὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἔννοια), τοῦ «καλοῦ» καὶ τοῦ «ὡραίου», ἀξίες ποὺ διακρίνουν τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸ ἀνώτερο πολιτιστικό του ἐπίπεδο. Δυστυχῶς, μόνο στὸν ἱερὸ ναὸ ἀκούεται καὶ βλέπεται σήμερα κάθε γνήσιο ἑλληνορθόδοξο στοιχεῖο, ὅπως ἡ γλώσσα, ἡ μουσική, ἡ τάξι καὶ ἡ ὀμορφιά. Ὁ ναὸς ἔμεινε ὁ μόνος χῶρος ἑλληνορθοδόξου σωτηριολογικης παιδείας, ἀγωγῆς καὶ ψυχαγωγίας.

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα