κβ’. Ἀνεξάλειπτο τό μοναχικό Σχῆμα
Ο γερω–Μακάριος ἐγεννήθη στό Ἄργος τό ἔτος 1892. Ἐκάρη μοναχός στήν Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, ἀλλά ἔπειτα ὁ πειρασμός κατάφερε νά τόν βγάλη ἀπό τήν μετάνοιά του στόν κόσμο καί νυμφεύθηκε. Ἀπέκτησε μάλιστα καί ἕνα παιδάκι. Ζοῦσε λοιπόν ἐν λήθῃ τῶν ὑποσχέσεών του, ὥσπου μία μέρα ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε σημεῖο καί συγκλονίστηκε:
Παίζοντας μία μέρα μέ τό παιδάκι του τόν ρώτησε ἐκεῖνο ὅλο ἀθωότητα:
–Μπαμπᾶ, τί εἶναι αὐτά τά κόκκινα πού ἔχεις πάνω σου;
Κοίταξε ὁ πατέρας τό ἄσπρο πουκάμισό του καί ρώτησε μέ ἀπορία τό μικρό.
–Ποιά κόκκινα, παιδί μου; Τί βλέπεις;
–Νά, αὐτός ὁ κόκκινος σταυρός μέ τά σχέδια καί τά γράμματα… Τί εἶναι;
Ἔντρομος ὁ πατέρας ξανακοίταξε στό στῆθος του καί κατάλαβε ὅτι ἔβλεπε ὁ μικρός τήν χάρι τοῦ Μ. Σχήματος.
Συγκλονίστηκε πού ἡ Χάρις καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει παρ᾿ ὅλη τήν δική του ἀποστασία, καί εὐθύς μετανόησε.
Ὅπως ἔπαιζε μέ τό μικρό του, τό ἀγκάλιασε, τό ἀσπάσθηκε καί ἀμέσως ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος.
Γύρισε στήν μετάνοιά του, ὅπου ἔγινε ὑπόδειγμα μετανοίας. Σέ ὅσους τόν γνώρισαν ἔκανε ἐντύπωση ἡ μειλίχια σοβαρότης του, ἡ σύννοια, ἡ σιωπή, τό ἀρχοντικόν τοῦ χαρακτῆρος του καί ἡ ἀγάπη πού ἐκδηλωνόταν ἔμπρακτα στήν διακονία του στό Ἀρχονταρίκι.
Ἔζησε στήν Μονή πολλά χρόνια καί ἐκοιμήθη τό ἔτος 1975 ἀφήνοντας μνήμη ἐναρέτου μοναχοῦ καί ὑπόδειγμα μετανοίας.
κγ’. Ἡ ἄκρα ταπείνωση τοῦ Ἡγουμένου
Κάποτε ὁ Ἡγούμενος παπα–Θανάσης ὁ Γρηγοριάτης βρισκόταν στό γραφεῖο μέ ἕναν μοναχό. Αὐτός ὁ μοναχός ἦταν ὀξύθυμος καί πάνω στήν συζήτηση γιά νά ἐπιβάλη τήν γνώμη του ἐρράπισε τόν Ἡγούμενο. Τότε φάνηκε τό μεγαλεῖο τῆς ἀρετῆς τοῦ Ἡγουμένου. Δέν ἔδειξε καμμία ἀντίδραση οὔτε θύμωσε οὔτε εἶπε τίποτε. Εἰρηνικώτατος πῆρε τήν ἡγουμενική του ράβδο καί πῆγε στήν Ἐκκλησία –εἶχε ἀρχίσει ὁ Ἑσπερινός– καί ἔψαλλε σάν νά μήν εἶχε συμβῆ τίποτε.
Ἔκτοτε οὔτε εἶπε τίποτε οὔτε καί ἔκανε κάποια ἐνέργεια ἐναντίον του, ἐνῶ ὡς Ἡγούμενος θά μποροῦσε ἀκόμη καί νά τόν διώξη ἀπό τό Μοναστήρι. Ἀλλά οὔτε καί ἁπλή παρατήρηση τοῦ ἔκανε πρός συμμόρφωση. Ἔκανε μόνο θερμή προσευχή γι᾿ αὐτόν.
Μετά ἀπό χρόνια, ὅταν ἦταν στά τελευταῖα του ὁ μοναχός, ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία δέν τόν ἄφησαν, διότι εἶχε μέν τό πάθος τοῦ θυμοῦ, ἀλλά εἶχε ἐργασθῆ καί εἶχε προσφέρει πολλά γιά τό Μοναστήρι του καί γιά ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος. Ἦρθε σέ μετάνοια καί συναίσθηση· ζήτησε τόν Ἡγούμενο. Τοῦ ἔβαλε συντετριμμένος μετάνοια καί ζητοῦσε νά τόν συγχωρήση πού τόλμησε νά σηκώση τό χέρι του καί νά τόν κτυπήση.
Τότε ὁ παπα–Θανάσης τοῦ εἶπε μέ σκοπό νά τόν ὠφελήση:
–Πάτερ μου, ὁλόκληρη τήν ζωή σου ἀγωνίστηκες νά κτίζης ντουβάρια καί Μετόχια. Καλά ὅλα αὐτά. Ὅμως γι᾿ αὐτήν τήν στιγμή πού βρίσκεσαι τώρα, ἔκανες καμμία προετοιμασία;
–Συγχώρησέ με, συγχώρησέ με, ἔλεγε ὁ μοναχός καί ἔκλαιγε μέ ἀναφυλλητά.
–Ἐγώ σέ συγχώρεσα τότε ἀμέσως. Ἀλλά τώρα καλά ἔκανες καί μέ φώναξες, γιά νά σοῦ διαβάσω συγχωρητική εὐχή.
Ἔτσι ἐκοιμήθη ἐν μετανοίᾳ, εἰρηνικά καί εἶχε καλό τέλος.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα